Ένα ιστορικό και στρατηγικό πλαίσιο
Ο λόρδος Χέιστινγκς Λάινολ Ίσμεϊ (Hastings Lionel Ismay), ο οποίος ήταν ο υπουργός Εξωτερικών για Κοινοπολιτειακές Υποθέσεις (δηλαδή, υπουργός βρετανικής αποικιοκρατίας) του Γουίνστον Τσόρτσιλ, έγινε επισήμως, στις 4 Απριλίου 1952, ο πρώτος γενικός γραμματέας του NATO (Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου).
Ανέλαβε το αξίωμά του διακηρύσσοντας το εξής δόγμα για τον στρατηγικό ρόλο του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη:
το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε «για να κρατήσει τη Σοβιετική Ένωση έξω, την Αμερική μέσα, και τους Γερμανούς κάτω» (αγγλιστί: “keep the Soviet Union out, the Americans in, and the Germans down”).
Αρχήθεν, κατέστη σαφές ότι το ΝΑΤΟ είναι εμβαπτισμένο στον ένοπλο, στρατηγικό αντιρωσισμό-αντισοσιαλισμό και αποτελεί τον στρατιωτικό βραχίονα του ευρωατλαντικού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού και ιδιαιτέρως της αγγλοαμερικανικής και, συμπληρωματικά, της γαλλικής νεοαπικιοκρατικής πολιτικής. Αυτός ο στρατιωτικός βραχίονας συμπληρώθηκε με έναν οικονομικό βραχίονα, ο οποίος ανέλαβε την εξισορρόπηση του ιστορικού γαλλο-γερμανικού ανταγωνισμού με οικονομικά μέσα (καθώς, στο πλαίσιο των ευρωατλαντικών θεσμών, η Γαλλία λειτουργεί ως ένας γεωστρατηγικός «μπαλαντέρ» μεταξύ Αγγλοαμερικανών και Γερμανών). Ο οικονομικός βραχίονας του ευρωατλαντικού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού ονομάστηκε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) και ιδρύθηκε το 1957.
Ο Αμερικανός πολέμαρχος Χένρι Κίσιντζερ, ο οποίος διετέλεσε ο 56ος υπουργός εξωτερικών των Η.Π.Α., στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του με τίτλο Διπλωματία (Diplomacy), το οποίο εκδόθηκε το 1994, υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (όπως μετονομάστηκε η ΕΟΚ) πρέπει να σπεύσει να ενσωματώσει τις χώρες της ανατολικής και της κεντρικής Ευρώπης, που ανήκαν στον πρώην σοβιετικό συνασπισμό, για να προσδιορίσει το οικονομικό τους μέλλον, και το ΝΑΤΟ πρέπει να σπεύσει να ενσωματώσει αυτές τις χώρες για να προσδιορίσει το γεωστρατηγικό τους μέλλον.
Επίσης, στο ίδιο βιβλίο του, ο Κίσιντζερ υποστηρίζει ρητώς την επέκταση του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την ανατολική και την κεντρική Ευρώπη, έχοντας ως διπλό στόχο να επιτύχει, πρώτον, την ευρωατλαντική οικονομική και γεωστρατηγική ηγεμονία στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη και, δεύτερον, την ευρωατλαντική εποπτεία και διαχείριση των ρωσο-γερμανικών σχέσεων.
Το σκεπτικό του Κίσιντζερ αναφορικώς με την πολιτική επέκτασης του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την ανατολική και την κεντρική Ευρώπη αποτελεί συνέχεια, ουσιαστικώς απλή επανάληψη, του ιδρυτικού δόγματος του ΝΑΤΟ, που, όπως προανέφερα, διακήρυξε ο λόρδος Χέιστινγκς Λάινολ Ίσμεϊ: “keep the Soviet Union out, the Americans in, and the Germans down”.
Το 1989, ο πρώην Ιάπωνας πρωθυπουργός Γιασουχίρο Νακασόνε, ο πρώην Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο Αμερικανός τραπεζίτης Ντέιβιντ Ροκφέλερ και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χένρι Κίσιντζερ είπαν στον τότε ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (και, κρίνοντας εκ των πραγμάτων, τον έπεισαν) ότι η Σοβιετική Ρωσία έπρεπε να ενσωματωθεί στους εγκαθιδρυμένος χρηματοοικονομικούς θεσμούς του παγκόσμιου καπιταλισμού, όπως η GATT (Διεθνής Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), το IMF (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και η Παγκόσμια Τράπεζα. Επίσης, από την περίοδο 1985–87, Ιταλοί και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες (δηλαδή, χονδρικώς, αριστερόστροφοι παράγοντες της CIA), ρίχνοντας ένα ευρωατλαντικό δόλωμα προς το Κρεμλίνο, έλεγαν στον Γκορμπατσόφ να ασπαστεί και να προωθήσει μια ιδέα πανευρωπαϊκής ενοποίησης, την οποία, πράγματι, ο Γκορμπατσόφ ασπάστηκε και, το 1988–89, την αποκάλεσε το «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι μας».
Ο Γκορμπατσόφ έφαγε όχι μόνο τα προαναφερθέντα ευρωατλαντικά δολώματα, σύμφωνα με τα οποία, αν πρόδιδε τη Σοβιετική Ένωση, η Ρωσία θα γινόταν μέλος-συνέταιρος των αρχουσών ελίτ του εγκαθιδρυμένου παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, αλλά έφαγε και ένα ακόμη ευρωατλαντικό δόλωμα, δηλαδή, την υπόσχεση του Τζορτζ Χέρμπερτ Γουόκερ Μπους, 41ου προέδρου των Η.Π.Α. (και πρώην αρχηγού της CIA), ότι, αν πρόδιδε τη Σοβιετική Ένωση, η Ρωσία θα είχε λόγο στην πολιτική του ΝΑΤΟ στην ανατολική και στην κεντρική Ευρώπη και δεν θα αντιμετώπιζε γεωστρατηγική απειλή από το ΝΑΤΟ.
Για την ευήθειά του, αναφορικώς με τις προαναφερθείσες ευρωατλαντικές σκευωρίες, ο Γκορμπατσόφ τιμήθηκε, το 1990, με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, που, παρ’ όλη τη γελοιότητα και τη διαφθορά που περιβάλλουν αυτόν τον θεσμό, αποτελεί πολύ επικερδές εργαλείο δημοσίων σχέσεων και πλουτισμού.
Στο πρότζεκτ της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης έπαιξαν δραστήριο ρόλο και διάφοροι υποκρατικοί κοινωνικο-πολιτικοί δρώντες.
Για παράδειγμα, στη διάρκεια του 1987 και του 1988, στο Παρίσι, τέκτονες συνδεδεμένοι με την αμερικανική CIA δημιούργησαν την Κοινοπολιτεία των Ρώσων Τεκτόνων (Commonwealth of Russian Masons), αποτελούμενη από περίπου εκατό ελευθεροτέκτονες. Κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου, το Radio Liberty μετέδιδε συχνά μηνύματα που παρότρυναν τους πολίτες της καταρρέουσας Ε.Σ.Σ.Δ. να ενταχθούν στον Ελευθεροτεκτονισμό.
Ένα από τα κύρια σημεία στρατολόγησης πρακτόρων επιρροής της Δύσης στη Ρωσία ήταν η τεκτονική Στοά «Αλεξάντερ Πούσκιν» («Alexander Pushkin»). Αργότερα, αυτή η τεκτονική Στοά και ο Σύνδεσμος Πούσκιν (Pushkin Association), ο οποίος προήλθε από την προαναφερθείσα Στοά, δημιούργησαν μια σειρά άλλων Στοών στη μετασοβιετική Ρωσία, όπως η Στοά «Novikov» (στη Μόσχα), η Στοά «Geometry» (στο Χάρκοβο) και η Στοά «Sphinx» (στην Αγία Πετρούπολη).
Επίσης, βασισμένος σε χρηματοδότηση από τη CIA, ο λεγόμενος Σκωτικός Τύπος (έχοντας εργαλειοποιηθεί από τις μυστικές υπηρεσίες και τη δημόσια διπλωματία των Η.Π.Α.) εγκαταστάθηκε και αναπτύχθηκε σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας. Μάλιστα, μεταξύ του 1992 και του 1996, δημιουργήθηκαν και ορισμένες Στοές αποκλειστικώς για στελέχη των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων.
Τελικώς, ο Γκορμπατσόφ και μια φράξια του σοβιετικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος που κατόρθωσε να επιβληθεί στις παραδοσιακές σοβιετικές ελίτ της KGB και των σοβιετικών τεχνοκρατών, έχοντας και τη συμπαράσταση μαφιόζικων στοιχείων, ξεπούλησαν τον σοσιαλισμό και επέβαλαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Έτσι, από τα τέλη της διακυβέρνησης Γκορμπατσόφ και κυρίως κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας από τον Γιέλτσιν, την κόρη του Τατιάνα και τους εκλεκτούς ολιγάρχες του, σε συνεργασία με το ευρωατλαντικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, εγκαθιδρύθηκε ένα σύστημα ακραίας λεηλασίας της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και επέκτασης του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνέχεια της κυβέρνησης
Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την ευρωατλαντική πολιτική αν δεν αναλύσουμε το σύστημα εξουσίας της και ιδιαιτέρως το σύστημα εξουσίας των Η.Π.Α., που αποτελούν την ηγέτιδα δύναμη του ευρωατλαντικού συνασπισμού. Αναμφιβόλως, μια τέτοια ανάλυση δεν μπορεί να περιοριστεί στις προφανείς αστικο-δημοκρατικές τελετουργίες και στα αποτελέσματα που αυτές παράγουν κάθε φορά.
To 1952, ο Χάρι Τρούμαν, 33ος πρόεδρος των Η.Π.Α., διέταξε όλες οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες να αναπτύξουν τα δικά τους σχέδια συνέχειας για την περίπτωση μιας αστικής αμυντικής έκτακτης ανάγκης.
Με άλλα λόγια, ο Τρούμαν θεσμοθέτησε ένα σύστημα διπλής διακυβέρνησης των Η.Π.Α., στο πλαίσιο του οποίου, έκτοτε, στις Η.Π.Α., συνυπάρχουν και συλλειτουργούν ένας φανερός μηχανισμός εξουσίας, με φανερό προϋπολογισμό, και ένας μυστικός μηχανισμός εξουσίας, με μυστικό προϋπολογισμό, με το σκεπτικό ότι, σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μπορεί να καταστραφεί ο φανερός μηχανισμός εξουσίας (π.χ., σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου ή μεγάλων εσωτερικών αναταραχών), και, άρα, πρέπει να υπάρχει ένας μυστικός μηχανισμός εξουσίας (ρεζέρβα) έτοιμος να συνεχίσει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Αυτό τα σχέδιο ονομάστηκε «Συνέχεια της Κυβέρνησης» (“Continuity of Government”).
Εξού και δημιουργήθηκε ένα μεγάλο δίκτυο πολεμικών καταφυγίων και μυστικών υποδομών, και θεσμοθετήθηκε ένα συγκαλυμμένο κράτος μέσα στο επίσημο, εμφανές κράτος, προκειμένου το συγκαλυμμένο κράτος να διαχειρίζεται τα μυστικά σχέδια και τις μυστικές υποδομές του επίσημου, εμφανούς κράτους και να πραγματοποιεί μυστικές ασκήσεις και μυστικές προσομοιώσεις καταστάσεων.
Αυτό είναι το σύστημα της συνέχειας της κυβέρνησης (Σ.τ.Κ.). Όπως έχει εξηγήσει ο πολιτικός επιστήμων και διπλωμάτης Πίτερ Ντέιλ Σκοτ (Peter Dale Scott), ο οποίος διετέλεσε διπλωμάτης του Καναδά και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, «Συνέχεια της Κυβέρνησης» (“Continuity of Government”) σημαίνει τη λειτουργία ενός συγκαλυμμένου κράτους μέσα στο κράτος (βλ. Peter Dale Scott, “Is the State of Emergency Superseding the US Constitution? Continuity of Government Planning, War and American Society”, The Asia-Pacific Journal, Volume 8, Issue 48, Number 1, 2010).
Στους τελευταίους μήνες της προεδρίας του Ρόναλντ Ρέιγκαν (40ού προέδρου των Η.Π.Α.), η διεύρυνση του σκοπού του σχεδίου της συνέχειας της κυβέρνησης (Σ.τ.Κ.) επισημοποιήθηκε με το Εκτελεστικό Διάταγμα (Executive Order) 12656, σύμφωνα με το οποίο το σύστημα συνέχειας της κυβέρνησης δεν αφορά μόνο στη διαχείριση επειγουσών συνθηκών που θα προέκυπταν μετά από μια πυρηνική επίθεση, αλλά και στη διαχείριση κάθε άλλης κατάστασης που θα χαρακτηριζόταν ως επείγουσα, αφήνοντας έτσι στην εκτελεστική εξουσία τη δυνατότητα να αποκτήσει έκτακτες εξουσίες επειδή ακριβώς θα έχει το προνόμιο να χαρακτηρίσει μια κατάσταση ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η τρέχουσα πολιτική συνέχειας επικαιροποιήθηκε από το Προεδρικό Διάταγμα Εθνικής Ασφάλειας υπ’ αριθμόν 51 (National Security Presidential Directive/NSPD 51), που εκδόθηκε το 2007 με την υπογραφή του Τζορτζ Γουόκερ Μπους, 43ου προέδρου των Η.Π.Α.
Η μυστική κυβέρνηση των Η.Π.Α., που είναι προδήλως θεσμοθετημένη στο πλαίσιο του προαναφερθέντος σχεδίου «Συνέχειας της Κυβέρνησης» (“Continuity of Government”), και το αμερικανικό στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα ζουν, πλουτίζουν και αποκτούν όλο και περισσότερη δύναμη μέσα από τη συνεχή παραγωγή και διαχείριση κρίσεων και, γενικώς, καταστάσεων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «καταστάσεις έκτακτης ανάγκης». Κρίσεις και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως εκείνες του «Πολέμου του Κόλπου» (1990–91), των Γιουγκοσλαβικών Πολέμων (1991–2001), της εισβολής στο Ιράκ, της εισβολής στο Αφγανιστάν, του «Πολέμου εναντίον της Τρομοκρατίας», των «Έγχρωμων Επαναστάσεων» (π.χ., πρώην Γιουγκοσλαβία 2000, Γεωργία 2003, Ουκρανία 2004, Λίβανος 2005, Κουβέιτ 2005 κ.λπ.), της «Αραβικής Άνοιξης» (2010–13), της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης (με έτος εκκίνησης το 2008), του COVID-19 κ.ο.κ.
Η τρέχουσα ουκρανική κρίση: Τι κάνει και τι δεν κάνει η Ρωσία;
Πρώτον, η ρωσική κυβέρνηση του Βλαντίμιρ Πούτιν, παρ’ ότι έχει προέλθει από την πολιτική «γραμμή αίματος» Γκορμπατσόφ-Γιέλτσιν, και ενώ συνεχίζει να εκφράζει τη συνθηκολόγηση του Κρεμλίνου με το εγκαθιδρυμένο καπιταλιστικό σύστημα, ενίσταται και διαφοροποιείται ριζοσπαστικά ως προς τη νεοφιλελεύθερη-παγκοσμιοποιητική φράξια του καπιταλιστικού κατεστημένου και υποστηρίζει τον τρόπο σκέψης των εθνοκρατικών καπιταλιστικών ελίτ και μια θεωρία «πολυλόγου» (“multilogue”), δηλαδή, αυτόνομης συνύπαρξης διαφορετικών πολιτικών και πολιτιστικών λόγων στο διεθνές σύστημα, σε αντιδιαστολή προς τη θεωρία του πολιτικού και πολιτιστικού «μονολόγου» (“monologue”) που προωθούν οι νεοφιλελεύθεροι και οι νεοσυντηρητικοί. Επ’ αυτής της βάσης εδράζεται και η συνεργασία Ρωσίας–Κίνας.
Δεύτερον, η ρωσική κυβέρνηση του Βλαντίμιρ Πούτιν ανθίσταται στην ένταξη της Ουκρανίας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς για ευνόητους γεωστρατηγικούς λόγους (υπό το πρίσμα των όσων προανέφερα) και καταγγέλλει την παραβίαση των Συμφωνιών του Μινσκ του 2014 εκ μέρους της ουκρανικής κυβέρνησης.
Τρίτον, η ρωσική κυβέρνηση του Βλαντίμιρ Πούτιν κινείται με ιδιαίτερη πονηρία: ενώ οι ευρωατλαντικοί παράγοντες προσπαθούσαν να ωθήσουν τη Ρωσία σε στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία με στόχο το Κίεβο, ώστε, στη συνέχεια, να καταγγείλουν τη Ρωσία ως «κακοποιό κράτος», η Ρωσία αναγνώρισε την κρατική υπόσταση των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, και, στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο Πούτιν διέταξε την πραγματοποίηση ειδικών στρατιωτικών επιχειρήσεων με συγκεκριμένους σκοπούς, πρώτον, την προστασία του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ από στρατιωτικές επιθέσεις εκ μέρους ουκρανικών δυνάμεων και, δεύτερον, την εξολόθρευση της σκληρά ναζιστικής ουκρανικής παραστρατιωτικής οργάνωσης που ονομάζεται «Τάγμα Αζόφ».
Το «Τάγμα Αζόφ» δεν ελέγχεται πλήρως από την κυβέρνηση του Κιέβου και αποτελεί ένοπλο προβοκάτορα που εξυπηρετεί τους φιλοπόλεμους παράγοντες του ευρωατλαντικού συνασπισμού, σε βάρος και της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Εξού και ο Πούτιν έθεσε ρητώς το θέμα της «αποναζιστικοποίησης» της Ουκρανίας.
Τέταρτον, η Ρωσία επικαλείται το αίτημα στρατιωτικής προστασίας που έλαβε από τα Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ μετά από το μπαράζ επιθέσεων που δέχθηκαν τα ξημερώματα της 22 Φεβρουαρίου 2022 αυτές οι περιοχές από ουκρανικές δυνάμεις. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, η Ρωσία αντιδιαστέλλει τον δικό της τρόπο στρατιωτικών επεμβάσεων, που γίνονται κατόπιν αιτήματος της άλλης πλευράς για βοήθεια (Ντονέτσκ, Λουγκάνσκ, Συρία κ.λπ.), προς τον τρόπο που οι Η.Π.Α. έχουν επέμβει στρατιωτικά στο Κόσοβο, στη Συρία κ.α.
Πέμπτον, ο Πούτιν έχει δηλώσει ότι αντιλαμβάνεται τους λαούς της Ρωσίας και της Ουκρανίας ως αδελφούς λαούς και ότι ανθίσταται στην υπονόμευση αυτής της αδελφότητας από ευρωατλαντικούς παράγοντες.
Το κρίσιμο ανοικτό ερώτημα είναι έως πού θα φθάσει η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία, αν θα φθάσει στον Δνείπερο, και αν θα έχει έναν παρόμοιο χαρακτήρα με τη στενά οριοθετημένη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στη Γεωργία ή αν θα λάβει μεγαλύτερη έκταση.
Δρ.Νικόλαος Λάος