Το δοκίμιο αυτό περιέχει μεθοδολογικές υποδείξεις αναφερόμενες στα τρία στάδια του διαγνωστικού έργου του πολιτικού δικαστή :
Ι) στη μελέτη της δικογραφίας,
II) στην εκτίμηση των αποδείξεων και
III) στη διατύπωση της απόφασης.
Η σημασία της μεθόδου είναι αυτονόητη, κι όμως παραγνωρισμένη. Αρκετοί, νέοι ιδίως, δικαστές, ακαθοδήγητοι, καταλήγουν στην άτακτη ανάγνωση της δικογραφίας, στη συγκεχυμένη εκτίμηση των αποδείξεων και τελικά στη σύνταξη μιας απόφασης που φέρει, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο, τα σημάδια του αυτοσχεδιασμού. Οι περισσότεροι βρίσκουν αργότερα, έστω κι αβοήθητοι, τους αναγκαίους μεθοδολογικούς κανόνες. Ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που εθίζονται στην αμέθοδη εργασία και περνούν τη δικαστική τους ζωή ταλαιπωρούμενοι και χωρίς αποτέλεσμα ανάλογο προς την καταπόνηση τους…
Στο σπουδαστήριο του πολιτικού δικαστή η μέθοδος είναι ακόμη πιο αναγκαία απ' ότι στο εργαστήριο του χημικού, στο γραφείο του αρχιτέκτονα ή του μηχανικού. Γιατί, ενώ οι θετικές επιστήμες έχουν μια εγγενή πειθαρχία, που περικλείει και την πρόσφορη μέθοδο, το έργο του δικαστή, επειδή έχει ως αντικείμενο τις πολύμορφες και συγκυριακές ανθρώπινες σχέσεις, παρασύρει συχνά σε εμπειρική και άτακτη αντιμετώπιση. Κι όμως είναι φανερό ότι η εξατομίκευση της έννομης ρύθμισης στη συγκεκριμένη διαφορά δεν είναι ασφαλής παρά μόνο όταν ακολουθείται η κατάλληλη μεθοδολογική πορεία. Χωρίς αυτήν τα νομικά ζητήματα διαφεύγουν και ο δικαστής παρασύρεται σε ψευδο προβλήματα. Αντίθετα η μεθοδική έρευνα αποκαλύπτει τα κρίσιμα θέματα και βοηθεί στη συστηματική εξέταση τους.
Και από άποψη όμως ψυχολογική η αμέθοδη εργασία καλλιεργεί κλίμα προχειρότητας και υπεκφυγής, ενώ η μέθοδος εμπεδώνει το συναίσθημα της ασφάλειας και ωθεί στην εξαντλητική έρευνα των ζητημάτων.
Οι σκέψεις που ακολουθούν συνοδεύονται από μερικά παραδείγματα. Με αυτά όχι μόνο οι μεθοδολογικές υποδείξεις γίνονται εναργέστερες αλλά και ο προβληματισμός διευρύνεται.
Ι. Η μελέτη της δικογραφίας.
Η μελέτη της δικογραφίας περιλαμβάνει αφενός την
ανάγνωση των δικογράφων και αφετέρου το νομικό
χαρακτηρισμό των ισχυρισμών.
,
Α. Η ανάγνωση των δικογράφων.
Η ανάγνωση των δικογράφων αρχίζει από την αγωγή ή άλλο εισαγωγικό δικόγραφο (ανακοπή, αίτηση κλπ.). Προχωρεί με την ανάγνωση των προτάσεων, πρώτα του εναγομένου, έπειτα του ενάγοντος. Αν πρόκειται για μετ' απόδειξη συζήτηση, μετά την ανάγνωση της αγωγής και των προτάσεων της πρώτης συζήτησης, και εφόσον δεν ανακύπτει περίπτωση ανάκλησης της προδικαστικής ή συμπλήρωσης της, ακολουθεί η μελέτη των αποδείξεων (παρακ. II) κι έπειτα των προτάσεων της μετ' απόδειξη συζήτησης. Όταν εκδικάζεται ένδικο μέσο, η μελέτη της δικογραφίας αρχίζει από αυτό. Αν λ.χ. πρόκειται για ανακοπή ερημοδικίας, προέχει η ανάγνωση του δικογράφου της, αφού η εξέταση της διαφοράς προϋποθέτει την ευδοκίμηση της ανακοπής και την εξαφάνιση της ανακοπτόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 508509). Ομοίως προέχει η ανάγνωση του εφετηρίου, όταν εκδικάζεται έφεση, διότι αυτό οριοθετεί το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (ΚΠολΔ 522) και διότι προηγείται η έρευνα του παραδεκτού της έφεσης και του βάσιμου των λόγων της (ΚΠολΔ 533 § 1, 535 § 1).
Κατά την ανάγνωση των δικογράφων τηρούμε σημειώσεις σε ιδιαίτερο χαρτί. Σ' αυτό μεταφέρουμε τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων και, συνοπτικά, όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς τους (αγωγή, ανταγωγή, απάντηση, ενστάσεις κλπ.). Σημειώνουμε επίσης τα νομικά ζητήματα και τον καταρχήν νομικό χαρακτηρισμό (υπαγωγή), με μνεία των άρθρων, καθώς και τις τυχόν παραπομπές (παρακ. Ι Β). Κατά τη μελέτη των αποδείξεων καταχωρίζουμε στο ίδιο αυτό σημείωμα τα αποδεικτικά στοιχεία, το πόρισμα από τις αποδείξεις και, όταν μορφώσουμε πεποίθηση, την έκβαση της δίκης, δηλαδή συνοπτικά το διατακτικό της απόφασης.
Η ανάγνωση της δικογραφίας χωρίς ταυτόχρονη κατάρτιση υπομνηστικού σημειώματος αποτελεί σοβαρό μεθοδολογικό λάθος. Διότι η γραπτή διατύπωση εντείνει την προσοχή, βοηθεί το δικαστή να κατανοήσει επακριβώς και πλήρως τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποτρέπει τις αβλεψίες και τις παραλείψεις, επιτρέπει την τακτοποίηση του νομικού και του πραγματικού υλικού, το συσχετισμό των εκατέρωθεν ισχυρισμών και τον εντοπισμό των εριζόμενων ζητημάτων. Με μια λέξη : το σημείωμα είναι το όργανο με το οποίο ο δικαστής οικειώνεται τη δικογραφία. Επιπλέον το σημείωμα είναι απαραίτητο για κάθε επανάληψη, για την περαιτέρω διάσκεψη και τη μελέτη των ερευνητέων ζητημάτων και, τέλος, για τη διατύπωση της απόφασης (παρακ. III).
Το σημείωμα, για να παρέχει τη χρησιμότητα που προαναφέρεται, πρέπει να είναι καθαρογραμμένο και τακτικό. Η χρησιμοποίηση διαφορετικών χρωμάτων διευκολύνει στην κατάταξη των σημειώσεων. Πρέπει επίσης να είναι συνοπτικό αλλά πλήρες, να περιέχει δηλαδή συνοπτική καταγραφή όλων των δεδομένων της δικογραφίας, ώστε να την υποκαθιστά. Παράλληλα πρέπει να περιέχει και μορφοποίηση των ισχυρισμών με τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό.
Β. Ο νομικός χαρακτηρισμός.
α. Η σημασία του νομικού χαρακτηρισμού.
Οι ισχυρισμοί των διαδίκων δεν μπορούν να αξιολογηθούν αν δεν υπαχθούν στην πρόσφορη νομική διάταξη. Από αυτό το νομικό χαρακτηρισμό θα φανεί το νόμω βάσιμο και το ορισμένο των ισχυρισμών. Επίσης από το χαρακτηρισμό θα φανεί η επιθετική ή αμυντική φύση τους, ώστε να επιμεριστεί σωστά το βάρος επίκλησης και απόδειξης, η δικονομική μεταχείριση στην οποία πρέπει να υποβληθούν, από άποψη αρμοδιότητας και διαδικασίας, ως προς την αγωγή, και από άποψη τρόπου και χρόνου προβολής, ως προς τις ενστάσεις, αντενστάσεις κλπ. (ΚΠολΔ 14 επ., 26 επ., 592 επ., 269,527, 520, 523 κ.ά.).
Ειδικότερα, ο νομικός χαρακτηρισμός της αγωγής καθορίζει το ένδικο αντικείμενο και σκηνοθετεί τη δίκη. Αυτός αποτελεί την εναρκτήρια και θεμελιώδη δικαιοδοτική πράξη. Αν αυτός δεν προηγηθεί, δεν είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός ούτε των λοιπών ισχυρισμών (ενστάσεων, απάντησης κλπ.).
Οποιαδήποτε μελέτη των αποδείξεων πριν από το νομικό χαρακτηρισμό είναι πρόωρη. Διότι οι αποδείξεις αναφέρονται στα γεγονότα εκείνα που είναι κρίσιμα ενόψει ορισμένης νομικής αναγωγής τους. Χωρίς αυτήν κάθε έρευνα της ουσίας ενέχει λογικό άλμα που οδηγεί το δικαστικό έργο έξω από το κανονιστικό πλαίσιο του δικαίου, στο νομικό κενό. Η εκ των υστέρων αναζήτηση νομικής θεμελίωσης αποτελεί προφανή παραμόρφωση του δικαιοδοτικού έργου, παρασύρει το δικαστή στον αυτοσχεδιασμό ή στην αυθαιρεσία, συνεπάγεται απώλεια κόπου και χρόνου και οδηγεί συνήθως σε σύγχυση και σε αποφάσεις αναιτιολόγητες ή αντιφατικές, άρα αναιρετέες (ΚΠολΔ 559 αριθ. 19).
Η ανάγκη νομικού χαρακτηρισμού πριν από την κατ' ουσίαν έρευνα της διαφοράς υπάρχει φυσικά και στις διαδικασίες όπου δεν απαιτείται έκδοση προδικαστικής και όπου οι διάδικοι προσκομίζουν εξαρχής τις αποδείξεις τους (λ.χ. ΚΠολΔ 270, 649 § Λ, 670) καθώς και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 691 § 1). Η χρονική σύμπτυξη δεν σημαίνει στις περιπτώσεις αυτές συναίρεση των δύο φάσεων του διαγνωστικού έργου σε μία, αφού η πρώτη, του νομικού χαρακτηρισμού, λογικώς κατανάγκην προηγείται. Έτσι, στις διαδικασίες αυτές, και όταν ακόνη αφορούν ομοειδείς κατηγορίες διαφορών (εργατικών, αυτοκινητικών ατυχημάτων, διατροφών κ.ά.), ο δικαστής πρέπει να μελετά το εισαγωγικό δικόγραφο πριν από την εκδίκαση και να έχει καταλήξει στον απαραίτητο νομικό χαρακτηρισμό, ώστε να είναι σε θέση να κατευθύνει την αποδεικτική διαδικασία στα νομικώς κρίσιμα θέματα.
Παραδείγματα :
— Σε κάθε υπόθεση αποζημίωσης ανακύπτει το πρόβλημα της θεμελίωσης της ευθύνης ως ενδοσυμβατικής, αδικοπρακτικής, προσυμβατικής κλπ. Αν αυτό δεν επιλυθεί με τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό, και αν, σε περίπτωση ενδοσυμβατικής ιδίως ευθύνης, δεν καθοριστεί η ειδικότερη μορφή της (υπερημερία, αδυναμία, θετική προσβολή κλπ.) σε συνδυασμό και προς τη φύση και το είδος της συγκεκριμένης σύμβασης, δεν μπορούν να προσδιοριστούν οι όροι, το είδος και η έκταση της ευθύνης, ούτε η πληρότητα των επικαλούμενων περιστατικών, τα αποδεικτέα θέματα, το βάρος και τα επιτρεπόμενα μέσα απόδειξης, ούτε να χαρακτηριστούν σωστά οι ισχυρισμοί του εναγομένου. Διότι, όπως είναι γνωστό, η νομική διασκευή και η ειδικότερη ρύθμιση καθεμιάς από τις παραπάνω περιπτώσεις ευθύνης εμφανίζει πολλαπλές ιδιαιτερότητες. Με αγωγή, που πρόσφατα εκδικάστηκε στο δεύτερο βαθμό, η ενάγουσα ζητούσε ως αποζημίωση την αξία των κοσμημάτων της, τα οποία άγνωστος είχε αφαιρέσει από τη θυρίδα της σε τράπεζα, αφού πέτυχε, με πλαστά στοιχεία, να παραπλανήσει τον αρμόδιο τραπεζικό υπάλληλο και να τον πείσει ότι είχε δικαίωμα να ανοίξει τη θυρίδα. Η αγωγή απευθυνόταν κατά της τράπεζας και κατά του υπαλλήλου της ατομικώς. Ο πρωτόδικος δικαστής είχε αμελήσει να χαρακτηρίσει εξαρχής την ευθύνη. Εξαιτίας της παράλειψης αυτής η εκκαλουμένη είχε παραβλέψει ότι η αγωγή ήταν παθητικά ανομιμοποίητη έναντι του υπαλλήλου ατομικώς, δεδομένου ότι ούτε η ιστορούμενη συμπεριφορά του αποτελούσε αδικοπραξία ούτε ενεχόταν αυτός ατομικώς από τη σύμβαση φύλαξης των κοσμημάτων. Η ευθύνη της τράπεζας θεμελιωνόταν αποκλειστικά ως ενδοσυμβατική (αδυναμία απόδοσης του πράγματος από πταίσμα του υπαλλήλου της, ως βοηθού εκπλήρωσης: ΑΚ 822,823 εδ. β', 335,334, 297). Άρα έναντι του υπαλλήλου η αγωγή έπρεπε να έχει απορριφθεί. Επιπλέον, εξαιτίας της παράλειψης νομικού χαρακτηρισμού, η εκκαλουμένη δεν είχε αξιολογήσει σωστά την άμυνα της τράπεζας, που είχε προτείνει έλλειψη υπαιτιότητας του υπαλλήλου της ως ένσταση του ΑΚ 336, με αποτέλεσμα να έχει τάξει ελλειπώς το θέμα και να έχει κατανείμει εσφαλμένα το βάρος της απόδειξης.
— Άλλη απόφαση του πρώτου βαθμού, που είχε επιληφθεί διεκδικητικής αγωγής, αρκέστηκε στο γενικό αυτό χαρακτηρισμό και στη μνεία μόνο του ΑΚ 1094. Παρέλειψε να αναζητήσει τη θεμελίωση της επικαλούμενης κυριότητας σε τρόπο παράγωγο (ΑΚ 1033,1192) ή πρωτότυπο (λ.χ. ΑΚ 1041, 1045 επ.). Έτσι περιήλθε σε σύγχυση όχι μόνο ως προς την πληρότητα του αγωγικού δικογράφου αλλά και ως προς τον εντοπισμό των αποδεικτέων θεμάτων και ως προς την αξιολόγηση της άμυνας του εναγομένου. Πράγματι, όπως είναι γνωστό, όταν ο εναγόμενος με διεκδικητική αγωγή προβάλλει δική του κυριότητα στο διεκδικούμενο, η κρίση αν πρόκειται για απλή άρνηση της κυριότητας του ενάγοντος ή για αυτοτελή ένσταση, καταλυτική της κυριότητας εκείνου, συνέχεται αναγκαίως με τη θεμελίωση της αγωγής. Πρόκειται για ένσταση μόνο αν τα επικαλούμενα από τον εναγόμενο περιστατικά διαφοροποιούνται από εκείνα που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της κυριότητας του ενάγοντος και άγουν σε κατάλυση της κυριότητας εκείνου (λ.χ. μεταγενέστερη καταλυτική χρησικτησία). Παραλείποντας η απόφαση να προβεί στον ακριβή νομικό χαρακτηρισμό, είχε περιπέσει σε πλήθος λάθη.
β. Δικονομικός χαρακτηρισμός.
Σε νομικό χαρακτηρισμό υποβάλλεται κάθε ισχυρισμός, είτε επιθετικός (αγωγή, ανταγωγή, αίτηση, ανακοπή) είτε αμυντικός (ένσταση, αντένσταση κλπ.).
Εξάλλου, κάθε ισχυρισμός των διαδίκων, πριν από τον καθαυτό χαρακτηρισμό του από άποψη ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να αξιολογείται δικονομικά, ώστε να προκύπτει η λειτουργία του στη δίκη. Αν πρόκειται για ισχυρισμό του εναγομένου, πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξακριβώνεται αν είναι απλή άρνηση ή αν αποτελεί ένσταση. Η εξακρίβωση αυτή είναι απαραίτητη διότι η απλή άρνηση δεν έχει ανάγκη από νομικό χαρακτηρισμό (υπαγωγή) ούτε μπορεί να θεωρηθεί αόριστη. Αντίθετα οι ενστάσεις όχι μόνο υπόκεινται σε νομικό χαρακτηρισμό αλλ' επιπλέον υποβάλλονται σε ιδιαίτερη δικονομική μεταχείριση από άποψη παραδεκτού (λ.χ. ΚΠολΔ 262, 269, 527, 330, 933 §§ 34). Ομοίως σε ιδιαίτερη δικονομική μεταχείριση υποβάλλονται και άλλες προτάσεις ή δικονομικοί ισχυρισμοί των μερών. ' Ετσι η ανταγωγή ρυθμίζεται ειδικά από άποψη χρόνου και τρόπου άσκησης (ΚΠολΔ 268 §§ 1 και 4, 525 § 2). Το ίδιο ισχύει για την παρέμβαση (ΚΠολΔ 79,80,81) και για την προσεπίκληση (ΚΠολΔ 89). Η παραίτηση ρυθμίζεται διαφορετικά αν αφορά το δικόγραφο (ΚΠολΔ 294, 295, 297) και διαφορετικά αν αναφέρεται στο δικαίωμα (ΚΠολΔ 296,297,98 περ. β), ενώ ιδιαίτερη ρύθμιση ισχύει για την αποδοχή της αγωγής (ΚΠολΔ 298), η οποία και πάλι διαφέρει από την απλή ομολογία (ΚΠολΔ 352 επ.). Η κρίση ορισμένης απόφασης ως οριστικής ή μη έχει μεγάλη πρακτική σημασία (ΚΠολΔ 309, 513, 539, 553). Ιδιαίτεροι κανόνες ισχύουν για την προβολή λόγων έφεσης (ΚΠολΔ 520), για την υποβολή νέων αιτήσεων στη δευτεροβάθμια δίκη (ΚΠολΔ 525) καθώς και για την πρόταση νέων αυτοτελών ισχυρισμών (ενστάσεων, αντενστάσεων κλπ.), ενώ διαφορετικά ρυθμίζεται η επίκληση νέων αποδείξεων κατ' έφεση (ΚΠολΔ 527 επ., 529 επ.). Για τους λόγους αυτούς επιβάλλεται πάντοτε και πρωταρχικά ο δικονομικός χαρακτηρισμός των εκατέρωθεν ισχυρισμών.
Παραδείγματα :
— Αίτηση αναστολής εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης μπορεί να εμπίπτει στα άρθρα 912 επ. ή στο 938 ή στα 632633 ΚΠολΔ. Ανάλογα με τον ειδικότερο δικονομικό της χαρακτηρισμό, που γίνεται βάσει του περιεχομένου, του αντικειμένου και του αιτήματος, θα κριθεί η αρμοδιότητα του δικαστηρίου, η διαδικασία, το παραδεκτό των λόγων και η όλη δικονομική της μεταχείριση. — Αν ο εναγόμενος ή ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος επικαλείται «συμβιβασμό», απαιτείται η δικονομική αξιολόγηση του ισχυρισμού αυτού ώστε να διαπιστωθεί αν πρόκειται για δικαστικό ή για εξώδικο συμβιβασμό ή μήπως πρόκειται για μερική παραίτηση του ενάγοντος με παράλληλη αποδοχή από τον εναγόμενο. Από το δικονομικό αυτό χαρακτηρισμό εξαρτάται η μεταχείριση του ισχυρισμού από την άποψη του τύπου, του παραδεκτού, των αποτελεσμάτων κλπ. (ΚΠολΔ 293, 294, 296, 297, 298, 98 περ. β').
γ. Μεθοδολογικοί κανόνες.
1. Πριν αρχίσει την αναζήτηση του νομικού χαρακτηρισμού (δικονομικού ή ουσιαστικού) ο δικαστής πρέπει να έχει εντοπίσει το αντικείμενο της αναζήτησης του. Για τον εντοπισμό αυτό είναι αναγκαία η προσεχτική και επανειλημμένη ανάγνωση του δικογράφου, σε συνδυασμό καμιά φορά (έστω και πρωθύστερα) με το κείμενο κρίσιμου εγγράφου (λ.χ. διαθήκης, συμβολαίου, εταιρικού,ασφαλιστηρίου). Πρώτος λοιπόν μεθοδολογικός κανόνας: συνειδητοποίησε τι ζητάς, πριν αρχίσεις να το ζητάς. Η μη τήρηση του κανόνα αυτού, όσο κι αν φαίνεται αυτονόητος, αποτελεί τη συχνότερη πηγή καθυστέρησης, σύγχυσης και σφαλμάτων. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο νέων ιδίως συναδέλφων που ευθύς μετά την ανάγνωση της αγωγής ή των προτάσεων κλπ. σπεύδουν να καταφύγουν σε συγγράμματα ή σε νομολογιακά ευρετήρια για να βρουν όχι την απάντηση σε ορισμένο νομικό ερώτημα αλλά μια όμοια ή παρεμφερή απόφαση. Επιχειρούν έτσι να αποφύγουν την ανάλυση και να φτάσουν απευθείας σε μια έτοιμη λύση. Η τακτική αυτή είναι χρονοβόρα και παραπλανητική, οδηγεί σε παρεξηγήσεις και παραμορφώσεις και κατά λήγει στην αποδυνάμωση της κριτικής ικανότητας του δικαστή. Πρωταρχικό λοιπόν έργο μας είναι ο ακριβής καθορισμός του ζητουμένου.
2. Ο χαρακτηρισμός αρχίζει από την αγωγή και γίνεται σταδιακά. Η αγωγή πρέπει να διαβαστεί τμηματικά με παράλληλη νομική αξιολόγηση των ιστορουμένων. Διαβάζοντας την αγωγή μονορούφι, χωρίς ενδιάμεση σταδιακή υπαγωγή, ο δικαστής μπερδεύεται συνήθως σε κυκεώνα προβλημάτων. Πράγματι, η αγωγή δεν είναι αφήγημα αλλά σώμα για ανατομία. Η ανάλυση και επίλυση οποιουδήποτε προβλήματος γίνεται ευκολότερα και ασφαλέστερα όταν γίνεται σταδιακά. Η σωστή λοιπόν μέθοδος συνίσταται στην ανάγνωση της αγωγής τμηματικά, με ταυτόχρονη, βήμαβήμα, υπαγωγική προσπάθεια, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίσουμε την επόμενη κάθε φορά δυσχέρεια πριν να έχουμε επιλύσει ή έστω οριοθετήσει την προηγούμενη.
Παραδείγματα: — Διαβάζοντας στην αρχή του δικογράφου που φέρει την ονομασία «ανακοπή», ότι εναντίον του ανακόπτοντος επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση βάσει διαταγής πληρωμής, ο δικαστής πρέπει να σταθεί και, πριν προχωρήσει, να σκεφτεί ότι μπορεί να πρόκειται είτε για ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής (ΚΠολΔ 632) είτε για ανακοπή κατά της εκτέλεσης (ΚΠολΔ 933), η οποία όμως είναι δυνατόν να περιέχει και λόγους αναγόμενους στην απαίτηση, εκτός αν υπάρχει δεδικασμένο (ΚΠολΔ 933 § 3 συνδ. 633 § 3), καθώς και λόγους που πλήττουν το κύρος του τίτλου ή την εκτελεστική διαδικασία, και ότι οι δύο αυτές "ανακοπές" διέπονται ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, τις προθεσμίες άσκησης, το αντικείμενο, το αίτημα και την επιμέρους ρύθμιση σε διαφορετικούς κανόνες. Έτσι, έχοντας εξαρχής την κατάλληλη προδιάθεση, θα κατανοήσει και θα χαρακτηρίσει σωστά (δικονομικά και ουσιαστικά) τους εμπεριεχόμενους στο δικόγραφο ισχυρισμούς. —Όταν ο ενάγων, επικαλούμενος κυριότητα σε ακίνητο, εκθέτει περιστατικά παράγωγης κτήσης και χρησικτησία (ΑΚ 1033,1041 επ.), ο δικαστής οφείλει να ξεχωρίσει βήμα βήμα τις διαφορετικές αυτές θεμελιώσεις του δικαιώματος, προκειμένου να καθορίσει σε ποια σχέση βρίσκονται μεταξύ τους, αν το προβαλλόμενο για την παράγωγη κτήση συμβόλαιο συμπίπτει με τον επικαλούμενο τίτλο χρησικτησίας, οπότε πρόκειται για τίτλο νόμιμο (ΑΚ 1041) ή αν η χρησικτησία είχε επεκταθεί και έξω ή πέρα από τα όρια του συμβολαίου, οπότε πρόκειται για τίτλο εν μέρει ή εν όλω νομιζόμενο (ΑΚ 1043). Αν ο ενάγων επικαλείται, έστω επικουρικά, έκτακτη χρησικτησία, ο δικαστής πρέπει επιπλέον να προσέξει αν τα χρονικά διαστήματα αρκούν για τη διαδοχική συμπλήρωση και δεύτερης, τακτικής ή έκτακτης, χρησικτησίας, την οποία ενδέχεται να προβάλλει ο εναγόμενος ως ένσταση δικής του χρησικτησίας, καταλυτικής της κυριότητας που ο ενάγων είχε προηγουμένως αποκτήσει είτε με βάση τον παράγωγο τρόπο είτε με βάση τη χρησικτησία του. — Η επίκληση στην αρχή της αγωγής "ασφάλισης" πρέπει να σταματήσει το δικαστή για να διερωτηθεί ποιο είναι το ασφαλιζόμενο συμφέρον, η διατήρηση του πράγματος (λ.χ. ασφάλιση κατά πυρός ή κατά κλοπής κλπ.) ή η ευθύνη (ασφάλιση ευθύνης) ή μήπως πρόκειται για ασφάλιση ποσού (ΕΝ 189). Έτσι θα έχει από την αρχή την απαραίτητη ετοιμότητα για να κρίνει αν η ασφαλιστική περίπτωση, η σχέση του ενάγοντος προς το ασφαλισμένο συμφέρον και τη ζημία που προκλήθηκε δικαιολογούν και στηρίζουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος. — Αν, διαβάζοντας τις προτάσεις του εναγομένου, ο δικαστής βλέπει ότι προβάλλεται ανταξίωση, ας σταματήσει στο σημείο αυτό για να αναλογιστεί ότι διανοίγονται περισσότερες δυνατότητες δικονομικής αξιοποίησης της ανταξίωσης αυτής (ανταγωγικώς, με ένσταση συμψηφισμού, είτε δικαστικού είτε εξώδικου, μονομερούς ή συμβατικού, με ένσταση επίσχεσης κλπ.). Θα είναι έτσι ικανός να αντιληφθεί αν και πώς ο εναγόμενος μεθοδεύει την υπεράσπιση του, ακόμη κι αν η διατύπωση του είναι ελλειπτική ή ασαφής, αν πληρούνται οι νόμιμοι κατά περίπτωση όροι και ποιες είναι οι επερχόμενες κάθε φορά συνέπειες. Αν η σταδιακή αυτή προετοιμασία, η συνεχής, κατά την πρόοδο της ανάγνωσης, υπαγωγική προσπάθεια παραλειφθεί, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο δικαστής δεν θα μπορέσει να παρακολουθήσει, με συνολική εποπτεία, πληρότητα και ευστοχία τους ισχυρισμούς των διαδίκων και την όλη πλοκή (δικονομική και ουσιαστική) της εκατέρωθεν υπεράσπισης.
Είναι όμως αυτονόητο ότι και μετά το σταδιακό χαρακτηρισμό ο δικαστής οφείλει, αν ανακύψουν κενά ή αμφιβολίες, να επανέλθει στη μελέτη των δικογράφων, ιδίως όταν πρόκειται για δυσχερή υπόθεση, ώστε να έχει την ευκαιρία να ξαναεκτιμήσει την αγωγή και τους ισχυρισμούς γενικά των μερών. Η επανεκτίμηση αυτή είναι σκόπιμη διότι δεν αποκλείεται, ενόψει της δεδομένης, μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης, συνολικής εικόνας, να μεταβάλλεται το πεδίο ή η λειτουργία ορισμένων ισχυρισμών.
3. Ο νομικός χαρακτηρισμός πρέπει να είναι ειδικός και εξαντλητικός. Γενικότητες ή περιγραφική απλώς μνεία χωρίς συγκεκριμένη υπαγωγή σε ορισμένο κανόνα, δεν αρκούν. Έτσι, δεν έχει αξία ο χαρακτηρισμός της αγωγής ως "διεκδικητικής" ενόσω δεν συνοδεύεται από την εξειδίκευση της θεμελίωσης του δικαιώματος της κυριότητας. Μόνο μια τέτοια εξειδίκευση επιτρέπει τη διαπίστωση αν η αγωγή είναι νόμω βάσιμη και ορισμένη, πώς αξιολογούνται οι ισχυρισμοί του εναγομένου (ως αρνήσεις ή ενστάσεις) και πώς θα ταχθεί το θέμα της απόδειξης. Επίσης δεν αρκεί για το νομικό χαρακτηρισμό ενοχικής συμφωνίας η επίκληση του ΑΚ 361. Η διάταξη αυτή δεν περιέχει καμιά θετική ρύθμιση, αλλ' αντίθετα την προϋποθέτει, αφού απλώς επιτρέπει το συμβατικό καθορισμό της. Οφείλει λοιπόν ο δικαστής, όταν ανακύπτουν ζητήματα που δεν έχουν προβλεφθεί συμβατικά, να προχωρήσει στη διάγνωση της νομικής φύσης της συμφωνίας, να επιχειρήσει δηλαδή τον ειδικότερο νομικό της χαρακτηρισμό, παραβάλλοντας την προς τις γνωστές, ρυθμιζόμενες συμβάσεις ή, έστω, κατηγορίες (αμφοτεροβαρείς, χαριστικές, υποσχετικές, ανταλλακτικές κλπ.) Μόνο έτσι θα αποκτήσει το κατάλληλο κανονιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναζητήσει τις πρόσφορες λύσεις.
Παραδείγματα: — Αν ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είχε παραδώσει την κατοχή του αυτοκινήτου του στον εναγόμενο για να το πουλήσει, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, έναντι ορισμένου τιμήματος και να του αποδώσει το ποσό αυτό κρατώντας ως κέρδος κάθε τυχόν επιπλέον ποσό τιμήματος, ή να του αποδώσει το πράγμα, η επίκληση του ΑΚ 361 δεν αρκεί για την επίλυση των ζητημάτων λ.χ. κινδύνου (συνεπειών τυχαίας απώλειας ή φθοράς). Πρέπει λοιπόν ο δικαστής να αναζητήσει τον πρόσφορο νομικό χαρακτηρισμό της επι καλούμενης συμφωνίας, με αφετηρία, όχι την ονομασία που χρησιμοποίησαν ενδεχομένως οι ενδιαφερόμενοι, αλλά την αληθινή φυσιογνωμία της σχέσης βάσει των εκατέρωθεν παροχών και των ειδικότερων όρων. Η υπαγωγική αυτή εργασία ενέχει εφαρμογή του νόμου, απόκειται άρα στο δικαστή. Η προαγφερόμενη συμφωνία χαρακτηρίζεται ως σύμβαση μεταπρασίας (Γαζής, ΕρμΑΚ Εισαγ. 513573 αριθ. 104121). — Η έκφραση "αξίωση δαπανών" ή "αξίωση διατροφής" είναι επίσης τόσο γενική και περιλαμβάνει τόσες ετεροειδείς περιπτώσεις που είναι, ως νομικός χαρακτηρισμός, εντελώς ανεπαρκής. Ο δικαστής οφείλει να προσδιορίσει επακριβώς τη φύση της ένδικης αξίωσης και τις διατάξεις στις οποίες αυτή βρίσκει έρεισμα (λ.χ. δαπάνες του εντολοδόχου βάσει του ΑΚ 722, του διοικητή αλλότριων βάσει του ΑΚ 736, του μισθωτή βάσει του ΑΚ 591, του συγκυρίου βάσει του ΑΚ 794, του νομέα βάσει των ΑΚ 11011107, ή δαπάνες που εμπίπτουν σε άλλη διάταξη όπως τα ΑΚ 1225, 1347, 1530) και αξίωση διατροφής συζύγου κατά τα ΑΚ 13891392, μεταξύ ανιόντων και κατιόντων κατά τα ΑΚ 1485 επ., διαζευγμένου κατά τα ΑΚ 1442 επ. κλπ.). — Ομοίως δεν είναι αρκετή η μνεία "αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού", αφού τέτοιες υπάρχουν πολλές και ετεροειδείς, καθεμιά με τα δικά της στοιχεία πραγματικού, με ιδιαίτερη ρύθμιση ως προς τις ενστάσεις, ως προς το βάρος απόδειξης, την τοκοδοσία, την ευθύνη για το πράγμα και για τα ωφελήματα καθώς και ως προς τις τυχόν δαπάνες πάνω στο αποδοτέο πράγμα (ΑΚ 904,905,906,911 ως προς την αξίωση αχρεωστήτου, 904, 912 ως προς την αξίωση από αιτία που έληξε ή δεν επακολούθησε, 907,911 ως προς την αξίωση από αιτία αισχρή ή παράνομη κλπ. σε συνδ. προς 908913,737,938,1063,1348,1873 επ., 2016). Ο δικαστής πρέπει επομένως να προσδιορίσει και στις περιπτώσεις πλουτισμού την ειδικότερη φύση και κατηγορία στην οποία εμπίπτει η ένδικη αξίωση.
4. Ο νομικός χαρακτηρισμός γίνεται ενεργητικά και βουλητικά, όχι παθητικά και αμέτοχα. Ο δικαστής πρέπει να εκτιμά τους ισχυρισμους των μερών με ευρύτητα και με δημιουργική "φαντασία". Να απομακρύνει τον πειρασμό της εύκολης λύσης και να επιστρατεύει την ευρηματικότητα του, έτσι ώστε ο νομικός χαρακτηρισμός να ουσιαστικοποιεί όσο είναι δυνατόν τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς. Με άλλη διατύπωση, η μελέτη των δικογράφων πρέπει να γίνεται με "επιείκεια" και χωρίς προσκόλληση στις λέξεις, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η προσφορότερη νομική υπαγωγή. Όταν είναι εξίσου δυνατοί περισσότεροι χαρακτηρισμοί, πρέπει να επιλέγεται εκείνος που διανοίγει για το διάδικο τις μεγαλύτερες πιθανότητες ουσιαστικοποίησης των δικαίων του. Παραδείγματα: — Αν ο ενάγων εργολάβος εκθέτει ότι ο εργοδότης τον απομάκρυνε αυθαίρετα από το εργοτάξιο, και ζητεί με αγωγή το σύνολο της αμοιβής του, η αγωγή μπορεί να θεμελιωθεί στο ΑΚ 700 ανεξάρτητα αν ο εργολάβος δεν κάνει λόγο για "καταγγελία" ή χρησιμοποιεί τον ανακριβή όρο "υπαναχώρηση". — Αν ο εναγόμενος προβάλλει κατά τη δεύτερη συζήτηση ή για πρώτη φορά στο εφετείο, ότι η αξιούμενη από τον ενάγοντα ζημία οφείλεται σε δικές του παραλείψεις, ο ισχυρισμός αυτός, αν και απαράδεκτος ως ένσταση ΑΚ 300, αφού προτείνεται μετά την πρώτη συζήτηση, μπορεί να εκτιμηθεί ως αμφισβήτηση του αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια ότι η ζημία δεν είναι απότοκη της συμπεριφοράς του εναγομένου. — Αν ο ενάγων στηρίζει το κληρονομικό του δικαίωμα σε ορισμένη διαθήκη ως μυστική, που είναι όμως γραμμένη από το χέρι του διαθέτη, χρονολογημένη και υπογεγραμμένη από αυτόν, το δικαστήριο οφείλει, κατ' εφαρμογή του ΑΚ 1747, να δεχτεί ως εμπεριεχόμενη στην αγωγή και βάση ιδιόγραφης διαθήκης, έστω κι αν ο ενάγων δεν την επικαλείται ως ιδιόγραφη. — Αν ο ενάγων προβάλλει αφηρημένη αναγνώριση (ΑΚ 873), για την οποία όμως δεν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι (επειδή λ.χ. μνημονεύεται στο έγγραφο η αιτία), το δικαστήριο πρέπει να ερευνήσει αν ο σχετικός ισχυρισμός είναι δυνατόν να εκληφθεί ως "αιτιώδης αναγνώριση", ως αντένσταση αναγνώρισης κατά της τυχόν ένστασης παραγραφής, σύμφωνα με τα ΑΚ 260, 272 § 2 εδ. β', 276, ή έστω, ως απλή επίκληση εξώδικης ομολογίας του αντιδίκου. — Αν ζητούνται τόκοι δικονομικοί (ΑΚ 346), ενυπάρχει και επίκληση όχλησης με την επίδοση της αγωγής, οπότε μπορούν να επιδικαστούν και ως τόκοι υπερημερίας (ΑΚ 340, 345). — Αν ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είχε δώσει στον εναγόμενο 2 εκατομμύρια δρχ., προκειμένου να προβεί αυτός σε αγορά για λογαριασμό του (ενάγοντος) και ότι ο εναγόμενος πέτυχε την αγορά αντί 1 μόνο εκατ., κράτησε όμως τη διαφορά με την ψευδή αιτιολογία ότι πλήρωσε το σύνολο του ποσού που του είχε δοθεί, και με την αγωγή ζητείται η διαφορά αυτή βάσει του αδικήματος, εντόκως όμως από την καταβολή του ποσού στα χέρια του εναγομένου, προσφορότερος είναι ο χαρακτηρισμός της ως αξίωσης κατά του εντολοδόχου για την απόδοση του επιπλέον ποσού που είχε λάβει για την εκτέλεση της εντολής (ΑΚ 719 εδ. α) ή ως αναζήτησης βάσει του αδικαιολόγητου πλουτισμού (για αιτία που δεν επακολούθησε), αφού έτσι βρίσκει έρεισμα και το αγωγικό αίτημα τοκοδοσίας (ΑΚ 720, 912 § 1), που αλλιώς θα έπρεπε να απορριφθεί για τον προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής χρόνο. Η τελευταία αυτή θεμελίωση δεν εμποδίζεται από την επικουρικότητα των απαιτήσεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αν εκτιμηθεί ότι η απαίτηση αυτή στηρίζεται, κατά το αγωγικό δικόγραφο χωρίς επίκληση δόλου it (γνώσης) του εναγομένου, οπότε δεν συντρέχει, βάσει της αγωγής, αξίωση από αδίκημα. Αν όμως με όμοια αγωγή ζητείται και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ 932), απαγγελία προσωπικής κράτησης (ΚΠολΔ 1047) ή, σε περίπτωση περισσότερων εναγομένων, καταδίκη τους εις ολόκληρον (ΑΚ 926), ενδέχεται να είναι προσφορότερη η θεμελίωση της στο αδίκημα, αφού με τη στήριξη της στο ΑΚ 719 ή στον αδικαιολόγητο πλουτισμό τα αιτήματα αυτά θα απορριφθούν ως μη νόμιμα. — Αν ο ενάγων ζητεί αποζημίωση λόγω φθορών που προκλήθηκαν στα ρούχα που είχε δώσει στο καθαριστήριο, προσφορότερη είναι η θεμελίωση της αξίωσης στην ενδοσυμβατική ευθύνη (ΑΚ 685 § 1) και όχι στην αδικοπραξία, αφού η πρώτη απαλλάσσει τον ενάγοντα από την απόδειξη πταίσματος, με την επιφύλαξη πάντως της δυνατότητας του εναγομένου να προβάλει γεγονός απαλλαγής του (ΑΚ 336). Αντίθετα, αν η αγωγή αυτή χαρακτηριστεί ως στηριζόμενη σε αδικοπραξία, το πταίσμα θα πρέπει να αποδειχθεί από τον ενάγοντα (ΑΚ 914), του οποίου άρα η διαδικαστική θέση καθίσταται επαχθέστερη. — Εκπρόθεσμη αντίθετη έφεση μπορεί να εκτιμηθεί ως αντέφεση. — Ανταγωγή για την οποία δεν έχει καταβληθεί το αναγκαίο αγωγόσημο μπορεί να θεωρηθεί ως ένσταση συμψηφισμού (ΑΚ 440 επ.). Σε κάθε περίπτωση ο δικαστής οφείλει να αναζητήσει και να υιοθετήσει το χαρακτηρισμό που εμφανίζεται ως περισσότερο εύλογος και συμφέρει περισσότερο το διάδικο που τον προτείνει.
II. Η εκτίμηση των αποδείξεων.
Η αναζήτηση της αλήθειας αποκλειστικά μέσα στη δικογραφία αποτελεί ουτοπία. Η ανάγνωση των αποδεικτικών εγγράφων, των μαρτυρικών καταθέσεων και των λοιπών αποδείξεων, καθώς και η συγκριτική στάθμιση τους, είναι βέβαια απαραίτητη. Δεν είναι όμως αρκετή. Εκείνο που προέχει είναι η προσεχτική λογική κατεργασία των δεδομένων με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Ο δικαστής πρέπει κατά την αναζήτηση της αλήθειας να επιστρατεύει την εμπειρία του και να ενεργοποιεί την κριτική του ικανότητα. Ας προσπαθήσουμε τώρα να εκθέσουμε τους κυριότερους κατευθυντήριους μεθοδολογικούς κανόνες :
1. Διαβάζοντας την αγωγή ο δικαστής σκέπτεται, ασυναίσθητα σχεδόν, την αληθοφάνεια των ιστορικών στοιχείων τα οποία εκτίθενται. Κατά το στάδιο όμως αυτό κάθε προκατάληψη, ιδίως η ασυνείδητη, μπορεί να δεσμεύσει την κρίση και τη διαθεσιμότητα της σκέψης του. Πρέπει λοιπόν να φυλάγεται από τον κίνδυνο των πρόωρων συμπερασμάτων.
2. Όταν για την ευδοκίμηση ορισμένου ισχυρισμού συναπαιτούνται περισσότερα στοιχεία, αυτά είναι αποδεικτικώς ισοδύναμα. Αν οποιοδήποτε από αυτά μείνει αναπόδεικτο, η αγωγή ή άλλος ισχυρισμός θα απορριφθεί. Ορισμένο όμως ή ορισμένα από τα στοιχεία αυτά είναι δυνατόν να προέχουν ως λογικώς πρωταρχικά. Λ.χ. στην αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας δικαιοπραξίας ως καταπλεονεκτικής (ΑΚ 179) προέχει η προφανής ανισότητα των εκατέρωθεν παροχών, έπεται η "ανάγκη, κουφότητα ή απειρία", που λογικώς προϋποθέτουν την ανισότητα των παροχών και ακολουθεί, έσχατο, αν και εξίσου αποδεικτικώς αναγκαίο, το στοιχείο της εκμετάλλευσης, που προϋποθέτει τα δύο προηγούμενα. Ανάλογη παρατήρηση ισχύει για την αγωγή του ΑΚ 388, όπου προέχει το στοιχείο της συμβατικής στήριξης της αμφοτεροβαρούς ενοχής σε ορισμένα περιστατικά, έπεται το στοιχείο της μεταβολής τους, ακολουθεί το στοιχείο του απρόοπτου και ως επακόλουθο έρχεται η υπέρμετρη επιβάρυνση του ενός των μερών. Ωστόσο, από αποδεικτική σκοπιά το τελευταίο αυτό στοιχείο μπορεί να θεωρηθεί και το προέχον, υπό την έννοια ότι, αν αυτό δεν αποδεικνύεται, όλα τα λοιπά παρέλκουν. Έτσι το στοιχείο αυτό, αντίθετα προς άλλα (λ.χ. τη μεταβολή των καθοριστικών περιστατικών) έχει αυτάρκεια και η έλλειψη του άγει σε απόρριψη της αγωγής χωρίς εξέταση των λοιπών όρων. Σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλλεται καταρχήν η κατά τη λογική σειρά διερεύνηση της ουσίας. Αυτό υπαγορεύει η αρχή της οικονομίας της δίκης και της δικαστικής ενέργειας. Πάντως τα στοιχεία που συναπαιτούνται βρίσκονται συνήθως μεταξύ τους σε λογική συνάρτηση, έτσι ώστε συχνά η απόδειξη ή όχι του ενός προκρίνει και την αποδεικτική τύχη του άλλου.
3. Η προσφορότερη σειρά για τη μελέτη των αποδείξεων είναι από εκείνες που παρέχουν μείζονα ασφάλεια και βεβαιότητα (λ.χ. τα έγγραφα) προς τις επισφαλέστερες (λ.χ. τους μάρτυρες). Διότι με τη μελέτη των ασφαλέστερων και σαφέστερων αποδείξεων ο δικαστής σχηματίζει ένα πλέγμα από αναμφισβήτητα δεδομένα, το οποίο χρησιμοποιεί κατόπιν ως κριτήριο για τη στάθμιση της αξιοπιστίας και της αποδεικτικής αξίας των λοιπών αποδείξεων. Έτσι, αν πρόκειται για αυτοκινητικό ατύχημα, αρχίζουμε πάντα από το επίσημο σχεδιάγραμμα, γιατί αυτό αποτελεί σχεδόν πάντα το αναμφισβήτητο σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίστηκε το ατύχημα. Αν πρόκειται για ενοχή από γραπτή σύμβαση, η έρευνα της ουσίας αρχίζει από την ανάγνωση της σύμβασης. Γενικότερα, όσα έγγραφα παρέχουν άμεση και ασφαλή απόδειξη πρέπει να μελετηθούν πρώτα και να τεθούν ως βάση για την εκτίμηση και αξιολόγηση των λοιπών αποδείξεων, η οποία θα ακολουθήσει.
4. Τα έγγραφα πρέπει να διαβάζονται ολόκληρα ή τουλάχιστον κατά τα κρίσιμα σημεία τους που αναφέρονται στην ένδικη διαφορά. Η αποσπασματική ανάγνωση μεμονωμένων περικοπών είναι συχνά παραπλανητική. Η συνολική γνώση του εγγράφου αποκαλύπτει την πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων και μερικές φορές φωτίζει το νόημα μιας συμβατικής ρήτρας ή της επίμαχης διάταξης διαθήκης, που αλλιώς θα παρέμενε αμφίβολο.
5. Οι διάφορες αποδείξεις (λ.χ. έγγραφα, μαρτυρίες) πρέπει να αντιπαραβάλλονται και να ελέγχονται και επαληθεύονται αμοιβαίως. Μετά την ανάγνωση και αξιολόγηση κάθε απόδειξης επιβάλλεται η σύγκριση της με τις λοιπές. Από μια τέτοια κριτική συνεκτίμηση προκύπτει η αλήθεια. Η συνεκτίμηση όμως αυτή συχνά επιβάλλει και μια δεύτερη ανάγνωση, κατά την οποία ο δικαστής έχει ήδη διεξέλθει μιά φορά το σύνολο του αποδεικτικού υλικού κι επομένως διαβάζει πλέον κάθε τι με επίγνωση όλων των λοιπών.
6. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι χρονολογίες, ιδίως αυτές που προκύπτουν από τα έγγραφα. Η διαδοχή των γεγονότων είναι συχνά από μόνη της αποκαλυπτική. Η αλήθεια αναδεικνύεται από τη συγκριτική εξέταση της χρονολογικής σειράς των γεγονότων.
7. Χρήσιμη, σε δυσχερείς ιδίως υποθέσεις, είναι η αντιπαράθεση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων σε δίπτυχο πίνακα με τα υπέρ και τα κατά, αντικριστά. Έτσι καταφαίνεται εναργέστερα ο συσχετισμός των εκατέρωθεν στοιχείων και γίνεται εμφανέστερη η συγκριτική αξία και η χρονολογική τάξη τους. Ένας τέτοιος πίνακας, περιλαμβανόμενος στο υπομνηστικό σημείωμα, κάνει ανετότερη τη συνολική αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ευχερέστερη την επανεκτίμηση των στοιχείων που πρέπει να σταθμιστούν.
8. Όταν υπάρχει πραγματογνωμοσύνη, δεν αρκεί η ανάγνωση του τελικού πορίσματος. Επιβάλλεται η συνολική μελέτη της, που θα αποκαλύψει τη συλλογιστική πορεία του πραγματογνώμονα και τα τυχόν ασθενή της σημεία. Η προσεχτική παρατήρηση των διαστάσεων, των σχημάτων, των κλίσεων και του προσανατολισμού των ακινήτων που έχουν αποτυπωθεί στα συνοδευτικά τοπογραφικά διαγράμματα, σε συνδυασμό προς εκείνα που είναι συνημμένα στα μεταβιβαστικά συμβόλαια, βοηθεί συχνά στη συναγωγή κρίσιμων συμπερασμάτων. Όταν υπάρχουν περισσότερα σχεδιαγράμματα, η σύμπτωση τους ή οι διαφορές τους αποκαλύπτονται ευκολότερα αν επιτεθούν επάλληλα και φωτιστούν από πίσω (λ.χ. τοποθετηθούν στο τζάμι ενώ επικρατεί εξωτερικό φως). Η χρησιμοποίηση υποδεκάμετρου, για την επαλήθευση, σύγκριση ή τροπή της κλίμακας των σχεδιαγραμμάτων είναι συχνά απαραίτητη.
9. Αν ο δικαστής δεν μπορεί να καταλήξει σε ασφαλές πόρισμα, έχει πάντοτε την ευχέρεια να διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους για να τους υποβάλει ερωτήσεις ή να τους ζητήσει διασαφήσεις (ΚΠολΔ 245), να διατάξει νέες αποδείξεις (ΚΠολΔ 344, 270 § 6), να διατάξει την εκ νέου εξέταση των μαρτύρων (ΚΠολΔ 411), να ζητήσει διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους πραγματογνώμονες (ΚΠολΔ 384), να παραγγείλει την επανάληψη ή συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης (ΚΠολΔ 388), να διατάξει την εξέταση των διαδίκων ως μαρτύρων (ΚΠολΔ 417), να επιβάλει εκτιμητικό όρκο (ΚΠολΔ 431), καθώς και να διατάξει επανάληψη της συζήτησης (ΚΠολΔ 254).
III. Η διατύπωση της απόφασης.
Η απόφαση αποτελεί τη σύνθεση. Στο στάδιο αυτό ο δικαστής, αφού ολοκλήρωσε την έρευνα της ένδικης διαφοράς και σχημάτισε τη δικαιοδοτική του κρίση, καλείται να καταστρώσει την απόφαση.
Αν η υπόθεση πρόκειται να περάσει από διάσκεψη, ο εισηγητής πρέπει να είναι σε θέση, συμβουλευόμενος το υπομνηστικό του σημείωμα, να αναπτύξει όλα τα νομικά και πραγματικά ζητήματα και να προτείνει συγκεκριμένες λύσεις. Δεν πρέπει όμως να έχει συντάξει ήδη την απόφαση. Διότι η διάσκεψη παρέχει την ευκαιρία μιας νέας εμβάθυνσης στα προβλήματα και ο δικαστής πρέπει να είναι νοητικά και ψυχικά διαθέσιμος να συζητήσει τις διαφορετικές τυχόν απόψεις των συναδέλφων του. Η διατυπωμένη ήδη απόφαση κι αυτούς αποθαρρύνει και τους κάνει διστακτικούς να υποστηρίξουν διαφορετικές σκέψεις. Όταν το κάνουν, το αποτέλεσμα είναι συχνά η διατύπωση μειοψηφιών που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί αν η υπόθεση είχε περάσει από τη διάσκεψη χωρίς να είναι διατυπωμένη ήδη η απόφαση.
Η απόφαση πρέπει να εμφανίζει λογική σειρά, από το παραδεκτό στο νόμω βάσιμο κι απ' αυτό στο ουσία βάσιμο, στην έκθεση δηλαδή της αποδεικτικής σκέψης και του αποδεικτικού πορίσματος, με κατακλείδα το διατακτικό. Το διατακτικό επιβάλλεται να είναι σαφές, συγκεκριμένο, πλήρες. Να καλύπτει όλα τα αγωγικά κλπ. αιτήματα. Για να αποτραπούν παραλείψεις, είναι σκόπιμο κατά την κατάρτιση του διατακτικού ο δικαστής να έχει κάτω από τα μάτια του το αγωγικό αίτημα, προσέχοντας βέβαια μήπως ο ενάγων το έχει περιορίσει με τις προτάσεις.
Για να αποφευχθούν χάσματα, παρεκβάσεις, παλινωδίες και επαναλήψεις είναι σκόπιμο ο δικαστής, πριν αρχίσει να γράφει την απόφαση, να έχει σημειώσει σε πρόχειρο πλάνο τη δομή της, την τάξη της ανάπτυξης των ζητημάτων και των λύσεων.
Η διατύπωση πρέπει να είναι λιτή και σαφής. Φράσεις μικρές και εύληπτες, σε σύνταξη παρατακτική. Ρητορείες, πομπώδεις εκφράσεις, λεκτική εκζήτηση δεν έχουν θέση. Το ύφος να είναι αναλυτικό, εξηγητικό και αποδεικτικό. Αφανάτιστο και νηφάλιο, όχι όμως ενδοιαστικό. Οι λύσεις να είναι τεκμηριωμένες με μνεία των συγκεκριμένων διατάξεων με τις αναγκαίες όχι όμως πλεοναστικές ή επιδεικτικές παραπομπές σε έγκυρα συγγράμματα και νομολογία. Περισσές νομικές αναπτύξεις και ιδίως η έκθεση θεωριών πρέπει να αποφεύγονται. Επιβάλλεται όμως η μετρημένη νομική ανάπτυξη εκεί όπου ανακύπτουν θέματα αξιόλογα ή δυσχερή ή όπου πρέπει να ξεκαθαριστεί η θέση του δικαστηρίου σε κάποιο εριζόμενο νομικό ζήτημα καθώς και αν πρόκειται να ανακληθεί σκέψη ή διάταξη προπαρασκευαστικής απόφασης που προηγήθηκε, και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις.
Η επανάληψη του περιεχομένου της αγωγής στην απόφαση είναι περιττή, εκτός αν είναι αναγκαία ερμηνευτική εκτίμηση του δικογράφου ή αν συντρέχει άλλος ειδικός λόγος. Μόνη η αφηγηματική τάχαπληρότητα της απόφασης δεν δικαιολογεί τη λεπτομερή αναφορά στο περιεχόμενο της αγωγής. Διότι η απόφαση δεν απευθύνεται σε τρίτους αναγνώστες αλλά στους διαδίκους, οι οποίοι ξέρουν πολύ καλά τι λέει η αγωγή και περιμένουν από το δικαστή όχι να τουςτην επαναλάβει αλλά να τους εκθέσει τι αποφασίζει και γιατί. Έτσι η επανάληψη του περιεχομένου της αγωγής μαρτυρεί συνήθως αμηχανία και αποτελεί μάταιο πλεονασμό που καταπονεί απλώς το δικαστή και τους διαδίκους χωρίς κανένα όφελος. Αν λοιπόν πρόκειται για διεκδικητική αγωγή, αρκεί συνήθως η ακόλουθη διατύπωση: "Ο ενάγων διεκδικεί το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο (ΑΚ1094επ.) επικαλούμενος ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα με τρόπο παράγωγο (ΑΚ 1033,1192), και πρωτότυπο (ΑΚ 1041, επικουρικώς και 1045) και ότι ο εναγόμενος το κατέλαβε προσφάτως". Αν πρόκειται για αγωγή ακυρότητας λόγω αισχροκέρδειας, αρκεί καταρχήν η μνεία: "Ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί ότι η αναφερόμενη σύμβαση (πώληση και μεταβίβαση ακινήτου) είναι άκυρη ως αισχροκερδής κατά τους όρους του ΑΚ 179", ή "… λόγω προφανούς δυσαναλογίας των εκατέρωθεν παροχών την οποία ο εναγόμενος πέτυχε με την εκμετάλλευση της ανάγκης του, την οποία και εκθέτει (ΑΚ 179)". Αν πρόκειται για αξίωση από αυτοκινητικό ατύχημα, αρκεί συνήθως να αναφέρεται: "Με την αγωγή ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω φθορών οχήματος και τραυματισμού από αυτοκινητικό ατύχημα (σύγκρουση), έναντι του οδηγού, ως υπαιτίου, του κυρίου και του κατόχου του ζημιογόνου οχήματος, ο οποίος και είχε προστήσει τον υπαίτιο οδηγό (άρθρα 297, 298, 330 εδ. β, 481, 914, 922, 926,929,932 ΑΚ, 2,4,10 ν. ΓπΝ/11) καθώς και έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας που είχε αναλάβει την κάλυψη της αστικής ευθύνης από την κίνηση του οχήματος (άρθρο 10 § 1 ν. 489/76), νομιμοτόκως (ΑΚ 346) και η απαγγελία προσωπικής κράτησης (ΚΠολΔ 1047)".
Επικουρικές σκέψεις μπορεί να είναι χρήσιμες όταν τείνουν στην επιβεβαίωση της ίδιας λύσης, χωρίς μεταβολή της θεμελίωσης, του διατακτικού ή του δεδικασμένου. Στην αντίθετη περίπτωση (λ.χ.ότανη κύρια σκέψη άγει σε απαράδεκτο ενώ η επικουρική σε νόμω ή ουσία αβάσιμο) πρέπει να αποφεύγονται, διότι προκαλούν δικονομικά ζητήματα ιδίως κατά την προσβολή της απόφασης με ένδικα μέσα και κατά την αντικειμενική οριοθέτηση του δεδικασμένου.
Επίσης άσκοπες, αν όχι επιβλαβείς, είναι επικουρικές σκέψεις περιττές, ιδίως όταν εμφανίζουν την απόφαση ως επαμφοτερίζουσα και αβέβαιη.
Η απόφαση πρέπει, αφού διατυπωθεί, να ξαναδιαβαστεί με μεγάλη προσοχή, λέξη προς λέξη, προκειμένου να επαληθευτούν τα ονόματα, οι αριθμοί, οι σκέψεις, η ορολογία, να ελεγχθεί, με τη βοήθεια του υπομνηστικού σημειώματος, η πληρότητα , η ορθότητα, καθώς και η σαφήνεια, η σύνταξη και η στίξη. Το ξαναδιάβασμα της απόφασης είναι τόσο σπουδαίο όσο και η ίδια η διατύπωση της. Γιατί στο στάδιο αυτό ο δικαστής θα έχει την ευκαιρία να ξαναδεί το κείμενο που συνέταξε, να το συμπληρώσει, να το βελτιώσει και να βεβαιωθεί ότι είναι ώριμο για να δημοσιευτεί ως δικαστική απόφαση.
του Στέφανου Ματθία (1935 – 2009)
Προέδρου Αρείου Πάγου επί τιμή (1996 – 2002)
Ιδρυτή και πρώτου Διευθυντή της Εθνικής Σχολής Δικαστών ~~~~~~~
*Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη»,
έτος 1990 / 27