Σε συνέντευξή του στο CNN Greece o Δημήτρης Τσαραπατσάνης, επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή στο πανεπιστήμιο του York στη Μεγάλη Βρετανία, επισημαίνει πως «όλοι συναινούν ότι ο εμβολιασμός δεν μπορεί να καταστεί «υποχρεωτικός» αν με αυτό εννοούμε την άμεση επέμβαση στο σώμα του προσώπου χωρίς συναίνεση ή, δευτερευόντως, την επιβολή ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παράλειψης εμβολιασμού.»
Ωστόσο, προσθέτει ότι: «Η νομολογία των ελληνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων γενικά κατατείνει στην αναγνώριση της νομιμότητας των ηπιότερων κυρώσεων/δυσμενών συνεπειών υπό τον όρο της τήρησης κάποιων ελάχιστων διαδικαστικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων».
Ο Δημήτρης Τσαραπατσάνης υπογραμμίζει ότι: «Πολύ πιο περίπλοκο νομικά από τα παραπάνω είναι το ζήτημα αν και ιδιώτες, όπως οι εργοδότες, μπορούν να ενεργοποιήσουν κυρώσεις (που να φτάνουν μέχρι και τη δυνατότητα νόμιμης απόλυσης) κατά εργαζομένων που παραμένουν ανεμβολίαστοι. Η νομιμότητα θα πρέπει να κριθεί ανά περίπτωση μεν, αλλά, κατά τη γνώμη μου, ο γενικός κανόνας πρέπει να είναι ότι οι συγκεκριμένες κυρώσεις είναι καταρχήν παράνομες, πρώτον, γιατί θα είναι πιθανότατα καταχρηστικές δεδομένης της άνισης διαπραγματευτικής δύναμης εργοδοτών και εργαζομένων και της συνακόλουθης δυσκολίας αποτελεσματικού ελέγχου της αυθαιρεσίας των εργοδοτών και, δεύτερον, γιατί προσκρούουν στην πρόσθετη δυσκολία ότι προστίθενται μια σειρά από παραμέτρους δύσκολα ελέγξιμες (φερ’ ειπείν, μπορεί εργαζόμενος δικαιολογημένα να μην εμβολιαστεί για λόγους υγείας ή απλά να μην μπόρεσε de facto)».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Δημήτρη Τσαραπατσάνη στο CNN Greece:
-Κύριε Τσαραπατσάνη, από τη σκοπιά των φιλελεύθερων συνταγμάτων, θα μπορούσε να είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός για τον κορωνοϊό;
-Για να απαντήσουμε ικανοποιητικά στο ερώτημα, θα πρέπει προηγουμένως να προβούμε σε μια διάκριση που στις σχετικές συζητήσεις σπανίως γίνεται.
Όταν αναρωτιόμαστε αν το Σύνταγμα ή κάποια διεθνής σύμβαση απαγορεύουν ή επιτρέπουν το τάδε ή το δείνα, και ιδίως στο μέτρο που οι εκάστοτε απαντήσεις προϋποθέτουν την ερμηνεία γενικών και αφηρημένα διατυπωμένων κανόνων που μπορούν να ερμηνευθούν με περισσότερους του ενός τρόπους, πρέπει να ξεχωρίζουμε μεταξύ της γνώμης των συνταγματολόγων/συνταγματολογούντων και της νομολογίας των δικαστηρίων.
Μόνο η τελευταία παράγει νομική δεσμευτικότητα, και μπορεί κάλλιστα να διαφέρει από εκείνη των πρώτων. Άλλωστε, συνηθέστατο είναι και το φαινόμενο οι συνταγματολογούντες να διαφωνούν μεταξύ τους ως προς την ορθότερη ερμηνεία του συντάγματος.
Είναι λοιπόν απαραίτητο, όταν εκφέρουμε γνώμη για ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του συντάγματος (ή άλλων αφηρημένα διατυπωμένων κειμένων που κατοχυρώνουν δικαιώματα) να διακρίνουμε με σαφήνεια την υποκειμενική μας γνώμη από την εκάστοτε κυρίαρχη νομολογιακή γραμμή (αν αυτές διαφοροποιούνται).
Τώρα, ξεκινώ από την γενικά αποδεκτή θέση ότι τα περισσότερα συντάγματα των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, αλλά και διεθνείς συμβάσεις, με κυριότερη (στην περίπτωση της Ελλάδας) την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και την Eυρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Βιοϊατρική, περιλαμβάνουν μια σειρά από διατάξεις που εγγυώνται (ή ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι εγγυώνται) το δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα, ως ειδικότερη έκφανση του γενικότερου δικαιώματος του προσώπου στην αυτοδιάθεση.
Το δικαίωμα αυτό καταρχήν συνεπάγεται ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση στο σώμα του προσώπου, συμπεριλαμβανομένου του εμβολιασμού, χωρίς ρητή ενημερωμένη συναίνεσή του. Υπό την έννοια αυτή, όλοι συναινούν ότι ο εμβολιασμός δεν μπορεί να καταστεί «υποχρεωτικός» αν με αυτό εννοούμε την άμεση επέμβαση στο σώμα του προσώπου χωρίς συναίνεση ή, δευτερευόντως, την επιβολή ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παράλειψης εμβολιασμού.
Και φαίνεται ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις από αυτήν την απαγόρευση της «υποχρεωτικότητας» έτσι εννοούμενης στις δυτικές και εν γένει ευρωπαϊκές χώρες.
-Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, είναι συμβατές με το σύνταγμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις σε όσους αρνούνται να εμβολιαστούν; Μέχρι ποιου σημείου μπορούν να φτάσουν αυτές οι επιπτώσεις;
– Πέραν αυτού όμως, το κύριο ερώτημα που τίθεται είναι αν η «υποχρεωτικότητα» μπορεί να λάβει μια διαφορετική διάσταση και, πιο συγκεκριμένα, αν μπορούν να προβλεφθούν ηπιότερες κυρώσεις (όχι ποινικές) ή, γενικότερα, δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση παράλειψης εμβολιασμού. Κλασικά παραδείγματα τέτοιων κυρώσεων και συνεπειών είναι, φερ’ ειπείν, η άρνηση εγγραφής παιδιού σε σχολείο αν δεν έχει προηγουμένως εμβολιαστεί. Εξάλλου, σημαντικό είναι και το συναφές ερώτημα αν υπάρχουν ειδικές κατηγορίες προσώπων με ειδικές υποχρεώσεις και ευθύνες (φερ’ ειπείν, το υγειονομικό προσωπικό ή οι εργαζόμενοι σε δομές φροντίδας ηλικιωμένων) για τις οποίες να μπορεί να δικαιολογείται να προβλεφθούν, σε περίπτωση μη εμβολιασμού, αυστηρότερες κυρώσεις από εκείνες που επιτρέπεται συνταγματικά να προβλεφθούν για τον γενικό πληθυσμό.
Το γενικό σκεπτικό με το οποίο αντιμετωπίζονται αυτές οι περιπτώσεις είναι το εξής: Η επιβολή κυρώσεων/δυσμενών συνεπειών (με διαφορετικά επίπεδα αυστηρότητας ανά κατηγορία) επιχειρείται να δικαιολογηθεί ως θεμιτός περιορισμός του δικαιώματος στη σωματική αυτοδιάθεση με σκοπό την προστασία είτε της δημόσιας υγείας ως γενικού σκοπού, είτε των ατομικών δικαιωμάτων των τρίτων στη σωματική ακεραιότητα και υγεία τους.
Το προφανές πραγματολογικό δεδομένο είναι ότι η επίτευξη ανοσίας προϋποθέτει την συμμετοχή στον εμβολιασμό αν όχι συνολικά του πληθυσμού, πάντως του μεγαλύτερου τμήματός του. Περαιτέρω, οι θεμιτές μορφές του περιορισμού του δικαιώματος στη σωματική αυτοδιάθεση έστω με πρόβλεψη ηπιότερων κυρώσεων προσδιορίζονται μέσω της «εναρμόνισης» των ανωτέρω συγκρουόμενων δικαιωμάτων υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας. Η εκάστοτε συγκεκριμένη εναρμόνιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων θα κριθεί με αναφορά στους συγκεκριμένους πραγματικούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία από την εξάπλωση της (εκάστοτε) ασθένειας, αλλά και με τη λήψη αντίστοιχα υπόψη των κινδύνων για την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα του προσώπου που μπορεί να προκύψει από τον ίδιο τον εμβολιασμό. Αυτό είναι το κεντρικό σκεπτικό στο οποίο βασίζεται η άποψη ότι οι ηπιότερες κυρώσεις σε περίπτωση παράλειψης εμβολιασμού μπορούν και να δικαιολογούνται υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο, η νομολογία των ελληνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων γενικά κατατείνει στην αναγνώριση της νομιμότητας των ηπιότερων κυρώσεων/δυσμενών συνεπειών υπό τον όρο της τήρησης κάποιων ελάχιστων διαδικαστικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων. Ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, οι κυρώσεις σε περίπτωση παράλειψης εμβολιασμού θα πρέπει να προβλέπονται από νόμο.
Εξάλλου, θα πρέπει να ρυθμίζονται και κάποιες ειδικότερες εξαιρέσεις για ειδικές περιπτώσεις προσώπων, για τις οποίες ιατρικά δικαιολογείται η παράλειψη εμβολιασμού. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, έγινε πρόσφατα δεκτό τόσο από το Συμβούλιο της Επικρατείας (απόφαση 2387/2020 του Δ΄ Τμήματος), όσο και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση Vavricka και λοιποί κατά της Δημοκρατίας της Τσεχίας) ότι είναι σύμφωνες με το σύνταγμα και την ΕΣΔΑ αντιστοίχως οι ρυθμίσεις με τις οποίες προβλέπεται η δυσμενής συνέπεια της μη εγγραφής σε σχολείο ή προσχολική δομή αν παραλειφθεί ο εμβολιασμός του προς εγγραφή παιδιού. Και οι δύο αυτές αποφάσεις έχουν υποστεί κριτική από διαφορετικές οπτικές γωνίες, αλλά αποτελούν νομικά δεσμευτικές ερμηνείες που, εν τέλει, επιτρέπουν στο νομοθέτη την πρόβλεψη της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού υπό την έννοια της επιβολής ηπιότερων κυρώσεων σε περίπτωση παράλειψης.
Τώρα, ποιες θα πρέπει να είναι οι εκάστοτε νόμιμες τέτοιες κυρώσεις θα μπορεί να κριθεί μόνο ανά περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.
Έτσι, για να επανέλθουμε στην διάκριση που κάναμε παραπάνω, για κάποιες κατηγορίες προσώπων (υγειονομικό προσωπικό ή εργαζόμενοι σε οίκους ευγηρίας που έρχονται σε επαφή με ευάλωτες ομάδες) μπορεί να προβλέπονται πιο αυστηρές κυρώσεις (ενδεχομένως, ανάλογα με τις περιστάσεις, ακόμη και δυνατότητα απόλυσης) σε σχέση με εκείνες που νόμιμα μπορεί να προβλεφθούν για το γενικό πληθυσμό. Είναι, εξάλλου, προφανές ότι θα πρέπει να ληφθεί συγκεκριμένα υπόψη και ο στόχος και τα συγκείμενα του εμβολιασμού (π.χ. η αντιμετώπιση μιας ενεργής πανδημίας όπως στην περίπτωση του Covid-19).
Πολύ πιο περίπλοκο νομικά από τα παραπάνω είναι το ζήτημα αν και ιδιώτες, όπως οι εργοδότες, μπορούν να ενεργοποιήσουν κυρώσεις (που να φτάνουν μέχρι και τη δυνατότητα νόμιμης απόλυσης) κατά εργαζομένων που παραμένουν ανεμβολίαστοι. Η νομιμότητα θα πρέπει να κριθεί ανά περίπτωση μεν, αλλά, κατά τη γνώμη μου, ο γενικός κανόνας πρέπει να είναι ότι οι συγκεκριμένες κυρώσεις είναι καταρχήν παράνομες, πρώτον, γιατί θα είναι πιθανότατα καταχρηστικές δεδομένης της άνισης διαπραγματευτικής δύναμης εργοδοτών και εργαζομένων και της συνακόλουθης δυσκολίας αποτελεσματικού ελέγχου της αυθαιρεσίας των εργοδοτών και, δεύτερον, γιατί προσκρούουν στην πρόσθετη δυσκολία ότι προστίθενται μια σειρά από παραμέτρους δύσκολα ελέγξιμες (φερ’ ειπείν, μπορεί εργαζόμενος δικαιολογημένα να μην εμβολιαστεί για λόγους υγείας ή απλά να μην μπόρεσε de facto).
Τέτοιο μαχητό τεκμήριο κατά της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων από την πλευρά των εργοδοτών θα μπορούσε ενδεχομένως να ανατραπεί, ωστόσο, όσον αφορά ειδικές περιπτώσεις εργαζομένων με ειδικές υποχρεώσεις, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος παραπάνω.
-Εντέλει, πώς μπορούμε να χαράξουμε με σιγουριά το όριο ανάμεσα στο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος και την ανάγκη προστασίας της δημόσιας Υγείας;
-Κατά τη γνώμη μου, η μόνη έντιμη απάντηση είναι ότι δεν μπορούμε να χαράξουμε το όριο αυτό «με σιγουριά», εάν με αυτό εννοούμε την εναρμόνιση των συγκρουόμενων αφηρημένων αγαθών της σωματικής αυτοδιάθεσης και της δημόσιας υγείας πέραν πάσας πολιτικής και αξιολογικής αμφισβήτησης.
Πρώτον, δεν υπάρχει συμφωνία ούτε ως προς την καλύτερη ερμηνεία αυτών των αφηρημένων αγαθών, ούτε ως προς τον τρόπο πρακτικής εναρμόνισής τους για όλες τις δυνατές περιπτώσεις. Τα πράγματα είναι νομικά (και ίσως και πολιτικά) ξεκάθαρα για ένα συγκεκριμένο εύρος περιπτώσεων (απαγόρευση εμβολιασμού με τη χρήση φυσικής βίας ή ποινικών κυρώσεων και, αντίστοιχα, δικαιολόγηση της υποχρέωσης εμβολιασμού για ειδικότερες κατηγορίες προσώπων), αλλά παραμένουν πολλές περιπτώσεις για τις οποίες υφίστανται σοβαρές και μάλλον δυσεπίλυτες διαφωνίες, ιδίως ως προς το τι πρέπει να λογίζεται ως κύρωση σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, η συζήτηση στο πλαίσιο της παρούσας πανδημίας λαμβάνει χώρα σε ευρύτερα πραγματολογικά συγκείμενα που επίσης εγείρουν αμφισβητήσεις και πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Λόγου χάρη, η πραγματική έκταση του φαινομένου των λεγόμενων «αρνητών» εμβολιασμού, που είναι κρίσιμη για την δικαιολόγηση της υποχρεωτικότητας, παραμένει άγνωστη, ενώ η κυβέρνηση σαφώς για δικούς της ιδιοτελείς σκοπούς και πολλές φορές με εξαιρετικά χοντροκομμένο τρόπο (απόκρυψη-μετατόπιση ευθυνών ως προς την διαχείριση του προγράμματος εμβολιασμού για τον Covid-19) τείνει να το υπερεκτιμά ή πάντως να το υπερτονίζει.
Το γεγονός παραμένει ότι μόνο μετά την ολοκλήρωση της παρούσας φάσης του προγράμματος εμβολιασμού για τον Covid-19 θα μπορούμε να γνωρίζουμε με συγκεκριμένα πλέον στοιχεία αν το κόστος στα ατομικά δικαιώματα μιας θέσπισης υποχρέωσης εμβολιασμού θα αξίζει τον κόπο.
-Ανάλογη συζήτηση έγινε κατά τη διάρκεια του lockdown για το δίπολο ατομικές ελευθερίες και αντιμετώπιση της πανδημίας. Εκτιμάτε ότι στις ευρωπαϊκές χώρες επιτεύχθηκε η αναγκαία ισορροπία κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων;
-Η απάντησή μου θα είναι κάπως αφηρημένη και, κατά τούτο, υπερβολικά γενική, αφού διαφορετικές ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες αντιμετώπισαν την πανδημία με σχετικά διαφοροποιημένους τρόπους ως προς τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων.
Αλλά η γνώμη μου είναι ότι ο περιορισμός αυτός ήταν σε πολλές περιπτώσεις υπέρμετρος, και αυτό από δύο διαφορετικές απόψεις. Πρώτον, από την άποψη της αξιολόγησης της αναλογικότητας των απαγορεύσεων κυκλοφορίας (lockdown), τα μέτρα σε πλείστες περιπτώσεις φαίνεται να ήταν πιο αυστηρά από όσο απαιτούνταν για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η απαγόρευση συναθροίσεων με τις αυταρχικές και συχνά αλλοπρόσαλλες όψεις της, αλλά και ο συνεχής παραλογισμός άλλων μέτρων και καταναγκασμών (π.χ. υποχρεωτική χρήση μάσκας σε εξωτερικούς χώρους, κυκλοφορία μόνο με SMS/συμπλήρωση φόρμας, απαγόρευση κυκλοφορίας τις βραδινές ώρες) που δεν φαίνεται να έκαναν καμία διαφορά ως προς την πανδημία και απλώς είχαν «συμβολικό» (σύμφωνα με τους εμπνευστές τους) χαρακτήρα, ήτοι θεσπίστηκαν αμιγώς με πρόθεση πειθάρχησης των πληθυσμών. Φυσικά, πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν έλαβαν τέτοια μέτρα (χαρακτηριστική περίπτωση το Ηνωμένο Βασίλειο), ενώ άλλες τα τροποποίησαν στη συνέχεια (φερ’ ειπείν η Ισπανία), με αποτέλεσμα τα «lockdown» να διαφέρουν αρκετά από χώρα σε χώρα. Γεγονός παραμένει ότι στην Ελλάδα φαίνεται να είχαμε ένα από τα χειρότερα δυνατά «μείγματα» ως προς τον συνδυασμό αυστηρότητας/αποτελεσματικότητας.
Δεύτερον, όμως, και ίσως κυριότερο, κατέστη σαφές από ένα σημείο και μετά ότι πολλές κυβερνήσεις αντιλήφθηκαν τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας σαν προσωρινές αναστολές της κανονικής δημοκρατικής λειτουργίας που προϋποθέτει κοινωνική κινητοποίηση, εγρήγορση και αμφισβήτηση των εκάστοτε επιλογών της πολιτικής εξουσίας, ενώ τις εκμεταλλεύθηκαν συχνά και για να προωθήσουν μια αυταρχική νομοθετική ατζέντα, αναδιαρθρώνοντας ταυτόχρονα τις θεσμικές ισορροπίες προς όφελος της συγκέντρωσης εξουσίας στα κυβερνητικά κέντρα. Ακόμη και χώρες που δεν είχαν τέτοια παράδοση (και πάλι αξίζει να αναφέρει κανείς εδώ το Ηνωμένο Βασίλειο) κυβερνούνταν κατά κύριο λόγο με «κυβερνητικά διατάγματα» χωρίς ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Η δεύτερη αυτή τάση προφανώς δεν προκλήθηκε από την πανδημία αλλά προϋπήρχε (ιδίως στην Ελλάδα είχε γίνει ήδη απολύτως σαφής ήδη από την εποχή του πρώτου μνημονίου), αλλά πάντως φαίνεται να επιταχύνθηκε πανευρωπαϊκά.