Της Γεωργίας Μποντού-Τοκαλή,
Αντιδημάρχου Παιδείας και Πολιτισμού Δήμου Βόλου
Μέλος του Δ.Σ. του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδος.
78 χρόνια πέρασαν από την καταστροφή της Νέας Αγχιάλου από τους Ιταλούς στις 27 Απριλίου 1943. Αρχικά, στις 18 Απριλίου 1943, κανονιοφόρα πλοία από το Βόλο κατέστρεψαν τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Νέας Αγχιάλου. Στις 24 Απριλίου βομβάρδισαν και τη Νέα Αγχίαλο. Τρεις ημέρες μετά, στις 27 Απριλίου 1943, την Τρίτη ημέρα του Πάσχα και στις 11 η ώρα το πρωί, οι Ιταλοί κατέλαβαν την πόλη. Η διαταγή για την πυρπόληση της Νέας Αγχιάλου δόθηκε από την Κομαντάτ του Βόλου. Οι Ιταλοί σχημάτισαν ομάδες και κάθε ομάδα ανέλαβε μια συνοικία και πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, αφού προηγουμένως τα λεηλατούσαν, τα πυρπολούσαν με εύφλεκτες ύλες. Όσα ζώα βρέθηκαν μέσα στους στάβλους και τα σπίτια, όλα κάηκαν.
Οι κάτοικοι, οι οποίοι είχαν ειδοποιηθεί για την επίθεση των Ιταλών, τρομοκρατημένοι είχαν προλάβει να φύγουν προς τα βουνά, αφού εγκατέλειψαν όλα τα πράγματά τους, τα οποία λήστεψαν οι Ιταλοί και οι συνεργάτες τους και τα μετέφεραν με αυτοκίνητα στο Βόλο. Από τα 700 πέτρινα διώροφα και μονώροφα σπίτια, τα 650 κάηκαν ολοσχερώς με τις αποθήκες, τους στάβλους, τους αχυρώνες καθώς και εμπορικά καταστήματα με τα εμπορεύματά τους. Μετά την πυρπόληση του χωριού, ευτυχώς χωρίς θύματα, οι κάτοικοι διέμεναν προσωρινά σε πρόχειρες καλύβες και αποθήκες στα χωράφια. Από το Σεπτέμβριο του 1943 επέστρεψαν στην κατεστραμμένη πόλη και ξεκίνησαν να επισκευάζουν τα σπίτια τους .
Οι Ιταλοί έκαψαν ακόμη και το εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο, το οποίο είχε κτισθεί το 1910 από κληροδότημα του Συγγρού. Σύμφωνα με μαρτυρίες, μετά τον εμπρησμό του σχολείου τα μαθήματα συνέχισαν μόνο 30 μαθητές όλων των τάξεων, οι οποίοι κάθε μέρα έκαναν μάθημα σε διαφορετικό μέρος της Ν. Αγχιάλου (γυναικωνίτη και άλσος της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, αποθήκες, δεξαμενή κ.α.) με τoυς δύο εκπαιδευτικούς του σχολείου, την κ. Χριστίνα Κοσμά και τον κ. Διαμάντη Καλιατζόγλου. Χρησιμοποιούσαν αντί για θρανία μικρά καθίσματα και πέτρες. Βιβλία δεν υπήρχαν και αντί για τετράδια είχαν πλάκες και σφονδύλι. Από τα επόμενα χρόνια που άρχισε να αυξάνεται ο αριθμός των μαθητών, δίδασκαν επιπλέον η κ. Ελένη Κενάνογλου, η κ. Καλλιρόη Μαυρομμάτη-Διονυσίου και η κ. Μαίρη Σταθοπούλου.
Η καταστροφή της Νέας Αγχιάλου στις 27 Απριλίου 1943 από τους Ιταλούς, δεν δημοσιεύθηκε στις ελληνικές εφημερίδες λόγω της κατοχής και εκτός των περιοίκων κανείς άλλος δε γνώριζε τίποτα. Μετά την απελευθέρωση η μόνη εφημερίδα η οποία για πρώτη φορά δημοσίευσε την καταστροφή της Ν. Αγχιάλου, ήταν η εφημερίδα «Ταχυδρόμος» του Βόλου την 15η Απριλίου 1945.
Ο πρώην Δήμος Νέας Αγχιάλου από τις 12 Δεκεμβρίου 2000 είναι μέλος του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδος, Περιόδου 1940 -1945 «Ελληνικά Ολοκαυτώματα». Μέχρι σήμερα 129 μαρτυρικοί τόποι από 54 Δήμους, που έχουν υποστεί ολο-καυτώματα από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους, περιλαμβάνονται στο δίκτυο αυτό. Ο Δήμος Βόλου συμμετέχει με τη Νέα Αγχίαλο και την Δράκεια.
Στο νέο Διοικητικό Συμβούλιο του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδος συμμετέχει και ο Δήμος Βόλου με εκπρόσωπό του την Αντιδήμαρχο Παιδείας & Πολιτισμού κ. Γεωργία Μποντού-Τοκαλή.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε. Η λήθη είναι ο χειρότερος εχθρός της ιστορίας. H διατήρηση ζωντανής της μνήμης είναι το ελάχιστο χρέος μας και γι’ αυτό οφείλουμε να ενισχύσουμε την μνήμη των ολοκαυτωμάτων.
Η Μαρτυρική Νέα Αγχίαλος έγινε ποίημα μέσα από την ποιητική συλλογή του Ανδρέα Ανδρουλιδάκη «Μνήμες Κατοχής- Ανοιχτές πληγές στον χρόνο».
Καπνοί τα πάντα ετύλιξαν, τον τόπο απ’ άκρη σε άκρη
σαν Νέρωνες οι Ιταλοί όλα τα πυρπολούσαν
έγινε η Νέα Αγχίαλος χαλάσματα και στάχτη
και εκείνοι στα χαλάσματα πάνω χαμογελούσαν.
Η εικόνα είναι τραγική και πώς να την αντέξεις
εδώ η Νέα Αγχίαλος βρισκότανε στο χρόνο
δε βρίσκονται όσο και αν θες να περιγράψεις λέξεις
πάνω από τα χαλάσματα να περιγράψεις πόνο.
Πήραν οι Ιταλοί εντολές απ’ τον χάρτη να την σβήσουν
να μην υπάρχει Αγχίαλος στου χρόνου την πορεία
τον κόσμο ενημέρωσαν θα τον δολοφονήσουν
αν παραβούν τις εντολές θα έχουν τιμωρία.
Τα πάντα τα αφάνισαν ως και τις πέτρες κάψαν
ήθελαν να αφήσουνε στο διάβα τους τον πόνο
και το στολίδι του χωριού και εκεί φωτιές ανάψαν
να μην υπάρχει το σχολειό στον μέλλοντα το χρόνο.