Στην παρούσα ερευνητική εργασία, αναλύω την έννοια και την αξία της ιδεολογίας και αντικρούω τις σημαντικότερες κατηγορίες επιχειρημάτων που έχουν αρθρωθεί εναντίον της ιδεολογίας.
-
Αντικρουόμενες Προσεγγίσεις της Ιδεολογίας
Στο παρόν άρθρο, με τον όρο «ιδεολογία», εννοώ ένα μοτίβο (επαναλαμβανόμενο δομοστοιχείο) συμβολικώς επενδυμένων πίστεων και εκφράσεων οι οποίες προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο η συνείδηση αντιλαμβάνεται, ερμηνεύει και αξιολογεί τον κόσμο προκειμένου, σύμφωνα με την προθετικότητά της, να διαμορφώσει, να κινητοποιήσει, να κατευθύνει, να οργανώσει και να δικαιολογήσει συγκεκριμένους τρόπους ή κατευθυντήριους άξονες δράσης και να απορρίψει άλλους. Στη συνέχεια, θα εξηγήσω τις αντικρουόμενες προσεγγίσεις της ιδεολογίας, θα υπερασπιστώ την ιδεολογία (ως ιστορικώς ενεργή νοημοσύνη) έναντι των αντιπάλων της (και έναντι όσων κηρύσσουν το «τέλος των ιδεολογιών»), και θα σκιαγραφήσω μια εγκεντρισμένη στην ιδεολογία προσέγγιση της παγκόσμιας τάξης.
Οι θέσεις μου περί της σημασίας και της αξίας της ιδεολογίας απορρέουν από τις εξής τρεις βασικές αρχές μου:
(i) Η ενέργεια καθοδηγείται από τη σκέψη.
(ii) Η ορθότητα των κινήτρων δημιουργεί ορθές δράσεις και ορθές μορφές.
(iii) Η ιδεολογία αποτελεί θεωρία εφοδιασμένη με εγγραφή στην ιστορικότητα, ιστορική υπευθυνότητα και βούληση για δράση. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε ότι, το 1920, ο ψυχαναλυτής Έρνεστ Τζόουνς (Ernest Jones), μετά από μια διάλεξή του περί της ψυχανάλυσης στη British Psychological Society, έγραψε στον μέγα διδάσκαλο της ψυχανάλυσης Ζίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud) για το πώς βίωσε και εκτίμησε την επιτυχία του: «με έκανε να σκεφθώ το ρητό σας: ένας άνθρωπος είναι ισχυρός όσο εκπροσωπεί μια ισχυρή ιδέα» (βλ. Phillips).
Ο όρος «ιδεολογία» πρωτοδιατυπώθηκε από τον Γάλλο διαφωτιστή αριστοκράτη και φιλόσοφο Ντεστούτ ντε Τρασί (Destutt de Tracy) το 1796 για να δηλώσει μια συστηματική κριτική και θεραπευτική μελέτη των αισθητηριακών βάσεων των ιδεών (βλ. Cox· Lichtheim). Ωστόσο, άλλες νεοτερικές χρήσεις αυτού του νεολογισμού στο πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας απορρέουν από μια περιπαικτική μετωνυμική χρήση του όρου «ιδεολογία», που αναφέρεται σε όλα εκείνα τα συστήματα ιδεών που υπερτονίζουν τη σημασία τους στη συγκρότηση και στον μετασχηματισμό της πραγματικότητας. Σε αυτή την περίπτωση, ο όρος υποδηλώνει ένα έλλειμμα ρεαλισμού το οποίο απορρέει από την αυτοαποπλάνηση ή από το ιδιοτελές συμφέρον τού ιδεολόγου, ο οποίος θεωρείται ότι αποτελεί εκπρόσωπο ενός προκατειλημμένου κοινωνικού τύπου ή συλλογικού υποκειμένου, και ότι απλώς λειτουργεί προπαγανδιστικά, ακόμη και όταν εκείνοι που προωθούν τις ιδέες δεν αποσκοπούν συνειδητά στην άσκηση προπαγάνδας.
Αυτή η θεώρηση της ιδεολογίας ως μιας θεωρητικής παραποίησης αποτελεί το σημείο εκκίνησης της μαρξιστικής θεώρησης της «ιδεολογίας» ως ενός εργαλείου με το οποίο κάποιος μπορεί να πλήξει την αξιοπιστία των πίστεων, των θεωριών και των πρακτικών των αντιπάλων του (βλ. Marx, German Ideology). Ο επίσημος Μαρξισμός, συγκεκριμένα, έχει απλουστεύσει την έννοια της ιδεολογίας, θεωρώντας ότι «ιδεολογία» είναι απλώς μια οποιαδήποτε εξήγηση (ή απόπειρα εκλογίκευσης) των συμφερόντων που αποδίδονται σε έναν κοινωνικό δρώντα ο οποίος θεωρείται ότι έχει συγκεκριμενοποιήσιμα συμφέροντα (κυρίως οικονομικά) στο πλαίσιο της πολιτικής ανάλυσης. Με άλλα λόγια, αυτή η μαρξιστική θεώρηση της ιδεολογίας είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με τη μαρξιστική θέση ότι οι ιδέες αποτελούν επιγεννήματα και αντανακλάσεις υλικών σχέσεων (και ιδίως οικονομικών σχέσεων).
Διάφοροι μη-μαρξιστές θεωρητικοί έχουν αρθρώσει έναν εναλλακτικό τρόπο θεώρησης της «ιδεολογίας» ο οποίος, παρ’ ότι είναι λιγότερο επικριτικός ως προς τους ισχυρισμούς που παράγει, συμφωνεί με την κριτική διάθεση και στάση των μαρξιστών έναντι της ιδεολογίας, εκκινώντας, συγκεκριμένα, από την ανάλυση της σημειολογικής μετάβασης από τη θεωρία των ιδεών στην τυπολογία των ιδεών, και χρεώνοντας αυτή τη σημειολογική μετάβαση στην ιδεολογία. Οι μη-μαρξιστές θεωρητικοί που προσεγγίζουν και μεταχειρίζονται τον όρο «ιδεολογία» υπό την προαναφερθείσα υποτιμητική συνυποδήλωση, που συναρτάται με την προαναφερθείσα μεταφορική χρήση του όρου, το κάνουν αυτό αδιακρίτως και, μάλιστα, όταν επισημαίνουν ότι συγκεκριμένα πολιτικώς προσανατολισμένα συστήματα αποτελούν ιδεολογίες, διατυπώνουν ποικίλους ισχυρισμούς περί της συστηματικής διαστρέβλωσης της γνώσης και περί της δόλιας χειραγώγησης των πίστεων εκ μέρους των «ιδεολόγων» (βλ. Bell· Shils).
Μια ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη μη-μαρξιστική κριτική θεώρηση της ιδεολογίας έχει διατυπωθεί από τον Ούγγρο κοινωνιολόγο Καρλ Μανχάιμ (Karl Mannheim), ο οποίος, στο πλαίσιο της κοινωνιολογίας της γνώσης την οποία άρθρωσε και η οποία αργότερα ενέπνευσε πολλούς κοινωνικούς ανθρωπολόγους, προσπάθησε να απαξιώσει την ιδεολογία διαφοροποιώντας τη λειτουργικώς από τα συστήματα επιστημονικής γνώσης, την πρακτική σκοπιμότητα και τη διατύπωση ηθικών κρίσεων (βλ. Mannheim). Σύμφωνα με τον Μανχάιμ, οι ιδεολογίες αποτελούν συμβολικά συστήματα που είναι διατυπωμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να μην μπορούν να αναιρεθούν διότι απλώς στερούνται των ποιοτικών χαρακτηριστικών των επιστημονικών θεωριών (που υπόκεινται στην αρχή της διαψευσιμότητας) και συγχρόνως διαφέρουν λειτουργικώς από τις πραγματιστικές στρατηγικές και από τις ορθολογικές ηθικές φιλοσοφίες. Από τη σκοπιά του Μανχάιμ, οι ιδεολογίες αντιπροσωπεύουν έναν ιδιαίτερο τύπο πολιτιστικής αγωγής, ο οποίος παρέχει ερμηνείες του κόσμου οι οποίες είναι διατυπωμένες με έναν ιδιαιτέρως εκφραστικό τρόπο, είναι φορτωμένες με αξίες και αξιολογικές κρίσεις και περιλαμβάνουν οδηγίες για τον τρόπο ζωής και δράσης. Εξ ου και, σύμφωνα με την ανάλυση του Μανχάιμ, οι ιδεολογίες ρέπουν αναγκαστικά στη μεροληψία και στην τυποποίηση (βλ. Geertz· Seliger). Ωστόσο, ο Μανχάιμ έχει επισημάνει ότι οι ιδεολογίες είναι λειτουργικώς απαραίτητες στις νεοτερικές, μη-παραδοσιακές κοινωνίες ως λειτουργικά υποκατάστατα των προνεοτερικών παραδόσεων. Σε τούτο το σημείο, θα έλεγα, ακριβέστερα, ότι, καταλλήλως εννοιολογημένες και καταλλήλως ενεργοποιημένες, οι ιδεολογίες μπορούν να συνθέσουν το πνεύμα της παράδοσης (ως φορέα και μεταφορέα νοημάτων από το παρελθόν, διά μέσου τού παρόντος, στο μέλλον) με την ιστορικότητα και την επιστήμη.
-
Η Υπεράσπιση της Ιδεολογίας Έναντι της Μαρξιστικής Κριτικής της Ιδεολογίας
Ο Μαρξ υπήρξε αναμφίβολα ένας πολύ σημαντικός διανοούμενος, αλλά συγχρόνως και αντινομικός υπό την εξής έννοια:
Από τη μια πλευρά, στο σχεδιάγραμμα του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου Η Γερμανική Ιδεολογία, ο Μαρξ διατυπώνει την επαναστατική θέση, γνωστή ως η ενδεκάτη θέση για τον Φόιερμπαχ, σύμφωνα με την οποία «έως τώρα οι φιλόσοφοι προσπάθησαν μόνο να ερμηνεύσουν τον κόσμο· το ζήτημα είναι να αλλάξει ο κόσμος». Αυτή η φράση, παρά την ασάφειά της και την οποιαδήποτε κριτική μπορεί να της ασκηθεί, σημαίνει, πρώτον, ότι δεν αρκεί να συσσωρεύουμε ερμηνείες για τον κόσμο, αλλά πρέπει να βελτιώσουμε το υπαρξιακό καταστατικό μας και, άρα, να αλλάξουμε τον κόσμο, και, δεύτερον, ότι η ανθρώπινη συνείδηση είναι δραστήρια και δημιουργική, δηλαδή, μπορεί να επιφέρει αλλαγές στο υπαρξιακό καταστατικό της σύμφωνα με την προθετικότητα της ανθρώπινης συνείδησης.
Από την άλλη πλευρά, ο Μαρξ έμεινε δέσμιος των εννοιών και των κατηγοριών του κοινωνικού συστήματος στο οποίο έζησε, δηλαδή, του καπιταλισμού, και της φυσιοκρατίας του δεκάτου ογδόου και του δεκάτου ενάτου αιώνα, και, γι’ αυτόν τον λόγο, στο πρόλογο του βιβλίου Μια Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, έγραψε τα εξής: «Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής προσδιορίζει την κοινωνική, την πολιτική και τη διανοητική διαδικασία της ζωής γενικώς. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που προσδιορίζει το είναι τους, αλλά, τουναντίον, το κοινωνικό είναι τους προσδιορίζει τη συνείδησή τους» (βλ. Marx, Critique of Political Economy). Αυτή η τόσο τολμηρή δήλωση ενέχει τα εξής τέσσερα σφάλματα: πρώτον, αν το «κοινωνικό είναι» προσδιορίζει απολύτως τη συνείδηση, τότε η συνείδηση δεν μπορεί να αλλάξει το «κοινωνικό είναι», και, κυρίως, δεν μπορεί να εξηγηθεί πώς και γιατί οι άνθρωποι άλλαξαν την πρωταρχική θέσμιση της κοινωνίας τους, αντί να μείνουν παθητικώς συμμορφωμένοι προς αυτή και δέσμιοι αυτής· δεύτερον, παραγνωρίζει την απειροδυναμία και την αεικινησία του ανθρώπινου νοός, ο οποίος μπορεί να συλλαμβάνει συνεχώς νέες ιδέες για τη βελτίωση του κόσμου και του εαυτού τού ίδιου του ανθρώπου και να ενεργεί για να τις πραγματοποιήσει ιστορικώς· τρίτον, αδυνατεί να εξηγήσει το γεγονός ότι, ενεργώντας με ριζικώς αντιυλιστικό τρόπο, πολλοί άνθρωποι (ακόμη και μαρξιστές) θυσίασαν ακόμη και την υλική τους υπόσταση για χάρη των ιδεών τους· και, τέταρτον, παραγνωρίζει ότι κάθε προσπάθεια εξήγησης του κόσμου και κάθε διατύπωση νόμου (γενίκευσης) περί της δομής και της λειτουργίας του κόσμου δεν αποτελούν υλικά αντικείμενα καθ’ εαυτά, αλλά αποτελούν μορφές γνώσης, και, κατ’ επέκταση, όπως επισημαίνω στο βιβλίο μου Εγχειρίδιο Διδασκάλων, «τόσο με βάση την έννοια και την ετυμολογία του όρου “επιστήμη” όσο και με βάση την ιστορία της επιστήμης, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ταυτίζεται η πρακτική των φυσικών επιστημών με μια τόσο περιοριστική μεταφυσική όσο εκείνη του υλισμού» (βλ. Λάος, σελ. 790). Επί πλέον, στο βιβλίο μου Εγχειρίδιο Διδασκάλων, επισημαίνω και τα εξής: «Αν ίσχυε ο υλισμός, τότε η επιστήμη της ψυχολογίας θα έπρεπε να καταργηθεί και να αντικατασταθεί πλήρως από τη βιοχημεία. Αντιστοίχως, στο κοινωνικό πεδίο, αν ίσχυε ο υλισμός, η φιλοσοφία, περιλαμβανομένης της λογικής, θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τη λογιστική» (βλ. Λάος, σελ. 790).
Στο βιβλίο Η Γερμανική Ιδεολογία, ο Μαρξ αρθρώνει μια φιλοσοφία η οποία μπορεί να οδηγήσει στη θέση ότι η ιδεολογία αποτελεί ένα ορθολογικό σχέδιο σύμφωνα με το οποίο η συνείδηση μπορεί να εξαντικειμενίσει ιστορικώς τις ιδέες που συλλαμβάνει για τη βελτίωση του κόσμου, ενώ, στο βιβλίο Μια Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, έχοντας πλέον επηρεαστεί αποφασιστικά από τη δεσπόζουσα βρετανική πολιτική οικονομία και τη φυσιοκρατία της εποχής του, ο Μαρξ οδηγείται σε μια φιλοσοφία που κάνει την πολιτική οικονομία κέντρο του κόσμου και συνεπάγεται ότι η ιδεολογία αποτελεί απλώς αντανάκλαση και επιγέννημα υλικών (κυρίως οικονομικών) σχέσεων, δίδοντας απόλυτο προβάδισμα στις «αντικειμενικές» υλικές συνθήκες έναντι της συνείδησης του υποκειμένου. Αυτή η μεταστροφή του Μαρξ, από τη Γερμανική Ιδεολογία στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εμπεριέχει τα σπέρματα του εκφυλισμού του εργατικού κινήματος, του απολυταρχισμού και της γραφειοκρατικοποίησης των πάλαι ποτέ καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», της μετατροπής της ιδεολογίας σε προπαγανδιστικό όπλο, καθώς και της επιβολής της τεχνοκρατίας επί της ελευθερίας και της δημιουργικότητας της ανθρώπινης συνείδησης.
-
Η Υπεράσπιση της Ιδεολογίας Έναντι της Μη-Μαρξιστικής Κριτικής της Ιδεολογίας
Η μη-μαρξιστική κριτική της ιδεολογίας έχει αρθρωθεί κυρίως σύμφωνα με τις εξής τρεις γραμμές σκέψης: (i) πραγματισμός, (ii) πολιτικός ρεαλισμός και (iii) επικρίσεις εναντίον της μεροληψίας και της τυποποίησης της ανθρώπινης ζωής. Στη συνέχεια, θα υπερασπιστώ την ιδεολογία και στα τρία αυτά επίπεδα κριτικής.
-
Ιδεολογία Εναντίον Πραγματισμού
Πρώτον, ο πραγματισμός (pragmatism), ως φιλοσοφική «σχολή», αναπτύχθηκε αρχικώς στις Η.Π.Α. περί το 1870 από τον φιλόσοφο Τσαρλς Σάντερς Περς (Charles Sanders Peirce), σύμφωνα με τον οποίο η σύλληψη του αντικειμένου συνίσταται απλώς και μόνο στη σύλληψη των πρακτικών συνεπειών του (βλ. Olshewsky). Ο πραγματισμός απορρίπτει την ιδέα ότι η λειτουργία της σκέψης συνίσταται στην περιγραφή, την αναπαράσταση, την ανάλυση, την εξήγηση και τη λογική οργάνωση της πραγματικότητας, και, αντ’ αυτού, θεωρεί ότι η σκέψη αποτελεί απλώς ένα εργαλείο για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων και για την πράξη καθ’ εαυτή. Σύμφωνα με τον πραγματισμό, ο κυριότερος εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο Αμερικανός φιλόσοφος και ψυχολόγος Γουίλιαμ Τζέιμς (William James), η αλήθεια, νοούμενη ως η συμφωνία της πραγματικότητας με την εικόνα της μέσα στη συνείδηση, δεν είναι δεδομένη, αλλά δημιουργείται συνεχώς χάρη στη συνειδησιακή δραστηριότητα, με αποτέλεσμα η ίδια η πραγματικότητα να υφίσταται αλλοιώσεις εξαιτίας της αναφοράς της συνείδησης σε αυτή.
Με αυτόν τον τρόπο, η φιλοσοφία χάνει τον επιστημονικό της χαρακτήρα και παύει όχι μόνο να είναι σκοπός (αίτημα της πραγματικής αλήθειας) αλλά και όργανο (για την επίτευξη της πραγματικής αλήθειας), αφού, από τη σκοπιά του πραγματισμού, η φιλοσοφία αυτοκαταλύεται, διότι, στο όνομα και για χάρη της απόλυτης πρακτικότητας, τα πορίσματα της φιλοσοφίας δεν επιτρέπεται να υιοθετηθούν και αποβαίνουν άχρηστα. Με απλά λόγια, ο πραγματισμός συνοψίζεται στις αμερικανικές φράσεις «anything goes» και «if it works, it’s normal», δηλαδή, όλα είναι θεμιτά αν δουλεύουν, συγκεκριμένα, αν εξυπηρετούν στην πράξη αυτόν που πράττει αντιστοίχως. Μπορείτε ακόμη και να πιστεύετε ότι τον κόσμο τον δημιούργησε ένα Ιπτάμενο Μακαρονοτέρας (Flying Spaghetti Monster), σύμφωνα με τη γνωστή θρησκευτική παρωδία του Μπόμπι Χέντερσον (Bobby Henderson), αν αυτό σας εξυπηρετεί, «if it works with you». Αυτό το γεγονός εξηγεί, σε μεγάλη έκταση, γιατί η ισχυρή επίδραση του πραγματισμού στη διαμόρφωση του αμερικανικού πολιτισμού κατέστησε ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας χειραγωγήσιμο από ψυχολογικές επιχειρήσεις εγχώριων και εξωτερικών δυνάμεων και από τη βιομηχανία των «ψευδών ειδήσεων» («fake news»), η οποία αναδείχθηκε σε μείζονα πολιτιστική και πολιτική απειλή στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα (βλ. Peters et al.).
Ενώ αρχικώς ο πραγματισμός μπορεί να ακούγεται σαν μια προοδευτική στάση, αποτελεί μια βαθύτατα συντηρητική στάση, αφού περιορίζεται σε μια διαχειριστική προσέγγιση προς τα πράγματα και, μάλιστα, εκφράζει έναν μεγάλο φόβο προς την οντολογική ενασχόληση, δηλαδή, προς την ενασχόληση με την ίδια τη φύση της πραγματικότητας και με το αίτημα της πραγματικής αλήθειας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι, αν ο κίνδυνος της ιδεολογίας είναι η αυτοαποπλάνηση του ιδεολόγου, ο οποίος μπορεί να παθιαστεί με τις ιδέες του με τρόπο παρόμοιο με εκείνον με τον οποίο παθιάστηκε ο μυθικός Νάρκισσος με την εικόνα του, ο κίνδυνος του πραγματισμού είναι να εγκλωβίσει τον άνθρωπο σε μια εννοιολογημένη μορφή επιστροφής στη ζωώδη φύση.
-
Ιδεολογία Εναντίον Πολιτικού Ρεαλισμού
Δεύτερον, η «σχολή» του πολιτικού ρεαλισμού (political realism), παραδειγματικοί εκπρόσωποι του οποίου είναι οι διεθνολόγοι Έντουαρντ Καρ (Edward H. Carr), Χανς Μόργκενθαου (Hans J. Morgenthau), Χένρι Κίσιντζερ (Henry A. Kissinger), Κένεθ Γουάλτς (Kenneth N. Waltz), Τζον Μιαρσάιμερ (John Mearsheimer) κ.ά., ρητορικώς ομνύει στην αρχή της «πραγματικότητας», ενώ αυτό που ουσιαστικώς κάνει είναι να περιορίζεται στην αφαίρεση του «πολιτικού ανθρώπου» από τον πραγματικό άνθρωπο και στην αφαίρεση της «πολιτικής ζωής» από την πραγματική ζωή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη «σχολή» του πολιτικού ρεαλισμού, ο «πολιτικός άνθρωπος» είναι ένα ορθολογικό υποκείμενο που απλώς υπολογίζει το συμφέρον του και ενεργεί βάσει αυτού, και η «πολιτική ζωή» είναι απλώς ένα ψυχρό πεδίο σκληρών αναγκαιοτήτων που υπαγορεύονται από τον νόμο της δύναμης. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο πολιτικός ρεαλισμός όχι μόνο είναι αυτοεγκλωβισμένος σε ιδεατούς τύπους (συγκεκριμένα, στους ιδεατούς τύπους του «πολιτικού ανθρώπου» και της «πολιτικής ζωής» έτσι όπως τους ορίζει), με τους οποίους υποκαθιστά πραγματικότητες (τον όλον άνθρωπο και την όλη ανθρώπινη ζωή), αλλά και επιδιώκει να δημιουργήσει αυτοεκπληρούμενες προφητείες με το να διαπλάσει τις συνειδήσεις των πολιτικών δρώντων με συγκεκριμένο τρόπο και αυτό να το ονομάσει «ρεαλισμό». Συνεπώς, ενώ οι οπαδοί της «σχολής» του πολιτικού ρεαλισμού χρησιμοποιούν συνήθως τους όρους «ιδεολογία» και «ιδεολόγος» με αρνητικό και μάλλον απαξιωτικό τρόπο, και διατείνονται ότι αυτοί εκπροσωπούν και υπηρετούν τη λογική της ιστορικής ανάγκης, είναι και οι ίδιοι ιδεολόγοι, αλλά απλώς η ιδεολογία τους δεν διαθέτει την εντιμότητα να δηλώσει ότι αποτελεί μια ιδεολογία και αυτοπροβάλλεται ως η πεμπτουσία της πολιτικής πραγματικότητας καθ’ εαυτή. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, επίσης, ο πολιτικός ρεαλισμός χρησιμοποιείται συχνά ως «φύλλο συκής» και ως καμουφλάζ εκ μέρους διαφόρων φασιστών, όπως συμβαίνει, λ.χ., στην περίπτωση ακραίων μελών του Μπααθισμού μεταξύ των Αράβων και στην περίπτωση ακραίων μελών του Σιωνισμού μεταξύ των Ισραηλινών (βλ. Niblock· Sternhell).
Επί πλέον, ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικοί ρεαλιστές αντιλαμβάνονται το «εθνικό συμφέρον» είναι υπεραπλουστευτικός, επειδή δεν μπορεί να απαντήσει στο ακόλουθο ερώτημα, το οποίο αρχικώς έθεσε ο Πλάτων: «Πες μου, λοιπόν, Θρασύμαχε, αυτό είναι που εννοούσες με το δίκαιο, το συμφέρον δηλαδή του ισχυροτέρου όπως το κρίνει αυτός ο ίδιος, αδιάφορο αν τον συμφέρει πραγματικώς ή όχι;» (βλ. Πλάτων, Πολιτεία, 340c). Αυτό το πολιτικώς κρίσιμο οντολογικό ερώτημα που έθεσε ο Πλάτων («το συμφέρον δηλαδή του ισχυροτέρου όπως το κρίνει αυτός ο ίδιος, αδιάφορο αν τον συμφέρει πραγματικώς ή όχι;») έχει αποσιωπηθεί και αποφευχθεί από τον Θουκυδίδη, τον Δημοσθένη, τον Νικολό Μακιαβέλι (Niccolò Machiavelli) και τους νεοτερικούς πολιτικούς ρεαλιστές (βλ. Luard). Οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη κατέστρεψαν τους Μηλίους στο όνομα και για χάρη της πολιτικής ισχύος, αλλά, τελικώς, παρά την κυνική πίστη τους στην «πολιτική ισχύος», ή μάλλον εξαιτίας αυτής, οι Αθηναίοι διέπραξαν σφάλμα καταστρέφοντας τους Μηλίους. Άρα, το γεγονός ότι δεν εισήλθαν σε βάθος στο ζήτημα της οντολογίας του συμφέροντος κόστισε στους Αθηναίους ακόμη και σε πρακτικό, στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Παρομοίως, στον Πρώτο Ολυνθιακό Λόγο του, ο Δημοσθένης υποστήριξε ότι ο πολιτικός πρέπει να είναι πραγματιστής και να λαμβάνει αποφάσεις αντί να συνδιαλέγεται, αλλά ο κυνικός πραγματισμός του δεν του εξασφάλισε την ιστορική νίκη εναντίον των αντιπάλων του, αφού ηττήθηκε από τον Φίλιππο Β? τον Μακεδόνα. Επίσης, παρ’ ότι, στο βιβλίο του Ο Ηγεμόνας, ο Μακιαβέλι υιοθετεί μια πραγματιστική και ωφελιμιστική αντίληψη περί της πολιτικής, σταδιακώς συνειδητοποιεί ότι αυτή η στάση δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την ιστορική επιτυχία, και, τελικώς, στις Διατριβές του επί των δέκα πρώτων [βιβλίων] του Τίτου Λίβιου, μετριάζει και εκλεπτύνει ορισμένους από τους ισχυρισμούς που έχει διατυπώσει στον Ηγεμόνα του. Αντίστοιχα, στον δέκατο ένατο και στον εικοστό αιώνα, η άσκηση της Realpolitik ως αυτοσκοπού εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων του διεθνούς συστήματος παρήγαγε ποικίλες πολιτικές τερατογενέσεις, πολέμους και πολιτική βία, που συχνά είχαν τραγικές επιπτώσεις σε βάρος των ίδιων των εφαρμοστών της Realpolitik. Το οντολογικό ερώτημα του Πλάτωνα είναι αναπόφευκτο: «αυτό είναι που εννοούσες με το δίκαιο, το συμφέρον δηλαδή του ισχυροτέρου όπως το κρίνει αυτός ο ίδιος, αδιάφορο αν τον συμφέρει πραγματικώς ή όχι;»
Οι πολιτικοί ρεαλιστές αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα μόνο ως αμεσότητα και μόνο ως το πεδίο της ανάγκης, παραγνωρίζοντας ότι η πραγματικότητα του κόσμου μπορεί να αναδομηθεί από την ανθρώπινη συνείδηση σύμφωνα με την προθετικότητα της τελευταίας, και ότι, στην πραγματικότητα, η αναγκαιότητα και η ελευθερία βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους (βλ. Laos). Εξ ου και η ιδεολογία είναι τόσο σημαντική, καθώς προσδιορίζει τον αντιληπτικό ορίζοντα, το στρατηγικό όραμα και, σε τελική ανάλυση, τη δημιουργικότητα των δρώντων. Όπως έχει παραδεχθεί ο ίδιος ο διαπρεπής Αμερικανός διπλωμάτης και πολιτικός επιστήμονας Ζμπίγκνιεβ Μπρζεζίνσκι (Zbigniew Brzezinski), ο οποίος ήταν ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ (Jimmy Carter) από το 1977 έως το 1981, «τελικώς οι ιδέες είναι αυτές που κινητοποιούν την πολιτική πράξη και συνεπώς διαμορφώνουν τον κόσμο» (Brzezinski, σελ. x).
Αξίζει να αναφερθεί ότι, το 2008, ο Τσάλμερς Τζόνσον (Chalmers Johnson), διακεκριμένος Αμερικανός συγγραφέας και αρθρογράφος και πρόεδρος του Japan Policy Research Institute, εξέδωσε ένα εμβριθές βιβλίο με τίτλο Nemesis, στο οποίο προβαίνει σε μια συγκριτική ανάλυση της πολιτικής των Η.Π.Α., της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (βλ. Johnson). Σύμφωνα με τον Τζόνσον, η Αμερικανική Ηγεμονία μοιράζεται με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και με τη Βρετανική Αυτοκρατορία τα γενικά χαρακτηριστικά της επέκτασης, του διαρκούς πολέμου, της κηδεμονίας και της καταπίεσης και έτσι κινδυνεύει να υποκύψει, όπως η Ρώμη, στην κατάλυση της δημοκρατίας και στην προδοσία των αρχών του δικαίου και της ελευθερίας προκειμένου να μην προδώσει το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, κάτι που απέφυγε η Μεγάλη Βρετανία (όπ.π.). Συγκεκριμένα, η Μεγάλη Βρετανία, σε αντίθεση προς τη Ρώμη, αναγνωρίζοντας την υπαρξιακή και τη στρατηγική σημασία της ιδεολογίας, προτίμησε τη διατήρηση της εσωτερικής πολιτικής της οντότητας, εγκαταλείποντας τις αποικίες της, τις οποίες, στη συνέχεια, ενσωμάτωσε στη «Βρετανική Κοινοπολιτεία». Αντιθέτως, η Ρώμη αντιμετώπισε τις προκλήσεις της αυτοκρατορικής διοίκησης με στυγνό πραγματισμό, θυσιάζοντας την ιδεολογία και την εσωτερική πολιτική οντότητα της Ρώμης για χάρη της αυτοκρατορίας, με τελικό αποτέλεσμα η Ρώμη να χάσει σταδιακώς την ψυχή της, την εσωτερική πολιτική της οντότητα και, τελικώς, την ίδια την αυτοκρατορική της υπόσταση.
Η ιδεολογική ευαισθησία της Μεγάλης Βρετανίας συνέβαλε αποφασιστικά στη διάσωση της «βρετανικότητας» και στην επιβίωση του δικτύου παγκόσμιας επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας διά μέσου της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, ενώ η ιδεολογική αναισθησία/ανεπάρκεια της Ρώμης οδήγησε στην εσωτερική και στην εξωτερική ήττα των Ρωμαίων, και μια παρόμοια ήττα με εκείνη των Ρωμαίων άρχισε να απειλεί τις Η.Π.Α. ήδη στη δεκαετία του 1990, όταν οι Η.Π.Α. αισθάνθηκαν και, για ένα βραχύ χρονικό διάστημα, υπήρξαν όντως η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη (βλ. Brzezinski). Η αρετή της ευέλικτης κατανόησης που χαρακτηρίζει την περιεκτική συνείδηση της Μεγάλης Βρετανίας αποτέλεσε παραδοσιακώς σημαντικό νοοπολιτικό περιουσιακό στοιχείο αυτής της χώρας και πολύτιμο πολλαπλασιαστή πολιτικής και γεωπολιτικής ισχύος. Ωστόσο, συχνά, οι Βρετανοί αναπτύσσουν υπερβολική βεβαιότητα για την ευθύτητά τους και τη σοφία τους, ώστε λησμονούν ότι οι καλές προθέσεις μπορεί να αντισταθμιστούν και ουσιαστικώς να ακυρωθούν από κακές μεθόδους. Εξ ου και, από τη μια πλευρά, η αρετή της ευέλικτης κατανόησης που χαρακτηρίζει την περιεκτική συνείδηση της Μεγάλης Βρετανίας ωθεί τους Βρετανούς προς τη δικαιοσύνη και τη σύνεση, ενώ, από την άλλη πλευρά, η επηρμένη τεχνική των Βρετανών και η περιφρόνησή τους προς τις διαφορετικές απόψεις άλλων λαών εμποδίζουν τη Μεγάλη Βρετανία να διαδραματίσει τον θετικό ρόλο για την παγκόσμια ειρήνη τον οποίο θα μπορούσε και θα έπρεπε να διαδραματίσει. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι τόσο τα προσόντα όσο και οι αδυναμίες της Μεγάλης Βρετανίας οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, σε ουσιαστικώς ιδεολογικούς λόγους.
-
Ιδεολογία Εναντίον Μεροληψίας και Τυποποίησης της Ζωής
Τρίτον, προς εκείνους που κατακρίνουν την ιδεολογία καθ’ εαυτή με τον ισχυρισμό ότι η ιδεολογία καλλιεργεί τη μεροληψία και την τυποποίηση της ανθρώπινης ζωής, έχω να αντιτείνω τα ακόλουθα: Η ίδια η ετυμολογία του όρου «ιδεολογία» υποδηλώνει ότι αυτός ο όρος σημαίνει τον λόγο περί της ιδέας. Όπως εξηγεί ο Πλάτων, στο βιβλίο του Θεαίτητος, 184d, η «ιδέα» αποτελεί την τέλεια σύνοψη των επιμέρους πραγμάτων, διά μέσου της οποίας επιτυγχάνεται η ψυχική συνοχή και ενότητα του ανθρώπου: «Θα ήταν, πράγματι, φοβερό, παιδί μου, αν ήταν θρονιασμένες μέσα μας σαν σε δούρειους ίππους πολλές αισθήσεις, και δεν συνέτειναν όλα σε μια δύναμη, είτε αυτή θα την καλούσαμε ψυχή ή κάπως αλλιώς, με την οποία αντιλαμβανόμαστε όσα αισθητά μέσω των αισθήσεων, οι οποίες είναι όργανά της». Συνεπώς, η ιδεολογία δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε μια ασφυκτική τυποποίηση της ζωής, αλλά μπορεί να αποτελεί θεραπαινίδα και συνέπεια του αιτήματος της ψυχικής συνοχής και της συνειδησιακής δημιουργικότητας του ανθρώπου. Η πρόσβαση του ανθρώπου στη σφαίρα των ιδεών προσδιορίζεται, με τη σειρά της, από την πνευματική εξέλιξη, ή από το πολιτιστικό επίπεδο, του ανθρώπου.
Η σημασία της ιδεολογίας ως παράγοντας εσωτερικής και εξωτερικής συνοχής μπορεί να γίνει με ιδιαιτέρως δραματικό τρόπο κατανοητή στην περίπτωση της Ρωσίας, της οποίας η νεότερη ιστορία είναι επιβαρυμένη και σφραγισμένη από τη σύγκρουση μεταξύ της τάσης προς αφοσίωση και αφηρημένο ιδεαλισμό και της τάσης προς τυπική οργάνωση και τελετουργική συνείδηση. Σε αυτό οφείλεται η φοβερή σύγκρουση μεταξύ της φανατικής σκληρότητας με την οποία εκδηλώθηκε η ρωσική τάση προς αφοσίωση και αφηρημένο ιδεαλισμό εκ μέρους του καθεστώτος της Ρωσίας στη διάρκεια του εικοστού αιώνα και της αβλαβούς πνευματικότητας, που αποτελεί βασική αρχή της ρωσικής εθνικής ιδεολογίας. Σε αυτό οφείλονται επίσης ο υλισμός ενός σημαντικού τμήματος της ρωσικής κοινωνίας και το ιδεώδες της αδελφοσύνης που απορρέει από τον ιδεαλισμό και τη μυθική έφεση του ρωσικού λαού. Σε αυτό οφείλεται επίσης η επίγνωση ενός σημαντικού τμήματος της ρωσικής κοινωνίας ότι η Ρωσία αποτελεί έναν σύνδεσμο και γεφυροποιό μεταξύ της ιστορικής Ανατολής και της ιστορικής Δύσης, ασχέτως της έκτασης και της ποιότητας με τις οποίες η Ρωσία έχει πραγματοποιήσει αυτήν την υπαρξιακή αποστολή και δυνατότητά της. Συνεπώς, σύμφωνα με τον βαθμό στον οποίο η Ρωσία θα προχωρεί σε αληθέστερη κατανόηση, θα αρθρώνει, μέσα από αντιφάσεις και συγκρούσεις, μια ζωντανή ιδεολογία η οποία θα υπηρετεί και θα εκφράζει τη σύνδεση της Ανατολής με τη Δύση, μια σύνθεση μεταξύ επιθυμιών και πνευματικής έφεσης, μια σύνθεση μεταξύ τυποποίησης, που παράγει σκληρότητα, και κατανόησης, που παράγει αγάπη, μια σύνθεση μεταξύ υλισμού και αγιότητας, καθώς και μια σύνθεση μεταξύ εγωισμού, που παράγεται από την πολιτική του καθεστώτος, και ανιδιοτέλειας, που απορρέει από τον μυστικιστικό και πνευματικό προσανατολισμό τού λαού. Εξ ου και η Ρωσία αποτελεί de facto σημαντικό πολιτιστικό-ανθρωπολογικό εργαστήριο και πυλώνα της παγκοσμιότητας, και ο βαθμός και ο τρόπος με τους οποίους η Ρωσία θα ανταποκριθεί εμπράκτως στο προαναφερθέν πεπρωμένο της για μεγάλες συνδέσεις και συνθέσεις, στην υπηρεσία του οράματος μιας παγκόσμιας κοινωνίας, θα προσδιορίσουν αποφασιστικά την ιστορική της υπόσταση. Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία θα έχει κάτι πολύ σημαντικό για να είναι ένα σημαντικό μέλος της Νέας Εποχής, αλλά, δυστυχώς (και για τη Ρωσία και για τον κόσμο συνολικώς), πολλά μέλη των ρωσικών ελίτ των δεκαετιών του 1990, του 2000 και του 2010 δεν το έχουν συνειδητοποιήσει και, αντ’ αυτού, είναι εγκλωβισμένα στον ρεβανσισμό (εναντίον της Δύσης) και σε μια αναχρονιστική, καγκεμπιτική θεώρηση της ισχύος βασισμένη στο ρωσικό πυρηνικό οπλοστάσιο και στο προνόμιο της Ρωσίας να εγείρει βέτο στο Συμβούλιο Ασφάλειας του Ο.Η.Ε. (την επικράτηση αυτών των αναχρονιστικών νοοτροπιών και μεθόδων προβολής ισχύος στη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν (Vladimir Putin) έχουν, μεταξύ άλλων, επισημάνει προσφυώς ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα (Barack Obama) και ο πρώην διοικητής της NSA και της CIA στρατηγός Μάικλ Χέιντεν (Michael Hayden) σε διάφορες ομιλίες τους).
Η επιδίωξη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους αναφορικώς με τα ζητήματα των ιδεών, να κοινοποιήσει τις επιτεύξεις του στο πεδίο των ιδεών και να ανταλλάξει πληροφορίες περί ιδεών λαμβάνει χώρα μέσω του λόγου, και, σε αυτό το πλαίσιο, αναπτύσσονται ιδεο-λογίες. Όπως έχει εξηγήσει ο Ιμάνουελ Καντ (Immanuel Kant), ο λόγος είναι μια προϋπάρχουσα δομή στο πλαίσιο της οποίας συναρτώνται κατηγορίες (γενικές έννοιες) οι οποίες, όταν ενεργοποιηθούν καταλλήλως, μπορούν να συνδέουν ασύνδετα εμπειρικά δεδομένα ώστε να επιτρέπουν τη διατύπωση συνθετικών κρίσεων με αποτέλεσμα την υπέρβαση του πεδίου της απλής εμπειρίας, προσδίδοντας έτσι ενεργητικό ρόλο στη συνείδηση (βλ. Guyer).
Στο πλαίσιο της ιδεολογίας, η συνείδηση φέρεται συνεχώς προς δύο κατευθύνσεις: μια εξωτερική, η οποία αναζητεί την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλες συνειδήσεις, και μια εσωτερική, η οποία αποσκοπεί στο να διεισδύσει στον εαυτό της για να τον δομήσει, να βιώσει εντελέστερα την ετερότητά της και να ενισχύσει την ιδιοπροσωπία της. Η τελευταία κατεύθυνση της ιδεολογούσας συνείδησης (δηλαδή, εκείνη που αποσκοπεί στην περιχαράκωση του εσώτερου εγώ) δεν αποτελεί πηγή μεροληψίας, παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία δεν συμπληρώνεται από την προαναφερθείσα εξωτερική κατεύθυνση της ιδεολογούσας συνείδησης και εκδηλώνεται με αντικοινωνικό τρόπο. Η εμμονή της ιδεολογούσας συνείδησης στον τονισμό της ετερότητας, ή του εσώτερου εγώ, επιφέρει αναστολές της επικοινωνίας της, την εμποδίζει να αναπτυχθεί περαιτέρω και δυσχεραίνει την ολοκλήρωση του όντος που ανοίγεται προς άλλα όντα. Σε αυτήν ακριβώς την ανάγκη και την πρόθεση ανοίγματος της ιδεολογούσας συνείδησης προς τον «άλλον» και περαιτέρω ανάπτυξης της ιδεολογούσας συνείδησης ανταποκρίνεται η συμβολική δόμηση της ιδεολογίας.
Μέσω των συμβόλων, η ιδεολογούσα συνείδηση επιτυγχάνει τη μετάβαση από μια σχέση δυναμικότητας σε μια σχέση κινητικότητας. Τα σύμβολα αποτελούν εξαντικειμενίσματα ενεργειών που φανερώνουν τάσεις σύμπτωσης διαφορετικών συνειδήσεων, και, άρα, ενέχουν κοινωνικό χαρακτήρα. Επίσης, η συμβολική δόμηση της ιδεολογίας οδηγεί σε μια υπέρβαση της παραδοσιακής χωριστικότητας με βάση τα σύνορα εθνών-κρατών και οδηγεί σε μια δυναμική οργάνωση της ανθρωπότητας με βάση ιδεολογικά δίκτυα στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας, ελεύθερης και τίμιας «αγοράς» (υπό την αρχαία ελληνική έννοια του όρου) ιδεο-λογιών. Συγχρόνως, τα σύμβολα δεν αποτελούν μόνο σημαίνοντα (signifiers), αλλά και μετέχουν στην πραγματικότητα του σημαινομένου (signified) χωρίς, ωστόσο, να την εξαντλούν. Το γεγονός ότι τα σύμβολα μετέχουν στην πραγματικότητα του σημαινομένου χωρίς, ωστόσο, να την εξαντλούν, δηλαδή, το γεγονός ότι τα σύμβολα δεν ταυτίζονται πλήρως με την πραγματικότητα του σημαινομένου στην οποία, ωστόσο, μετέχουν, συνεπάγεται ότι αφήνουν πάντοτε ανοικτό ένα περιθώριο συνειδησιακής εξέλιξης, αναστοχασμού, επανερμηνείας και υποκειμενικής ελευθερίας.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται και ο κίνδυνος μιας υπερπληροφόρησης (υπερβολικής συνειδησιακής εξωστρέφειας), η οποία είναι εξίσου καταδικαστέα όσο και η υποπληροφόρηση (υπερβολική συνειδησιακή εσωστρέφεια): η υπερπληροφόρηση προκαλεί την υπερβολική ανάπτυξη του κοινωνικού εγώ, ή της κοινωνικότητας, με τρόπο που τελικώς οδηγεί στον αποπροσανατολισμό τού κοινωνικού εγώ και στη διάλυση του υποκειμένου, ενώ η υποπληροφόρηση προκαλεί τον υπερβολικό τονισμό του εσώτερου εγώ, ή της ετερότητας, με τρόπο που οδηγεί στην εγωπάθεια και στην πνευματική υστέρηση του υποκειμένου. Εξ ου και, στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ούτε η αμερικανική ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, ούτε η αμερικανική ιδεολογία του νεοσυντηρητισμού, ούτε η ιδεολογία του απομονωτισμού/εθνικισμού δεν μπόρεσε να αποτελέσει ένα καθολικώς αποδεκτό και αποτελεσματικό ιδεολογικό θεμέλιο της παγκόσμιας τάξης, αλλά και οι τρεις αυτές ιδεολογίες αποδείχθηκαν πρόξενοι κρίσεων και συγκρούσεων: οι μεν ιδεολογίες του νεοφιλελευθερισμού και του νεοσυντηρητισμού, όπως εκδηλώθηκαν και εφαρμόστηκαν στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, χαρακτηρίζονται από τον προαναφερθέντα κίνδυνο της υπερπληροφόρησης, η δε ιδεολογία του απομονωτισμού/εθνικισμού, που είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη στην Ευρώπη και, κατά κάποιον τρόπο, υποστηρίχθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ (Donald Trump), χαρακτηρίζεται από τον προαναφερθέντα κίνδυνο της υποπληροφόρησης.
Η υπαρξιακή τόλμη και η ελευθερία της συνείδησης μπορούν να εξασφαλίσουν, με κριτικό τρόπο, την ισόρροπη ανάπτυξη μεταξύ του εσώτερου και του κοινωνικού εγώ, και να ενισχύσουν, με ορθολογικό τρόπο, εκείνα τα σύμβολα που εξασφαλίζουν την επικοινωνία μεταξύ των συνειδήσεων, οδηγώντας στην ανάδυση ενός κόσμου που χωρεί εντός του πολλούς κόσμους, δηλαδή, μια παγκόσμια, ελεύθερη και τίμια «αγορά» ιδεο-λογιών. Η ιδεολογική ελευθερία επιβεβαιώνει το δικαίωμα της ιδεολογίας ως σχετιζόμενο με τα δικαιώματα της ίδιας της συνείδησης. Συνεπώς, κάθε συνειδησιακή άρνηση και κάθε συνειδησιακή κατάφαση αποβαίνουν, αντιστοίχως, συνειδητή άρνηση και συνειδητή κατάφαση, που πηγάζουν από την επίγνωση της ελευθερίας της ιδεολογούσας συνείδησης. Θεσμικός εγγυητής και θεματοφύλακας, δε, αυτής της παγκόσμιας, ελεύθερης και τίμιας «αγοράς» ιδεολογιών μπορεί να είναι μόνο ένας φύσει παγκόσμιος θεσμός, δηλαδή, ένας θεσμός που ανήκει σε όλους και υπάρχει στην υπηρεσία όλων, και τέτοιος θεσμός είναι σήμερα ο Ο.Η.Ε. Ο Ο.Η.Ε. αποτελεί τον αυθεντικότερο ιδρυμένο θεσμό παγκόσμιας διακυβέρνησης, και, βεβαίως, αποτελεί «σκάνδαλο» ή και αντικείμενο υπονομευτικών και χειραγωγικών επιχειρήσεων εκ μέρους διαφόρων εκπροσώπων της Παλαιάς Εποχής και αντιδραστικών εθνικιστών και μιλιταριστών, ακόμη και εκ μέρους ανώτατων πολιτικών στελεχών των κρατών-μελών του Συμβουλίου Ασφάλειας του Ο.Η.Ε. Ο αείμνηστος Σουηδός διπλωμάτης Νταγκ Χάμαρσολντ (Dag Hammarskjöld), ο οποίος διετέλεσε γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. κατά το χρονικό διάστημα 1953–61, είχε σοφά πει ότι ο Ο.Η.Ε. αποτελεί ένα «σύμβολο πίστης», και ότι, «για κάθε άνθρωπο στέκεται ως ένα είδος “ναι” στην ικανότητα του ανθρώπου να διαμορφώσει το δικό του πεπρωμένο […] έτσι ώστε να δημιουργήσει έναν κόσμο στον οποίο η αξιοπρέπεια του ανθρώπου να μπορεί να πραγματωθεί πλήρως».
Παραπομπές
Bell, Daniel. The End of Ideology: On the Exhaustion of Political Ideas in the Fifties. Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 2000.
Brzezinski, Zbigniew. Out of Control: Global Turmoil on the Eve of the 21st Century. New York: Collier Books/Macmillan, 1993.
Cox, Richard H., ed. Ideology, Politics and Political Theory. Belmont, Calif.: Wadsworth, 1969.
Geertz, Clifford. “Ideology As a Cultural System,” in: The Interpretation of Cultures: Selected Essays by Clifford Geertz. New York: Basic Books, 1973.
Guyer, Paul, ed. The Cambridge Companion to Kant. Cambridge: Cambridge University Press, 1992.
Johnson, Chalmers. Nemesis: The Last Days of the American Republic. New York: Metropolitan Books, 2008.
Laos, Nicolas. “The Relationship Between the Reality of the World and the Reality of Consciousness.” The Esoteric Quarterly, Vol. 15, No. 4 (Summer, 2020), σελ. 59–84, online:
https://www.esotericquarterly.com/issues/EQ15/EQ1504/EQ150420-Laos.pdf#page=1
Lichtheim, George. The Concept of Ideology, and Other Essays. New York: Random House, 1967.
Luard, Evan, ed. Basic Texts in International Relations: The Evolution of Ideas about International Society. London: Macmillan, 1992.
Mannheim, Karl. Ideology and Utopia: An Introduction to the Sociology of Knowledge. New York: Harcourt, Brace and Company, 1936.
Marx, Karl. A Contribution to the Critique of Political Economy (ed. and intr. By Maurice Dobb). Rise of Douai, 2015.
Marx, Karl, and Friedrich Engels. The German Ideology (ed. by James Caulfield). Martino Fine Books, 2011.
Niblock, Tim. Iraq: The Contemporary State. London: Macmillan, 1982.
Olshewsky, Thomas M. “Peirce’s Pragmatic Maxim.” Transactions of the Charles S. Peirce Society, Vol. 19, No. 2 (Spring, 1983), σελ. 199–210.
Peters, Michael A., Rider Sharon, Mats Hyvönen, and Tina Besley, eds. Post-Truth, Fake News: Viral Modernity and Higher Education. Singapore: Springer, 2018.
Phillips, Adam. “The Unimportance of Being Ernest.” London Review of Books, Vol. 15, No. 15 (August 1993), online:
https://www.lrb.co.uk/the-paper/v15/n15/adam-phillips/the-unimportance-of-being-ernest
Seliger, Martin. Ideology and Politics. London: Allen and Unwin, 1976.
Shils, Edward. “Ideology: The Concept and Function of Ideology,” in: International Encyclopedia of the Social Sciences, Vol. VII. New York: Macmillan and Free Press, 1968.
Sternhell, Zeev. The Birth of Fascist Ideology, trans. by David Maisel. Princeton, N.J.: Princeton University Press, 1994.
Λάος, Νικόλαος. Εγχειρίδιο Διδασκάλων. Γιαννιτσά: Εκδόσεις της Νέας Διάστασης, 2020, https://www.newdimension.gr/dida/
Πλάτων, εκδόσεις Οξφόρδης (Oxford Scholarly Editions).
Η παρούσα ερευνητική εργασία αποτελεί μέρος ενός φιλοσοφικού και πολιτικού εργαστηρίου που οργάνωσε το Scholarly and Political Order of the Ur-Illuminati (SPOUI) σε συνεργασία με εκλεκτούς αποφοίτους της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Yale και Αμερικανούς ερευνητές της πνευματικότητας με αφορμή την έκδοση του βιβλίου μου με τίτλο Εγχειρίδιο Διδασκάλων, Εκδόσεις της Νέας Διάστασης, 2020, ISBN: 978-618-84514-5-2: https://www.newdimension.gr/dida/.
Δρ. Νικόλαος Λάος
Φιλόσοφος – Σύμβουλος Νοοπολιτικής