Γράφει ο Κώστας Δελημήτρος,
Βουλευτής Μαγνησίας του ΣΥΡΙΖΑ
Ήδη από το καλοκαίρι στα σχέδια της προηγούμενης κυβέρνησης ήταν να ιδιωτικοποιήσει στην ουσία την Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού με όρους “ξεπουλήματος” τα οποία ξεσήκωσαν και δικαιολογημένα, το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας . Παράλληλα η νέα συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ της ΔΕΗ Α.Ε και της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ , τις τελευταίες ημέρες βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων με την Κυβέρνηση να γίνεται αποδέκτης ποικίλων κριτικών για αυτήν.
Ας εξετάσουμε όμως τα δύο θέματα ξεχωριστά.
Η μακρά πορεία για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ ξεκίνησε ήδη από το 1996 επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη με τον νόμο περί “Εκσυγχρονισμού των ΔΕΚΟ” και αναμεσά τους όλες οι σημαντικές ενεργειακές ΔΕΚΟ. Στα χρόνια που ακολούθησαν η πορεία των αποκρατικοποιήσεων συνεχίστηκε με μικρά αλλά σταθερά βήματα. Η τριχοτόμηση της ΔΕΗ (Δίκτυα, Εργοστάσια , Διανομή) ,η απώλεια του πλειοψηφικού πακέτου για το κράτος και η δημιουργία και πώληση της «μικρής ΔΕΗ» με προίκα τα πλέον σύγχρονα θερμοηλεκτρικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια, μαζί με την θυγατρική ΑΔΜΗΕ, που προετοίμαζε σε βάθος τριετίας, σύμφωνα με όσα εξήγγειλαν η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου θα ολοκλήρωνε το νεοφιλελεύθερο εγχείρημα της αποκρατικοποίησης της ναυαρχίδας των ενεργειακών ΔΕΚΟ.
Η σημερινή Κυβέρνηση , όπως προεκλογικά δεσμεύτηκε και μετεκλογικά τόνισε ο αρμόδιος Υπουργός κ. Λαφαζάνης, δεν θα προχωρήσει σε καμία ιδιωτικοποίηση ενεργειακής επιχείρησης. Η διατήρηση του Δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ, η απαλλαγή της από ληστρικά ιδιωτικά συμφέροντα και η ανασυγκρότησή της με βάση αναπτυξιακά, κοινωνικά , περιβαλλοντικά και παραγωγικά κριτήρια είναι τα προ απαιτούμενα, ώστε η ΔΕΗ να αποτελέσει μια υγιή, αναβαθμισμένη αλλά και πραγματικά κοινωφελή επιχείρηση.
Το ηλεκτρικό ρεύμα είναι αναγκαίο για κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα καθώς και κίνηση των αγαθών. Για αυτό και η ΔΕΗ πρέπει να λειτουργεί πάντα προς το συμφέρον των πολιτών και παρακάτω να υπαχθεί σε Δημόσιο, Κοινωνικό και Εργατικό Έλεγχο.
Η διακοπή της αποκρατικοποίησης της ΔΕΗ και η επανάκτηση όσων κομματιών της έχουν “χαριστεί” σε ιδιώτες κατά το παρελθόν ,ακόμα και εάν αυτό επιφέρει σύγκρουση και ρήξη με εγχωρία και ξένα συμφέροντα , είναι αυτό που οφείλει να πράξει μια Κυβέρνηση της Αριστεράς.
Ταυτόχρονα, η μείωση των τιμολογίων της ΔΕΗ όπως ήδη εξετάζεται από το Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης , Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την Εταιρεία σε συγκερασμό με όσα προβλέπονται στο πρώτο νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, είναι ενέργειες που δίνουν ανάσα σε χιλιάδες συμπολίτες μας.
Παράλληλα, καθίστανται και ως ένα εξαιρετικό πρώτο δείγμα γραφής για την Κυβέρνησης της Αριστεράς με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ , σε ότι αφορά την αντιμετώπιση ενός τόσο κρίσιμου ζητήματος, η παροχή δωρεάν ρεύματος σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες καθώς και η παροχή φθηνού ηλεκτρικού ρεύματος σε όλα τα νοικοκυριά.
Για τη Συλλογική Σύμβαση εργασίας της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ.
Ας δούμε τη θέση της Κυβέρνησης ως προς την συλλογική σύμβαση που κατάφερε να εξασφαλίσει η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ .
Αλήθεια, δε θα πρέπει να «μεροληπτεί» ταξικά μια Κυβέρνηση της Αριστεράς προς όφελος των εργαζόμενων και των λαϊκών αναγκών, στις συλλογικές διαπραγματεύσεις των διοικήσεων των επιχειρήσεων (είτε του δημόσιου, είτε του ιδιωτικού τομέα) με τους εργαζόμενους;
Δε θα πρέπει να επιλέγει απάντηση στο ιστορικό και κοινωνικά προωθητικό δίλημμα «κεφάλαιο-εργασία»;
Η αβίαστη απάντησή μας είναι πως φυσικά και θα πρέπει, εφόσον είναι Κυβέρνηση του κόσμου της δουλειάς και όλου του Λαού, και όχι του κεφαλαίου και των υπηρετών του.
Η Κυβέρνηση της Αριστεράς έχει βασική αρχή να υπερασπίζεται και να στηρίζει τις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις, καθώς μέσω αυτών προασπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, τα οποία έχουν αποκτηθεί μετά από μεγάλους και επίπονους κοινωνικούς αγώνες. Βέβαια οι υποχρεώσεις μας δεν σταματούν εκεί. Έχει απόλυτο χρέος να επαναφέρει το Εργατικό Δίκαιο ,που καταπατήθηκε από τους μνημονιακούς αντεργατικούς νόμους, να θεσμοθετήσει ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο που να προστατεύει κάθε έναν εργαζόμενο σε Δημόσιο και Ιδιωτικό τομέα , ώστε να απαγορευτούν και να αποτραπούν οι εργοδοτικές απειλές και αυθαιρεσίες , να πάρει σαφή μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας, όπως επίσης και να τηρήσει απαρέγκλιτα την προεκλογική της δέσμευση για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.
Ένα δεύτερο ερώτημα που γεννιέται είναι το κατά πόσο είναι ωφέλιμο για την ίδια την εργατική τάξη , να βάλλονται οι κατακτήσεις ενός – οποιουδήποτε Συνδικαλιστικού φορέα ; Σίγουρα, ανεξάρτητα από το αν θεωρείται από πολλούς “προνομιούχος” ο κλάδος των εργαζομένων στη ΔΕΗ, το να καταφέρνει ένα Συνδικαλιστικό όργανο στη Συλλογική του Σύμβαση την ενσωμάτωση ενός επιδόματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τίποτα λιγότερο από ένα καλό παράδειγμα αλλά και εφαλτήριο για τους υπολοίπους κλάδους να δυναμώσουν τα Σωματεία τους και να διεκδικήσουν και εκείνοι καλύτερους εργασιακούς όρους.
Η συσπείρωση των εργαζομένων στους κοινούς αγώνες αλλά και η διάθεση της Κυβέρνησης να επαναφέρει την προστασία των Συλλογικών Συμβάσεων χωρίς “ευελιξίες” εις βάρος των εργαζόμενων είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.
Συνοψίζοντας τόσο η ανασυγκρότηση της ΔΕΗ και η προστασία του Δημόσιου χαρακτήρα της όπως περιεγράφηκε παραπάνω, όσο και η επαναφορά των εργασιακών σχέσεων και των Συλλογικών συμβάσεων στα προμνημονιακά επίπεδα αποτελούν βασικές προκλήσεις και στοχεύσεις για μια πραγματικά αριστερή φιλολαϊκή Κυβέρνηση.
Η ενεργή στήριξη του Ελληνικού λαού σε συνδυασμό με την καλόπιστη κριτική των ενεργειών της Κυβέρνησης μπορούν να βοηθήσουν καίρια προς αυτή την κατεύθυνση.