Γράφει ο Κωνσταντίνος Μαραβέγιας,
Χειρουργός,
Επιστημονικός Δ/ντής Άνασσα Γενική Κλινική
Όλοι όσοι ασχολούμαστε με το χώρο της υγείας γνωρίζουμε πολύ καλά πως η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας αποτελεί το σημαντικότερο πυλώνα κάθε συστήματος υγείας και αποτελεί ή τουλάχιστον θα έπρεπε να αποτελεί την πύλη εισόδου προς όλες τις υπόλοιπες βαθμίδες. Το πιθανότερο είναι ότι η μεγαλύτερη σπατάλη δημοσίου χρήματος για την υγεία και ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής δαπάνης απορροφώνται σε αυτό το σκοπό. Η πρόσφατη εξαγγελία των ΤΟΜΥ, κατά τη γνώμη μου, κάθε άλλο παρά προάγει την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Απογοήτευση με κυρίευσε όταν άκουσα τις εξαγγελίες του γ.γ. του Υπουργείου Υγείας περί της δημιουργίας αυτών των μονάδων και πώς αυτές θα στελεχωθούν.
Ειδικότερα, ο γ.γ. ανέφερε πως θα αποτελούνται από τέσσερις γιατρούς Παθολόγους ή Γενικής Ιατρικής ανά 2000 κατοίκους. Αυτό συνεπάγεται πως όταν το σχέδιο θα έρθει σε πλήρη ανάπτυξη σε μία πόλη 150.000 κατοίκων (όπως ο Βόλος στον οποίο κατοικώ και εργάζομαι) θα χρειαστούν περίπου 300 γιατροί αυτών των ειδικοτήτων, οι οποίοι θα βρίσκονται σε καθεστώς μόνιμης απασχόλησης με τετραετή σύμβαση έργου και θα πλαισιώνονται από ανάλογο αριθμό διοικητικού προσωπικού, κοινωνικών λειτουργών και επισκεπτών υγείας. Τα ερωτήματα που γεννώνται είναι κατά συνέπεια τα εξής:
Πού θα βρεθεί αυτός ο τόσο μεγάλος αριθμός γιατρών. Αν όχι συνεπάγεται ότι αυτές οι δομές θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά στο υπόλοιπο σύστημα και κατά πάσα πιθανότητα ως σταγόνα στον ωκεανό. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση προβαίνει σε άλλη μία προχειρότητα που αποσκοπεί στην κατανάλωση ενωσιακών πόρων για βόλεμα ημετέρων. Στην πράξη, σε ό, τι αφορά τις ιατρικές προσλήψεις εκτιμώ ότι ο θεσμός θα είναι ελάχιστα ελκυστικός, αφού οι περισσότεροι γιατροί αυτών των ειδικοτήτων κατορθώνουν να απασχολούνται ήδη ικανοποιητικά με άλλους τρόπους (Κέντρα Υγείας, Συμβασιούχοι ΕΟΠΥΥ, ιδιωτικός τομέας).
Πώς θα εξασφαλίζεται το γεγονός ότι αυτοί γιατροί θα κατανέμουν την εργασία μεταξύ τους ισομερώς και δεν θα προκύψουν για άλλη μια φορά τα γνωστά δημοσιοϋπαλληλικά φαινόμενα (κάποιοι να σέρνουν το βάρος τις εξυπηρέτησης των συμπολιτών μας, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι θα αναζητούν τους γνωστούς τρόπους αποφυγής της εργασίας, κατά τα όσα διέπουν το ελληνικό δημόσιο). Το ερώτημα είναι εύλογο από την ώρα που ουδείς λόγος έγινε περί της αξιολόγησης αυτών των γιατρών και γενικότερα του προσωπικού που θα απασχολείται.
Πώς θα εξασφαλιστεί η συνέχιση της λειτουργίας των δομών αυτών μετά την πάροδο της τετραετίας που θα συνεπάγεται και την εξάντληση των ενωσιακών πόρων και άρα θα επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός.
Η Νέα Δημοκρατία, ως παράταξη υπέρμαχος της ανταγωνιστικότητας και της ελεύθερης αγοράς οφείλει να προωθήσει το δικό της σχέδιο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που θα βασίζεται σε αυτές τις αρχές. Ειδικότερα:
Ελεύθερη πρόσβαση των Παθολόγων και Γενικών Γιατρών και Παιδιάτρων (των πραγματικών δηλαδή gatekeepers) στο Πρωτοβάθμιο Σύστημα από τα ιατρεία τους. Όλοι οι πολίτες με τον ΑΜΚΑ τους θα πρέπει στην αρχή κάθε έτους να δηλώνουν το γιατρό της επιλογής τους για όλο το χρόνο. Με βάση τον αριθμό των ΑΜΚΑ που κάθε γιατρός θα συγκεντρώνει θα καθορίζεται το ύψος της ετήσιας αμοιβής του, ανεξαρτήτως του αν όλοι αυτοί οι πολίτες θα προσέρχονται καμία, μία ή περισσότερες φορές κατά τη διάρκεια του έτους.
Αξιοποίηση ενωσιακών πόρων για θεσμοθέτηση εφημεριακών υπηρεσιών (8 το βράδυ με 8 το πρωί της επομένης και σαββατοκύριακα – αργίες), ώστε η παροχή να λειτουργεί αδιάκοπα και να βοηθήσει ουσιαστικά την αποσυμφόρηση των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών των Νοσοκομείων.
Ελεύθερη πρόσβαση των γιατρών των υπολοίπων ειδικοτήτων σε σύστημα εξέτασης κατόπιν παραπομπής από τους Οικογενειακούς Γιατρούς με αμοιβή κατά πράξη.
Εννοείται πως η καθιέρωση ενός τέτοιου συστήματος θα αποτελέσει μεγάλη καινοτομία, θα εξοικονομήσει χρήματα από το δημόσιο σύστημα, θα αποσυμφορήσει τα Δημόσια Νοσοκομεία και θα επιτρέψει την πραγματικά ελεύθερη πρόσβαση όλων των ασφαλισμένων στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Μάλιστα, πρόσφατα ο Τομεάρχης Υγείας κ. Βασίλης Οικονόμου έκανε δηλώσεις προς αυτή την κατεύθυνση και αναμένουμε όλοι τη δημοσιοποίηση των προγραμματικών εξαγγελιών.