Του Πάνου Τρ.Σκοτινιώτη*
Σε μια χώρα που η πολιτική αντιπαράθεση παίρνει τις περισσότερες φορές εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά, το να κάνει κανείς λόγο για πολιτική μετριοπάθεια και εθνική συνεννόηση ακούγεται εντελώς παράταιρο. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί πως όσο περισσότερο οι κύριες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, και ιδιαίτερα τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, συγκλίνουν σε βασικά θέματα, τόσο η πόλωση παίρνει χαρακτηριστικά μετωπικής σύγκρουσης.
Με φρασεολογία δανεισμένη από άλλους χώρους και με κρίσιμη τη συμβολή μέρους του μιντιακού συστήματος, ο ηθικός στιγματισμός και η προσωπική απαξίωση υποκαθιστούν όλο και συχνότερα τον πολιτικό λόγο και την πολιτική αντιπαράθεση.
Ο νέος φορέας της προοδευτικής παράταξης («Κίνημα Αλλαγής») θα πρέπει να συγκροτηθεί όχι ως παρακολούθημα της διχαστικής πόλωσης, αλλά σε σύγκρουση με το πνιγηρό αυτό κλίμα. Το πρόταγμά του δεν μπορεί, παρά να είναι ένα: πολιτική απέναντι στην πολιτική. Πιστεύω, άλλωστε, πως ολοένα και περισσότεροι πολίτες, και ιδιαίτερα νέοι άνθρωποι, αναζητούν φωνές υπευθυνότητας, ρεαλισμού και λογικής.
Δεν μπορώ να θυμηθώ εποχή που να μην επικαλούμαστε, κουραστικά και μονότονα, την κρίσιμη καμπή στην οποία βρίσκεται η χώρα. Τη στιγμή όμως που η Ελλάδα, μετά από μια τόσο επώδυνη περιπέτεια, ετοιμάζεται να περάσει στη μεταμνημονιακή εποχή, ε ναι, αυτή τη φορά βρισκόμαστε πράγματι σε κρίσιμη καμπή. Και τη φορά αυτή το πολιτικό σύστημα οφείλει να σταθεί στο ύψος της ιστορικής του ευθύνης. Το έργο δεν πρέπει να το ξαναζήσουμε. Δεν το αντέχει η χώρα, δεν το αντέχει η ελληνική κοινωνία.
Στο πλαίσιο αυτό, πιστεύω πως ο νέος φορέας της προοδευτικής παράταξης θα πρέπει να αναδείξει την ανάγκη για ένα ελάχιστο, έστω, επίπεδο εθνικής συνεννόησης σε δύο τουλάχιστον θέματα, τα οποία συνδέονται άμεσα μεταξύ τους και τα οποία θα κριθούν τους αμέσως επόμενους μήνες. Δηλαδή, στη διευθέτηση του χρέους, και στο πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις μας με τους θεσμούς, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης.
Θα πρόσθετα και ένα τρίτο, μείζονος σημασίας θέμα: τη συμβολή της Ελλάδας στις συζητήσεις για το νέο Ευρωπαϊκό σχέδιο. Ούτως ή άλλως, όσα αποφασιστούν τώρα δεν θα αφορούν τον βίο αυτής της κυβέρνησης, αλλά το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης για πολλές δεκαετίες. Συνεπώς, ούτε κρυφές ατζέντες συγχωρούνται, ούτε μονομερείς δεσμεύσεις μπορεί να γίνουν πολιτικά αποδεκτές. Αυτονόητο είναι πως για να υπάρξει η οποιαδήποτε εθνική συνεννόηση, η ευθύνη βαρύνει πρωτίστως την κυβέρνηση.
Αποτελεί πια κοινό τόπο ότι χωρίς υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης έξοδος από το τούνελ δεν πρόκειται να υπάρξει. Φαίνεται πως αυτό το αντιλαμβάνεται πλέον και η κυβέρνηση, μετά την αναγκαστική της προσγείωση. Ανάπτυξη ωστόσο δεν πρόκειται να υπάρξει, ούτε η ανεργία πρόκειται να καταπολεμηθεί, αν δεν καταφέρουμε να προσελκύσουμε ξένα μακροπρόθεσμα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια. Και παράλληλα, αν δεν στηριχθεί η υγιής μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, αφού με εξουθενωμένη τη μεσαία τάξη, δεν νοείται ανάπτυξη και επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Το βέβαιο είναι πως η Ελλάδα, μετά από δέκα χρόνια ύφεσης, μπορεί να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που είναι και ο μοναδικός τρόπος για να τιθασεύσουμε το υπέρογκο σήμερα χρέος. Και είναι πολύ σημαντικό, για μια χώρα που η έννοια των επενδύσεων είναι ενοχοποιημένη και πάντως αρνητικά φορτισμένη, το ότι μπήκε στη ζωή μας –με δραματική δυστυχώς καθυστέρηση- η μαγική λέξη «επενδύσεις».
Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ιδιαίτερα στον δευτερογενή τομέα, και πρωτίστως επενδύσεων που θα βοηθήσουν τη χώρα να συγχρονιστεί με την υπόλοιπη Ευρώπη που εισέρχεται δυναμικά στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, αποτελεί εθνικό στόχο. Η υλοποίηση μάλιστα του στόχου αυτού δεν εξαρτάται από τους ξένους, αλλά από δικές μας εσωτερικές επιλογές. Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρόν για μια γόνιμη πολιτική αντιπαράθεση, με εναλλακτικά πολιτικά σχέδια, για τα μέσα και τις πολιτικές που θα μας οδηγήσουν στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Πολύ περισσότερο που η κυβέρνηση εξακολουθεί να μετεωρίζεται και στο θέμα αυτό, αφού οι όποιες θετικές πρωτοβουλίες και οι όποιες θετικές μεταρρυθμίσεις υπονομεύονται από τις ιδεοληψίες πολλών στελεχών της.
Η μετριοπάθεια είναι, δυστυχώς, λέξη άγνωστη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Συνήθως θεωρείται συνώνυμη της ενδοτικότητας, αν όχι της αθέμιτης συναλλαγής με τον πολιτικό αντίπαλο.
Η προοδευτική δημοκρατική παράταξη, η οποία έχει συνδεθεί με μεγάλες τομές και μεταρρυθμίσεις από συστάσεως του ελληνικού κράτους, είναι αυτή που στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία θα πρέπει να σηκώσει τη σημαία της πολιτικής μετριοπάθειας και της εθνικής συνεννόησης. Η τυφλή πόλωση υπονομεύει την προοπτική της εθνικής ανασυγκρότησης. κλπ.).
* O Π.Σκοτινιώτης υπήρξε δήμαρχος Βόλου, βουλευτής και νομάρχης Μαγνησίας