Γράφει ο Γιώργος Καλτσογιάννης,
θεματικός αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλίας
Εδώ και μερικές ημέρες βρίσκεται σε εξέλιξη μια νέα προθεσμία για την ένταξη επαγγελματιών, εμπόρων και αγροτών σε ρύθμιση για οφειλές προς το Δημόσιο και τα Ταμεία.
Μια ακόμη προθεσμία, μια ακόμη ρύθμιση για οφειλές από τις πολλές που έχουμε δει μέσα στα χρόνια του μνημονίου.
Μπορεί να σωθεί, όμως ο ιδιωτικός τομέας με αυτόν τον τρόπο; Όχι. Η κυβέρνηση θεωρεί πως δίνοντας τη δυνατότητα της ρύθμισης στον επαγγελματία, θα του προσφέρει σωσίβιο επιβίωσης σε μια τελματωμένη αγορά. Κάνει λάθος.
Και αυτό για δύο λόγους.
Πρώτον, οι διαδικασίες για την ένταξη στις ρυθμίσεις είναι αυστηρές, χρονοβόρες και απαιτούν αρκετή γραφειοκρατία. Επαγγελματίες, έμποροι και αγρότες αποθαρρύνονται ή δεν έχουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να κάνουν το βήμα. Παράλληλα, όταν για ένα μήνα αδυνατεί κάποιος να πληρώσει τη δόση, τίθεται εκτός ρύθμισης. Και αυτό συμβαίνει πολλές φορές.
Δεύτερον, οι αγρότες, οι επαγγελματίες και οι έμποροι χρειάζονται ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία που να συνδυάζει την μείωση της φορολογίας με την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Όταν το 50-70% του εισοδήματος ενός επαγγελματία διοχετεύεται προς φόρους και εισφορές, τι περιθώριο να μείνει για την ανατροφοδότηση των παραγωγικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας; Ποιοι πόροι θα περισσέψουν για πληρωθούν ακόμη και οι δόσεις των ρυθμίσεων;
Ο κόσμος της αγοράς νιώθει πως εμπαίζεται. Ακούει συνεχώς για μέτρα στήριξης που ποτέ δεν έρχονται. Και είναι μόνος στη μάχη της επιβίωσης με όποιο ηθικό έχει απομείνει.
Επομένως οι ρυθμίσεις αποτελούν ασπιρίνη σε μια ασθένεια που γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Μόνο μια μεταρρυθμιστική πολιτική που θα τονώνει τον ιδιωτικό τομέα, θα προσφέρει την πολυπόθητη ώθηση για την ανάκαμψη της οικονομίας.