Του ΠΑΥΛΟΥ Γ. ΜΑΡΚΑΚΗ
π. Βουλευτή Μαγνησίας
Υπεύθυνος της ‘’ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΥΣΗΣ’’ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
Εδώ και μερικούς μήνες είναι σε έξαρση ο προβληματισμός και η αντιπαράθεση της τοπικής κοινωνίας και με κεντρικό πρωταγωνιστή την μεγάλη τσιμεντοβιομηχανία της πόλης, την ΑΓΕΤ.
Αυτή την φορά το μεγάλο θέμα είναι το νέο καύσιμο που θέλει να επιλέξει η ΑΓΕΤ και τα δυσμενή αποτελέσματα που θα έχει αυτή η καύση για την υγεία των κατοίκων του Βόλου και της ευρύτερης περιοχής.
Εγώ όπως και πολλοί συμπολίτες μου θυμόμαστε από μικρά παιδιά να απασχολεί την πόλη η σκόνη και τα αποτελέσματα της επεξεργασίας της πρώτης ύλης της μεγάλης αυτής βιομηχανίες που εγκαταστάθηκε στις παρυφές της Πρωτεύουσας της Μαγνησίας.
Βλέπουμε ακόμη σε μεγάλη έκταση τα κεραμίδια των σπιτιών να έχουν αλλάξει χρώμα από την επικάθηση της τσιμεντόσκονης. Έγιναν αγώνες μέχρι να βελτιωθούν τα φίλτρα συγκράτησης των μικροσωματιδίων. Αργότερα μπήκε το θέμα του καύσιμου υλικού και προφανώς οι τσιμεντοβιομηχανίες γενικώς επιδιώκουν για να μειώσουν τις δαπάνες λειτουργίας πειραματιζόμενες και επιλέγοντας το φθηνότερο προϊόν.
Σήμερα και μάλιστα μετά 8 χρόνια οικονομικής κρίσης στην χώρα μας έχουν αλλάξει τα δεδομένα και οι τσιμεντοβιομηχανίες δεν παράγουν τις μεγάλες ποσότητες που παρήγαγαν τις εποχές της οικοδομικής ευημερίας και των μεγάλων έργων.
Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας της ΑΓΕΤ άλλαξε. Εδώ και πολλά χρόνια δεν παίρνει την πρώτη ύλη από τον ορεινό όγκο που είναι πίσω της και αναγκάζεται να την μεταφέρει από την περιοχή του Αλμυρού με αυξημένο κόστος μεταφοράς μέσω πλωτών μέσων και ταινιοδρόμων.
Ωρίμασε λοιπόν ο χρόνος και πρέπει να μπει στον δημόσιο διάλογο και στις σκέψεις της ιδιοκτήτριας εταιρίας η περίπτωση του κλεισίματος του εργοστασίου και της μεταφοράς της άδειας του σε άλλη θέση.
Μια θέση πιο κατάλληλη που να συγκεντρώνει περισσότερα λειτουργικά πλεονεκτήματα για την ίδια την εταιρία και ταυτόχρονα λιγότερες επιπτώσεις για τους κατοίκους και το περιβάλλον.
Η μεταφορά θα μπει σε ένα χρονοδιάγραμμα και όταν ολοκληρωθούν οι υποδομές στο νέο εργοστάσιο, θα μεταφερθεί ο εξοπλισμός και το προσωπικό στην νέα θέση.
Έτσι δεν θα χαθούν ούτε οι θέσεις εργασίας και θα αξιοποιηθεί όσος εξοπλισμός είναι αξιόπιστος και τέλος θα αγοραστεί νέος με τις προδιαγραφές του νέου τρόπου λειτουργίας και επεξεργασίας τόσο της πρώτης ύλης όσο και του υλικού καύσης.
Το δεύτερο μεγάλο πλεονέκτημα για την περιοχή και την ιδιοκτησία είναι η αξιοποίησης της τεράστιας έκτασης. Η ανάπλασή της σε συνδυασμό με την συνέχεια του θαλασσίου μετώπου θα δημιουργήσει μια επενδυτική πρόκληση ανάλογη με αυτή του ‘’Ελληνικού’’ στην Αττική.
Μπορεί η πρόταση μου να δημιουργήσει ερωτηματικά και πιθανόν αντιδράσεις και κυρίως της ιδιοκτησίας της ΑΓΕΤ. Όμως άμα το σκεφτούν επιχειρηματικά και με μια τεχνοοικονομική μελέτη είμαι σίγουρος ότι, η μεταφορά σε άλλη θέση σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της υπάρχουσα έκτασης, θα αποδειχθεί ότι είναι ενδιαφέρουσα και για την εταιρία.
Επί πλέον θα ξεφύγει η εταιρία οριστικά από τον φαύλο κύκλο να είναι συνέχεια αντιμέτωπη και απολογουμένη στην τοπική κοινωνία για τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα που δημιουργεί και τα οποία δεν θα λυθούν ποτέ γιατί είναι πολύ κοντά σε ένα μεγάλο πολεοδομικό συγκρότημα και οι δικαιολογημένες ανησυχίες των κατοίκων δεν θα σταματήσουν ποτέ.
Το δεύτερο ερώτημα που εύλογα ανησυχεί τους εργαζόμενους και όσους δραστηριοποιούνται γύρο από την τσιμεντοβιομηχανία είναι εύκολο να απαντηθεί.
Δεν θα χαθεί καμία θέση εργασίας αφού με την μεταφορά της θα μεταφερθούν και οι εργαζόμενοι και οι συνεργάτες της. Αυτό εξασφαλίζεται με την διαδικασίας της νέας δανειοδότησης και με την παύση της σημερινής λειτουργίας ταυτόχρονα με την έναρξη της νέας εγκατάστασης.
Την πρόταση μου αυτή πρέπει να την αγκαλιάσουν όλοι οι φορείς της πόλης και με ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα να την υλοποιήσουμε σε συνεργασία με την ιδιοκτησία της ΑΓΕΤ.
Δεν είναι εύκολο, αλλά σίγουρα είναι μια ΛΥΣΗ προς την σωστή κατεύθυνση που αξίζει να ασχοληθούμε όσοι θέλουμε να βοηθήσουμε την περιοχή μας να απαλλαγεί από βαρίδια που δημιουργήθηκαν στο μακρινό παρελθόν και να σχεδιάσουμε ένα αναπτυξιακό μέλλον με στόχο την βελτίωση της ποιότητας ζωής, την δική μας και των παιδιών μας.