Του Άγγελου Αγραφιώτη*
Σίγουρα το τέλος των προγραμμάτων στήριξης θα μπορούσε να αποτελεί, από μόνο του, ένα γεγονός ιστορικής σημασίας, ένα γεγονός που θα μπορούσε να σηματοδοτεί την απαρχή μίας νέας πορείας για τη χώρα μας.
Όλα αυτά, βέβαια, υπό άλλες συνθήκες, αν είχε υλοποιηθεί ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής, το οποίο θα είχε επαναφέρει την ανάπτυξη στη χώρα, θα έδινε στους πολίτες τη δυνατότητα να αναφέρονται στο μέλλον με αισιοδοξία.
Δυστυχώς, όμως, οκτώ χρόνια μετά και αφού μεσολάβησαν τρία μνημόνια, εκ των οποίων το τρίτο ήταν παντελώς αχρείαστο, μόνο αισιοδοξία δεν μας γεμίζουν οι συνθήκες που φαίνεται να διαμορφώνονται. Η χώρα εξέρχεται, μεν, των προγραμμάτων, αλλά, ταυτόχρονα, εισέρχεται σε μία νέα περίοδο, στην οποία η επιτήρηση θα είναι ακόμη πιο στενή και οι θυσίες που θα απαιτηθούν από τους πολίτες σκληρότερες.
Η παραπάνω διαπίστωση δεν αποτελεί προσωπικό συμπέρασμα, αλλά προκύπτει από τα μέτρα που έχει εισάγει και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η σημερινή κυβέρνηση, του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, των κυρίων Τσίπρα και Καμμένου.
Στην κυβέρνηση, ωστόσο, ετοιμάζονται για το διάγγελμα του Πρωθυπουργού και, σε κάθε ευκαιρία και σε, σχεδόν, πανηγυρικό κλίμα, μας τονίζουν το θετικό της συγκυρίας και το πόσο μεγάλη επιτυχία αποτελεί η έξοδος από τα προγράμματα.
Είναι έτσι όμως; Δικαιολογείται η αισιοδοξία και το πανηγυρικό κλίμα, που κάποιοι καλλιεργούν; Ή μήπως η λήξη των προγραμμάτων ισοδυναμεί με την έναρξη μίας περιόδου σκληρότερης λιτότητας και μέλλον; Μήπως τα συμφωνηθέντα σφίγγουν, αντί να χαλαρώσουν, τη θηλιά στο λαιμό των πολιτών και δημιουργούν τις συνθήκες για περαιτέρω καθίζηση της ελληνικής οικονομίας;
Η απάντηση, μάλλον, δεδομένη και οι πολίτες την γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους, καθώς η αλήθεια δύσκολα κρύβεται.
Καμιά φορά, όμως, καλό είναι να ρίχνουμε μία ματιά και στα στοιχεία, τα οποία αποδίδουν την πραγματικότητα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ενώ καθόλου τυχαίες δεν είναι οι αναφορές όλων των έγκριτων διεθνών μέσων, αλλά και των παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ας ρίξουμε, λοιπόν, μία σύντομη ματιά στα στοιχεία.
Θα περίμενε κανείς η έξοδος από τα προγράμματα να συνεπάγεται τη μείωση του χρέους, αυτό άλλωστε αποτέλεσε και την συνθήκη που επέβαλε ως αναγκαιότητα την υλοποίηση αυτών των προγραμμάτων. Τουναντίον, όμως, αυτό διαρκώς αυξάνεται.
Όπως προκύπτει από τα τριμηνιαία στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την πορεία εξέλιξης του δημοσίου χρέους, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης στις 30 Ιουνίου 2018 ανήλθε στο ποσό των 345,379 δισ. ευρώ έναντι 343,740 δισ. ευρώ στις 31 Μαρτίου, συνεχίζοντας να αποτελεί το μεγαλύτερο χρέος, ποσοστιαία μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Η σύνθεση του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης αποτελείται από ομόλογα και βραχυπρόθεσμους τίτλους ύψους 68,138 δισ. ευρώ και από δάνεια ύψους 277,240 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 23,450 δισ. ευρώ είναι βραχυπρόθεσμα δάνεια με τη μορφή ρέπος.
Την ίδια στιγμή:
Οι πολιτικές λιτότητας, που όμως σκοτώνουν τις δυνατότητες ανάπτυξης και, άρα, και ανάκαμψης θα κορυφωθούν τα επόμενα χρόνια. Τούτο, σε συνδυασμό με την αυξημένη επιτήρηση για τα επόμενα χρόνια και την δέσμευση για εισαγωγή νέων «μεταρρυθμίσεων», μόνο θετικά δεν λειτουργεί τόσο συναισθηματικά, όσο και πρακτικά.
Η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή, που, υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να μειώνονται, διαρκώς αυξάνουν, ως αποτέλεσμα των χειρισμών της κυβέρνησης και των υψηλών φόρων και εισφορών που έχει επιβάλει.
Η φορολογία, που παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη, και η δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σχεδόν σκοτώνουν κάθε προϋπόθεση για αντιστροφή του κλίματος απαισιοδοξίας. Οι νέες, δε, φορολογικές επιβαρύνσεις θα κάνουν την κατάσταση ακόμη δυσχερέστερη για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που παραδοσιακά αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσουν ακόμη δυσχερέστερη την προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Τα οικογενειακά εισοδήματα έπεσαν κατά 30% και το 20% των Ελλήνων αδυνατούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Ένας στους τρεις Έλληνες ζει σε φτώχεια.
Η ανεργία καλπάζει, ενώ στους νέους κάτω των 25, αγγίζει το 52%, με το brain drain να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πληγές.
Το ΑΕΠ το 2023 θα είναι ακόμα 17% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2007. Αντίθετα η Πορτογαλία και η Ισπανία έχουν αναπληρώσει τη χαμένη οικονομική παραγωγή. Το 2007 οι Έλληνες ήταν πιο εύποροι κατά 21% από τους Πορτογάλους, κατά 71% από τους Πολωνούς και σχεδόν με το ίδιο κατά κεφαλήν εισόδημα με τους Ισπανούς. Σήμερα είναι σχεδόν 9% φτωχότεροι από Πορτογάλους και Πολωνούς, ενώ οι Ισπανοί είναι σχεδόν 40% πλουσιότεροι. Η Ελλάδα είναι πλέον η τέταρτη πιο φτωχή χώρα της ΕΕ μετά τις Βουλγαρία, Κροατία και Ρουμανία.
Ο ΕΝΦΙΑ, για τον οποίο υπήρχε η δέσμευση κατάργησης, είναι εδώ και, μάλιστα, πιο άδικος από ποτέ. Θα περίμενε κανείς να υπάρξει η μέριμνα για μείωση του να λειτουργήσει καθ’ αναλογία με τις τιμές που ισχύουν στην αγορά. Όμως, στην Ελλάδα της Κυβέρνησης της Αριστεράς, κάτι τέτοιο ισχύει μόνο για τις “πλούσιες” περιοχές, ενώ για τις περιοχές οπού διαμένουν τα μεσαία και χαμηλά στρώματα του πληθυσμού αυξάνεται!
Οι συντάξεις, από το νέο χρόνο, θα μειωθούν σε επίπεδα φτώχιας.
Τα capital controls παραμένουν, παρά το γεγονός ότι, κανονικά, η έξοδος από τα προγράμματα θα έπρεπε να σημαίνει και την άρση τους.
Πραγματικά, θα μπορούσαμε για ώρες να παραθέτουμε στοιχεία για την κατάσταση που αφήνει πίσω της η έξοδος από τα μνημόνια. Όπως και για τις νέες συνθήκες που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε.
Συνθήκες, οι οποίες στο ακέραιο φέρουν την υπογραφή της σημερινής κυβέρνησης και ανατρέπουν κάθε προσπάθεια καλλιέργειας κλίματος ευφορίας, το success story για το οποίο προσπαθούν να μας πείσουν.
Η χώρα βγαίνει ματωμένη από τα προγράμματα επειδή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επί χρόνια «έπαιζε», σε βάρος μας, με τους θεσμούς, (ας μην ξεχνούμε το περίφημο ουάου του κ Βαρουφάκη), υπογράφοντας το τρίτο αχρείαστο μημόνιο, ενώ οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται και οι δεσμεύσεις, που ο κ. Τσίπρας και οι υπουργοί του έχουν αναλάβει, για συνέχεια των μεταρρυθμίσεων και για υψηλά, αιματηρά, πλεονάσματα προδιαθέτουν για συνέχεια της λιτότητας και της υπανάπτυξης που συνεπάγεται.
Άρα, υπάρχει κάποιος λόγος που να δικαιολογεί το πανηγυρικό κλίμα; Υπάρχει λόγος να ασπαστούμε ακόμη ένα επικοινωνιακό παιχνίδι της κυβέρνησης που με άλλα μας έλεγε, αλλά τελικά υλοποίησε την πιο σκληρά αντιλαϊκή πολιτική της περιόδου των προγραμμάτων;
Η απάντηση είναι σαφής και αρνητική.
*Ο Άγγελος Αγραφιώτης είναι :
Μέλος της Γραμματείας του Τομέα Προστασίας του Πολίτη του ΠΑΣΟΚ
Μέλος του ΚΙΝ.ΑΛ Μαγνησίας