Της Άννας Ιακωβίδου*
Πόσα μουσεία χωράνε σε μια πόλη και πόσα σε ένα χωριό; Ποιές φορές το ένα Μουσείο είναι λίγο και ποιές φορές έστω και ένα παραπάνω είναι πολύ; Υπάρχει χώρος στο πρόγραμμα των τουριστών για μία επίσκεψη σε Μουσεία; Άραγε ένα Μουσείο χωρίς προθήκες είναι Μουσείο; Και τέλος ποιό το όφελος της ύπαρξης Μουσείων χωρίς αντίτιμο εισόδου;
Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο θέματα από όσα συζητήθηκαν το Σάββατο 6 Οκτωβρίου στο Συνέδριο με θέμα «Μικρά Μουσεία σε περιόδους κρίσης. Προκλήσεις και προοπτικές» που διοργάνωσε αφορμώμενο από τον εορτασμό των 10 χρόνων λειτουργίας του το Μουσείου Ελιάς και Λαδιού Πηλίου που εδρεύει στην Άνω Γατζέα.
Οι συμμετέχοντες του Συνεδρίου παρουσίασαν τις εμπειρίες που έχει αποκομίσει ο καθένας από την προσωπική του ενασχόληση με τα Μουσεία. Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου τονίστηκε η ποικιλομορφία και παράλληλα η διαφορετικότητά των Μουσείων και κατ’ επέκταση η μοναδικότητα του κάθε Μουσείου. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα για να γίνει αντιληπτό το φάσμα της ποικιλομορφίας των Μουσείων και των ανθρώπων που τα παρουσίασαν ήταν ότι συμμετείχαν στο Συνέδριο από τον εμψυχωτή του Μουσείου Λιμναίου Πολιτισμού Κάρλας μέχρι τον ιδρυτή του Μουσείου Ελληνικής Παιδείας Καλαμπάκας Τρικάλων και τον Πρωτοσύγκελο Ι. Μ Ξάνθης και Περιθωρίου.
Η κυρία Μάρλεν Μούλιου, Λέκτορας Μουσειολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, προχώρησε πέρα από τις εμπειρικές τοποθετήσεις των υπόλοιπων συνέδρων και παρουσίασε μία αμιγώς επαγγελματική οπτική των όσων εξελίσσονται στο τομέα της μουσειολογίας. Μεταφέροντας για λίγο το σημείο εστίασης σε μικρά μουσεία που βρίσκονται στο εξωτερικό, υποστήριξε ότι τα μικρά μουσεία χρειάζονται μεγάλα οράματα. Αναφέρθηκε με συγκεκριμένα παραδείγματα σε μικρά μουσεία τα οποία έχουν κερδίσει ευρωπαϊκές διακρίσεις, προτρέποντας έτσι τους συνευρισκόμενους να μη φοβηθούν και να προχωρήσουν στην υλοποίηση καινοτόμων ιδεών.
Ένας κοινός συντελεστής που ένωσε τους προβληματισμούς των συνέδρων ήταν η βιωσιμότητα αυτών των Μουσείων καθώς τα περισσότερα βρίσκονται μακριά από τον αστικό ιστό της πόλης και κατά συνέπεια μακριά από τη πιο βασική κατηγορία επισκεπτών Μουσείων και των εν γένει πολιτισμικών χώρων, τους τουρίστες. Η προσβασιμότητα τους από τους ενδιαφερόμενους δεν είναι πάντα προσιτή, αφενός γιατί σε πολλές περιπτώσεις εξαρτάται άμεσα από τις αστικές συγκοινωνίες της πόλης και αφετέρου γιατί δεν υπάρχει κάποια οργανωμένη δικτύωση ώστε το ένα μουσείο να συνεργάζεται και να προωθεί τις δράσεις των άλλων. Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι ότι σε μία περιοχή, όπως ο Βόλος και τα διάσπαρτα χωριά του Πηλίου, που ο δείκτης του τουρισμού ακολουθεί μία σταθερά ανοδική πορεία, αντί τα Μικρά Θεματικά Μουσεία να λειτουργούν επικουρικά σε αυτήν την άνοδο, απεναντίας να επιβιώνουν σχεδόν παρασιτικά αν δεν έχουν φτάσει ήδη στο ατυχές σημείο να κλείσουν τελείως.
Ωστόσο, και ακριβώς αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που έκαναν αναγκαία την πραγματοποίηση αυτού του Συνεδρίου, οι άνθρωποι που τόσα χρόνια ανιδιοτελώς αγωνίζονται για τη συντήρηση και τη σωστή λειτουργία αυτών των Μουσείων, δεν καταβάλλονται από τις όποιες δυσμενείς συνθήκες και επιχειρούν να συναρμόσουν δημιουργικά τις δυνάμεις τους ώστε να μπορούν να οραματίζονται ένα πιο αισιόδοξο μέλλον.
Όπως είναι φυσικό και δεδομένου ότι δεν μπορούν όλες οι απόψεις να συγκλίνουν, ειπώθηκε και ο αντίλογος επιχειρηματολογώντας υπέρ μιας αστυφιλικής τάσης που υποστηρίζει ότι βαρύτητα θα πρέπει πρώτα να δοθεί ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες δομές στοχεύοντας στην καλύτερη εξυπηρέτηση των τουριστών στην πόλη (του Βόλου π.χ.) ελπίζοντας ότι οι ικανοποιημένοι τουρίστες θα στραφούν μετά και στα πιο αποκεντρωμένα μουσεία της ευρύτερης περιοχής.
Κατά τη διάρκεια της ανοιχτής συζήτησης στο τέλος του Συνεδρίου οι άνθρωποι αυτοί, που τόσα χρόνια και με τόσο μεράκι ασχολούνται με τα Μουσεία, χαρακτηρίστηκαν ως αιθεροβάμονες. Και για να είμαστε ρεαλιστές ενδεχομένως και να είναι, αλλά κατά τη διάρκεια του συνεδρίου παρουσιάστηκαν τουλάχιστον 5 Μουσεία που άνοιξαν εν μέσω οικονομικής κρίσης, και είναι ακόμα ανοιχτά προσφέροντας λύσεις τόσο για τους θιασώτες του εναλλακτικού τουρισμού, όσο και μία διέξοδο, μία διαφορετική ψυχαγωγία στους κατοίκους της περιοχής, και αυτό από μόνο του κάτι πρέπει να σημαίνει.
Όπως για παράδειγμα πολύ σημαντική αποδείχτηκε η μεγαλύτερη συνεισφορά των Μουσείων αυτών στην άνοδο του αριθμού των μαθητών που επισκέπτονται αυτούς τους χώρους στο πλαίσιο διαφόρων εκπαιδευτικών προγραμμάτων που οργανώνονται από ειδικούς μουσειοπαιδαγωγούς. Και άνοδος στην επισκεψιμότητα των μαθητών στο παρόν οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην άνοδο των ενήλικων επισκεπτών στο μέλλον. Σημαίνει τη δημιουργία μίας τελείως νέας γενιάς επισκεπτών, σημαίνει τη διαμόρφωση μίας τελείως νέας αντίληψης για τα Μουσεία, σημαίνει ότι τελικά τα Μικρά Μουσεία μπορούν να δημιουργήσουν κάτι πραγματικά μεγάλο.
Εν κατακλείδι το βασικό συμπέρασμα που πρέπει να βγει από αυτό το Συνέδριο είναι ότι κατάφερε να προωθήσει ένα γόνιμο και ουσιαστικό διάλογο, έδωσε βήμα να ακουστούν οι μικρές φωνές και τελικά κατάφερε να τονίσει την αναγκαιότητα της πραγματοποίησης παρόμοιων συνεδρίων καθώς αυτό που κατέστη σαφές είναι η ανάγκη για επικοινωνία και ανταλλαγή ιδεών και απόψεων από ανθρώπους που τους ενώνει το κοινό τους ενδιαφέρον για τα Μουσεία.
*Η Άννα Ιακωβίδου είναι αρχαιολόγος-μουσειολόγος, επιμελήτρια Μουσείου Εθνικής Αντίστασης Λάρισας.