Στη συνάντηση που είχε ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις Βρυξέλλες, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, αναφέρθηκε στην Τουρκία λέγοντας ότι είναι ένας σημαντικός σύμμαχος που συμβάλλει στην κοινή ασφάλεια, ενώ λίγο καιρό πριν, τον Ιανουάριο, χαρακτήρισε στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πάλι την Τουρκία «σύμμαχο-κλειδί» για τη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ο Ερντογάν, φυσικά, δεν παρέλειψε να χρησιμοποιήσει στην προχθεσινή συνάντηση τις δηλώσεις αυτές για να προωθήσει μια πλούσια ατζέντα τουρκικών διεκδικήσεων, επιβεβαιώνοντας την τεράστια διαφορά μεταξύ ενός σημαντικού και ενός «προβλέψιμου» συμμάχου.
Από σαφή πλέον θέση ισχύος ο Ερντογάν απαιτεί τα πάντα κινούμενος πολυεπίπεδα στη διπλωματική σκακιέρα, επιλέγοντας προσεκτικά τους συνομιλητές του και αποκλείοντας συστηματικά την Ελλάδα από κρίσιμες συναντήσεις για ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα τα ελληνικά συμφέροντα. Από τη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη μέχρι την επερχόμενη συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη για τη μεταναστευτική κρίση, η Ελλάδα είναι απούσα αλλά με το «μαχαίρι στο λαιμό» να παρακολουθεί τις αποφάσεις που λαμβάνονται γι’ αυτή χωρίς αυτή.
Οι ευθύνες της Κυβέρνησης είναι τεράστιες γιατί υποτίμησε τις κρίσιμες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή και είχε το βλέμμα αποκλειστικά στραμμένο στο εσωτερικό, έχοντας την ασφάλεια ενός καλά οργανωμένου επικοινωνιακού μηχανισμού. Η επικοινωνία όμως δε σώζει την εξωτερική πολιτική και δεν αναπληρώνει το κενό που επέτρεψε στην Τουρκία να αναβαθμιστεί από διεθνής παραβάτης σε ισότιμο συνομιλητή και ρυθμιστή των εξελίξεων και να προετοιμάσει το έδαφος για τον τουρκικό εκβιασμό.
Η Ελλάδα πληρώνει την αδράνεια της εξωτερικής της πολιτικής από το καλοκαίρι του 2019 καθώς και την αποτυχία της να αντιληφθεί εγκαίρως το σύνθετο γεωστρατηγικό παιχνίδι που στήνει ο Ερντογάν στην περιοχή και να προβλέψει τις επόμενες κινήσεις του.
Το μεγαλύτερο λάθος, όμως, είναι η διαχρονική εμμονή της Κυβέρνησης να αντιμετωπίζει το προσφυγικό-μεταναστευτικό ως θέμα διμερές μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας και όχι ως Ευρωτουρκικό, όπως πραγματικά είναι, δεδομένου ότι απώτερος σκοπός των ανθρώπων αυτών είναι να μεταβούν στην Κεντρική Ευρώπη. Η στάση αυτή βόλεψε την Ευρωπαϊκή Ένωση που αντί να προσέρχεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, λειτουργεί ως απλός διαμεσολαβητής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε διαπραγματεύσεις που με βεβαιότητα η Ελλάδα έχει πολλά να χάσει.
Οι εξελίξεις δε συγχωρούν και δυστυχώς πρόλαβαν την Κυβέρνηση με τρόπο αδυσώπητο.
Η ένδεια της εξωτερικής πολιτικής αποτυπώνεται και στα αιτήματα που διατυπώνει.
Η Τουρκία ζητάει εκβιαστικά τα πάντα με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας και η Ελλάδα δε ζητά τίποτα. Ο Ερντογάν συζητάει με τους σημαντικούς της Ευρώπης και ο κ. Μητσοτάκης επιδίδεται σε μια περιοδεία συγχαρητηρίων και τίποτα περισσότερο από κράτη που όταν χρειάστηκε μας γύρισαν την πλάτη.
Καλές οι φωτογραφίες και τα χτυπήματα στην πλάτη, αλλά σε αυτή την κρίσιμη εθνική και ευρωπαϊκή στιγμή επιβάλλεται πολιτική ουσίας και όχι επικοινωνίας.
Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος