Ενταγμένο στον κύκλο των ανοιξιάτικων εορταστικών εκδηλώσεων και το τριήμερο το Λαζάρου-Βαϊων, μετέχει των νεκρολατρικών – γονιμικών εθίμων, παράλληλα με τον θρησκευτικό χαρακτήρα του αγγέλματος της Μεγάλης Ανάσταση.
Σε πολλά μέρη, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, (93-142) νεαρά κορίτσια στολισμένα τα ίδια με λουλούδια γυρνούσαν στα σπίτια τραγουδώντας το τραγούδι του Λαζάρου. Αλλού κορίτσια με στολισμένα καλαθάκια ή ομοίωμα του Λαζάρου γυρνούν και λένε το Λάζαρο και οι νοικοκυρές τα φιλοδωρούν με αβγά. Στην Κύπρο γίνεται αναπαράσταση της νεκρανάστασης του Λαζάρου, ενώ στην περιοχή της Κοζάνης νέες κοπέλλες, στολισμένες με λουλούδια, οι Λαζαρίνες, χορεύουν τελετουργικά και τραγουδούν ανοιξιάτικα τραγούδια. Το τραγούδι του Λαζάρου είναι το προανάκρουσμα για το Πάθος του Χριστού και την Κάθοδο στον Άδη αλλά και την εκ νεκρών ανάσταση.
Τα κορίτσια, οι Λαζαρίνες, γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας στα χέρια ένα ομοίωμα του Λαζάρου, φτιαγμένο από τον κόπανο που πλένουν τα ρούχα, ντυμένο με πολύχρωμα πανιά, σα να κρατούν μωρό φασκιωμένο, ή τη ρόκα ή καλάμια ή και μια κούκλα στολισμένη με πολύχρωμα λουλούδια, κορδέλες και παρδαλά πανιά. Στη Σκύρο αντί για όλα αυτά παίρνουν τη σιδεροχουλιάρα κουτάλα τρυπητή) και βάζουν μαργαρίτες σε κάθε τρύπα. Στη μέση βάζουν ένα γαρυφαλλάκι κόκκινο και φτιάχνουν ένα πρόσωπο. Δένουν ένα ξύλο σταυρωτό πάνω στην κουτάλα, σαν χέρια και φορούν ένα πουκαμισάκι. Κάνουν το Λάζαρο. Γυρίζουν τα σπίτια και συγκεντρώνουν λεφτά, αβγά, ό,τι έχουν. Αλλού αντί για κόπανο έχουν ένα καλαθάκι στολισμένο με λουλούδια. Στην Κρήτη κάνουν ένα σταυρό με καλάμια και τον στολίζουν με κολαϊνες από λεμονανθούς και κόκκινα λουλούδια.
Στην Κύπρο αντί για το ομοίωμα ένα παιδί παρίστανε τον Λάζαρο, ντυμένο με λουλούδια. Γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και έπεφτε κάτω και παρίστανε τον νεκρό και όταν κάποιο από τα παιδιά φώναζε: « Λάζαρε, δεύρο έξω!» πετιόταν επάνω.
Το Σάββατο του Λαζάρου στολίζουν την εκκλησία με δάφνες, βάγια και κλαδιά ελιάς τα οποία μεταφέρουν τα νεαρά αγόρια. Στο Πήλιο, για παράδειγμα, οι νύφες της χρονιάς, όσες δηλαδή παντρεύτηκαν από το προηγούμενο Πάσχα και εξής φτιάχνουν μπουκετάκια με κεντημένα βάγια (δάφνες) και λουλούδια δεμένα με κορδέλλες και τα πηγαίνουν σ’ ένα πανέρι στην εκκλησία την Κυριακή των Βαϊων. Μετά τη λειτουργία τα μοιράζουν στους συγγενείς και τους φίλους. Παλιότερα έγραφαν και τα ονόματα κάθε οικογένειας στο μπουκετάκι. Στην Κύπρο πηγαίνουν στην εκκλησία ολόκληρη ελιά. Από αυτή κόβουν και μοιράζουν κλωνάρια.
Τα ψυχοσάββατα που προηγούνται ή έπονται του Πάσχα με κορυφαίο εκείνο των Αγίων Θεοδώρων και τελευταίο του Ρουσαλιού ή Αρσαλιού, της Πεντηκοστής προσδιορίζουν κυρίως τον αναγεννητικό χαρακτήρα των ανοιξιάτικων πασχαλινών γιορτών, αφού οι νεκροί είναι, σύμφωνα με τις αρχέγονες πανανθρώπινες δοξασίες οι πρώτοι «δαίμονες, (πνεύματα) της βλάστησης και από αυτούς εξαρτάται κατά ένα μεγάλο μέρος η καρποφορία της γης. Οι συχνές επισκέψεις στους τάφους, οι προσφορές, η απαραίτητη συμμετοχή τους – κάλεσμα, στις πιο ευχάριστες στιγμές, όπως στους χορούς του Πάσχα ή στο τραπέζι της ανάστασης δείχνουν την τιμητική θέση των νεκρών προγόνων στην παραδοσιακή αγροτοποιμενική οικογένεια – κοινωνία.
Ο φόβος των νεκρών αλλά και ο πόνος για τους πρόωρα ή πρόσφατα χαμένους οικείους, εντονότερα συναισθήματα τις χαρούμενες μέρες της Ανάστασης και της άνοιξης οδηγούν τους ζωντανούς σε φιλοσοφικές σκέψεις για το εφήμερο και απροσδιόριστο της ζωής:
Γιοφύρ’ είχα στη θάλασσα μα το Χριστός Ανέστη
Και σκάλα π’ ανεβαίνει αληθώς ήταν κι ανέστη.
Τρεις λυγερές ανέβαιναν μα το Χριστός Ανέστη
Το Χάρο να ρωτήσουν , αληθώς ήταν κι ανέστη
Δείξε μας , Χάρε, δείξε μας, πότε θελ’ να πεθάνω
Τι να σου δείξω κόρη μου, μαραίνεται η καρδιά μου
Την Κυριακίτσα πόρχεται, την άλλη παραπάνω
Σαν έχεις ρούχα βάστα τα, φλωριά μην τα λυπάσαι
Και να έχεις κι άλογο καλό περπάτα πανηγύρια.