Εάν οι τράπεζες θέλουν να διατηρήσουν την κερδοφορία τους και τα επόμενα χρόνια, με δεδομένη τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, καθώς βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στα επιτοκιακά δάνεια, θα πρέπει να αυξήσουν κυρίως το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο.
Με δεδομένη λοιπόν τη μείωση των επιτοκίων, η ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης αποτελεί τον βασικό μοχλό για μία βιώσιμη και ισχυρή κερδοφορία των τραπεζών.
Όπως δήλωσαν οι Έλληνες τραπεζίτες στους επενδυτές, σύμφωνα με πληροφορίες, στο πρόσφατο ελληνικό επενδυτικό συνέδριο που διοργάνωσε στο Λονδίνο η Morgan Stanley σε συνεργασία με το Χρηματιστήριο Αθηνών, οι τράπεζες έχουν στόχο για νέα δάνεια ύψους 10 δισ. ευρώ το 2025.
Η καθαρή πιστωτική επέκταση για το 2024 θα ξεπεράσει τα 6 δισ. ευρώ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, καθώς στο 9μηνο Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου 2024, σε επίπεδο ομίλων, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες εμφάνισαν σωρευτικά αύξηση ενήμερων δανείων κατά 5,7 δισ. ευρώ. (Πειραιώς χορηγήσεις 1,9 δισ. ευρώ, η Eurobank με 1,8 δισ. ευρώ η Alpha 1,1 δις. και Εθνική με 0,9 δισ. ευρώ.
Οι διοικήσεις των τραπεζών αναθεώρησαν για το υπόλοιπο του έτους την πιστωτική επέκταση η οποία θα μπορούσε να κυμανθεί σε επίπεδα μεταξύ 7 με 8 δισ. ευρώ. Οι ελληνικές τράπεζες ωφελούνται σημαντικά από το ελληνικό story ανάκαμψης και την αύξηση του εταιρικού δανεισμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις διεθνών οίκων.
Ο ελβετικός οίκος UBS σε προηγούμενη έκθεσή τους, επισημαίνει, μεταξύ των άλλων, ότι οι ελληνικές τράπεζες βγαίνουν δυναμικά από την ελληνική κρίση χρέους και είναι σε θέση να επωφεληθούν από την ισχυρή μακροοικονομική ανάκαμψη και τις πιστώσεις στις επιχειρήσεις.
«Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα προσφέρει μια συναρπαστική ιστορία μακροοικονομικής ανάκαμψης. Έχοντας λάβει 15 δισ. ευρώ περίπου από τα διαθέσιμα κεφάλαια ύψους 36 δισ. ευρώ του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), η χρησιμοποίηση των υπόλοιπων κεφαλαίων κατά τα επόμενα τρία έτη αποτελεί καταλύτη για επενδύσεις” επισημαίνει η UBS.
Και αναμένει ισχυρό εταιρικό πιστωτικό κύκλο της τάξης του 8% ετησίως (2023-2026), ο οποίος θα πρέπει να αντισταθμίσει τη συμπίεση του επιτοκιακού περιθωρίου (NIM), καθώς τα επιτόκια μειώνονται, με τις ελληνικές τράπεζες να έχουν επωφεληθεί από το πολύ χαμηλό κόστος της χρηματοδότησης.
Σε εκτιμήσεις της, για τις ελληνικές τράπεζες, η S&P προβλέπει ότι το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξηθεί κατά 2,4% κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2027, υπεραποδίδοντας των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης.
Η συνεχιζόμενη απορρόφηση των κονδυλίων στήριξης της ΕΕ θα ενισχύσει τη ζήτηση για νέα εταιρικά δάνεια. Η S&P αναμένει ότι τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών θα αυξηθούν κατά 4% τόσο φέτος όσο και το 2025, αν και η πιθανότητα υποαπόδοσης παραμένει υψηλή λόγω οικονομικών κινδύνων.
Επιπλέον, ο οίκος υποθέτει ότι η υψηλή ζήτηση για επισφαλή ελληνικά δάνεια θα συνεχιστεί. Οι θετικές προοπτικές στις εγχώριες αγορές ακινήτων και οι αυξημένες προοπτικές ανάκαμψης λόγω των μεταρρυθμίσεων θα υποστηρίξουν αυτή την εξέλιξη.
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του δημοσίου αναβαθμίζει και το αξιόχρεο των τραπεζών, οι οποίες θα μπορούν να δανείζονται με πιο χαμηλά επιτόκια. Να σημειώσουμε ότι όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα και μάλιστα δύο κλίμακες πάνω από το ελάχιστο όριο.
Ο φθηνότερος δανεισμός για τις τράπεζες σημαίνει εξίσου φθηνός δανεισμός και για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Οι δείκτες ρευστότητας των τραπεζών, που επίσης παρακολουθεί ο επόπτης, υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα απαιτούμενα. ‘Άλλωστε οι καταθέσεις των ιδιωτών βρίσκονται σε συνεχή ανοδική πορεία μετά το 2019. Έχουν αυξηθεί από 143 δισ. το 2019 σε 194 δισ. σήμερα, δηλαδή κατά περίπου 50 δισ. Σημειώνεται ότι στο τέλος του 2023 ο λόγος δανείων προς καταθέσεις ήταν στο 67,2%, δηλαδή πολύ κάτω της μονάδας, γεγονός που καταδεικνύει την ύπαρξη πλεονάσματος σε καταθέσεις και άφθονη ρευστότητα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
www.ertnews.gr