Όταν οι επιστήμονες κερδίζουν το Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής, συνήθως ευχαριστούν την οικογένεια και τους συναδέλφους τους, ίσως τα πανεπιστήμιά τους ή όποιον χρηματοδότησε την έρευνά τους. Φέτος, όταν ο μοριακός βιολόγος Γκάρι Ρούβκουν έλαβε το Νόμπελ Φυσιολογίας, ευχαρίστησε ένα μικροσκοπικό σκουλήκι που ονομάζεται Caenorhabditis elegans.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ένας επιστήμονας ευχαριστεί το συγκεκριμένο σκουλήκι. Το φετινό Νόμπελ Φυσιολογίας είναι το τέταρτο που βραβεύει έρευνα με το C. elegans, αναδεικνύοντας τον τεράστιο ρόλο του στην επιστημονική ανακάλυψη.
Το Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 2002 απονεμήθηκε σε τρεις επιστήμονες για την έρευνά τους γύρω από τους γενετικούς μηχανισμούς της δημιουργίας των οργάνων και του προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου. Ο ένας επιστήμονας από τους τρεις, ο Σίντνεϋ Μπρένερ πιστοποίησε ότι το C. elegans μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την συγκεκριμένη έρευνα και ανέπτυξε μεθόδους πραγματοποίησής της.
Το 2006 το Νόμπελ Φυσιολογίας απονεμήθηκε σε δυο επιστήμονες για την ανακάλυψη του γενετικού διακόπτη του RNA – ενός μηχανισμού που ελέγχει τη λειτουργία αρκετών γονιδίων και θα μπορούσε να οδηγήσει σε επαναστατικές γενετικές θεραπείες. Δύο χρόνια αργότερα, το Νόμπελ Χημείας απονεμήθηκε σε τρεις επιστήμονες για το έργο τους στην αξιοποίηση της GFP – της πράσινης φθορίζουσας πρωτεΐνης – που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να παρατηρηθούν και να μελετηθούν καλύτερα ορισμένα κύτταρα. Όλοι οι επιστήμονες που έλαβαν τα παραπάνω Νόμπελ ευχαρίστησαν το C. elegans για τη συνεισφορά του, αν και το πιο αστείο σχόλιο το έκανε ο Σίδνεϊ Μπρένερ.
«Αναμφίβολα, ο τέταρτος νικητής του βραβείου Νόμπελ φέτος είναι το Caenorhabditis elegans. Του αξίζει όλη η δόξα, αλλά φυσικά δεν θα μπορέσει να λάβει το χρηματικό βραβείο», είχε πει το 2008 όταν έλαβε το Νόμπελ.
Ο Δρ. Μπρένερ θεωρείται ο πατέρας της έρευνας του C. elegans, αφού πέρασε σχεδόν μια δεκαετία αναπτύσσοντας το τέλειο ερευνητικό μοντέλο. Ένα από τα πλεονεκτήματα του C. elegans είναι η απλότητά του, η οποία επιτρέπει στους επιστήμονες να δοκιμάσουν υποθέσεις σχετικά με θεμελιώδεις βιολογικές έννοιες σε ένα μοντέλο που είναι εύκολο να κατανοηθεί. Τα νηματώδη έχουν μόλις 959 κύτταρα – έναν εξαιρετικά διαχειρίσιμο αριθμό σε σύγκριση με τα τρισεκατομμύρια κύτταρα που διαθέτουν οι άνθρωποι – καθένα από τα οποία οι επιστήμονες έχουν ονομάσει και χαρτογραφήσει, από τη γονιμοποίηση μέχρι το θάνατο.
«Αυτός είναι ίσως ο καλύτερα κατανοητός πολυκύτταρος οργανισμός στον πλανήτη», δήλωσε ο Χάουαρντ Φέρις, νηματολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας.
Τα κύτταρά τους είναι εύκολο να χαρτογραφηθούν, αφού γίνονται ημιδιαφανή κάτω από το φως του μικροσκοπίου και περνούν από όλα τα αναπτυξιακά στάδια σε περίπου τρεις ημέρες. Το 1988, οι επιστήμονες κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν το γονιδίωμα του συγκεκριμένου σκουληκιού, χρόνια πριν μπορέσουν να κάνουν το ίδιο με τις μύγες και τα ποντίκια. Το σκουλήκι αυτό είναι επίσης φθηνό, εύκολο στην αποθήκευση και ένας εντελώς αυτάρκης οργανισμός όσον αφορά την αναπαραγωγή του.
Φέτος, ο Δρ. Γκάρι Ρούβκουν, καθηγητής Γενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και ο Βίκτορ Άμπρος, καθηγητής Φυσικών Επιστημών στη Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μασσαχουσέτης, μοιράστηκαν το Νομπέλ Ιατρικής για την ανακάλυψη του microRNA και του ρόλου του στην μετα-μεταγραφική ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα των New York Times, αρχικά, η ανακάλυψη του microRNA αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα, εν μέρει επειδή θεωρήθηκε ότι τα ευρήματα ήταν απλώς μια ιδιορρυθμία των σκουληκιών. Ωστόσο, μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Δρ. Ρούβκουν απέδειξε ότι το microRNA ήταν παρόν σε διάφορα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, η επιστημονική κοινότητα τελικά συμφώνησε.
«Παρόλο που τα σκουλήκια είναι πιο απλοί οργανισμοί σε σχέση με τους ανθρώπους, στην πραγματικότητα έχουμε περισσότερα κοινά από ό,τι πιστεύουμε», σημείωσε ο Ρόμπερτ Γουάτερστον, γενετιστής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ.
«Αν καταλάβουμε το σκουλήκι, θα καταλάβουμε τη ζωή», κατέληξε.
ΠΗΓΗ: ΝΥΤ
www.ertnews.gr