Ξεχωριστό ιστορικό-πολιτικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολιτικές διαδρομές του Γεωργίου Καρτάλη και του Μιλτιάδη Πορφυρογένη. Η «πανουργία της Ιστορίας» έφερε τις δύο αυτές προσωπικότητες να συγκλίνουν σε καθοριστικές για τις εξελίξεις στη χώρα αποστολές.
Το νέο βιβλίο του Πάνου Σκοτινιώτη αποτελεί –χωρίς υπερβολή- μια εγκυκλοπαίδεια 731 σελίδων, η οποία μελετά σε βάθος μια πολιτική περίοδο τριάντα και πλέον χρόνων, από το 1934 ώς το 1967, ιδιαίτερα ταραγμένη αλλά και ενδιαφέρουσα. Εστιάζει στη Μαγνησία, με την οποία ο συγγραφέας έχει μια βιωματική σχέση, αφού την έχει υπηρετήσει ως βουλευτής, νομάρχης, αλλά και δήμαρχος Βόλου. «Παντρεύει» όμως με μαεστρία την τοπική ιστορία με την εθνική πραγματικότητα, προσφέροντας στον αναγνώστη μια συνολική εικόνα των πολιτικών και εκλογικών εξελίξεων. Η συνέντευξη είχε αφορμή το βιβλίο, αλλά επεκτείνεται μέχρι το σημερινό πολιτικό σκηνικό και τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί.
Συνέντευξη στον Δημήτρη Κουκλουμπέρη (Εφημερίδα των Συντακτών)
Πριν μερικές εβδομάδες κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας το βιβλίο σας με τίτλο «Μαγνησία και πολιτική εν καμίνω», το οποίο επιχειρεί κυρίως μια ενδελεχή παρουσίαση των πολιτικών και εκλογικών γεγονότων της περιόδου 1934 – 1967. Ποιος ήταν ο βασικός σκοπός της συγγραφικής σας απόπειρας και τι σας ώθησε στην έρευνα και τη συγγραφή;
Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν αποφάσισα μιαν ωραίαν πρωίαν να γίνω συγγραφέας. Το βιβλίο αυτό το βασάνιζα από καιρό, ιδίως από τη στιγμή που διάβασα την «Καχεκτική δημοκρατία» του ανεκτίμητου φίλου Ηλία Νικολακόπουλου. Χωρίς τη δική του, εξάλλου, ολόθερμη στήριξη δεν θα είχα αποτολμήσει ένα τόσο απαιτητικό εγχείρημα. Του είμαι ευγνώμων γι’ αυτό· περιττεύει δε να τονίσω πόσο εκκωφαντική είναι η δύναμη της απουσίας του.
Αυτή, λοιπόν, υπήρξε η σπίθα. Από ’κεί και πέρα, «ανέλαβαν» η αγάπη μου για την ιστορία και η βιωματική σχέση μου με τη Μαγνησία και τους πολίτες της, που συναντήθηκαν με την αγωνία μου να μην αφεθώ «ελεύθερος υπηρεσίας» μετά την ολοκλήρωση ενός μεγάλου κύκλου στη δικηγορία και την πολιτική, αλλά να παραμείνω κατά το δυνατόν χρήσιμος.
• Ποια τα βασικά πολιτικά συμπεράσματα της μελέτης σας για τη Μαγνησία;
Θα μείνω σε δύο κρίσιμες πολιτικές ιδιομορφίες της Μαγνησίας.
Η πρώτη αφορά την ισχυρή παρουσία του ΚΚΕ -κυρίως στην πόλη του Βόλου αλλά όχι μόνο- ήδη από τον μεσοπόλεμο, η οποία αποτέλεσε τη μήτρα για το εντυπωσιακά ευρύ ΕΑΜικό ρεύμα.
Η δεύτερη είναι το γεγονός ότι το μεταπολεμικό Κέντρο δεν προέκυψε ως γραμμική εξέλιξη του Κόμματος Φιλελευθέρων, αλλά ο κεντρώος χώρος σε μεγάλο βαθμό μετασχηματίστηκε, με τη σφραγίδα της προσωπικότητας του Γεωργίου Καρτάλη.
Ο Καρτάλης εξέφρασε την -πλειοψηφική στη Μαγνησία- κεντροαριστερή τάση, η οποία ήταν ευέλικτη στις συνεργασίες με την Αριστερά. Παράλληλα, η μετατόπισή του από τη μοναρχική παράταξη στην Κεντροαριστερά αδυνάτισε τη Δεξιά, αφού της στέρησε το πιο ισχυρό δίκτυο επιρροής, που ήταν το πάλαι ποτέ καρταλικό κόμμα.
Εξαιρετικό πάντως ενδιαφέρον παρουσιάζει η δύσκολη -διαχρονικά- σχέση Κέντρου και Αριστεράς, η οποία πέρασε κυριολεκτικά από «σαράντα κύματα, με επίδικο αντικείμενο κυρίως τη διεκδίκηση της μεγάλης ΕΑΜικής κληρονομιάς. Συναρπαστικές σκηνές από το έργο αυτό παίχτηκαν και στις δημοτικές εκλογές του Βόλου και της Νέας Ιωνίας.
• Πάντως, όπως γρήγορα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, η μελέτη δεν περιχαρακώνεται σε έναν νομό, τη Μαγνησία, η οποία εξάλλου αποτελεί μικρογραφία της συνολικής εκλογικής και πολιτικής ιστορίας της χώρας. Πώς θα χαρακτηρίζατε λοιπόν την περίοδο που εξετάζει το βιβλίο, από το τέλος του Μεσοπολέμου μέχρι τη χούντα των συνταγματαρχών;
Η μελέτη πράγματι δεν περιχαρακώνεται στη Μαγνησία, αλλά παρακολουθεί τις εκλογικές τάσεις σε εθνικό επίπεδο και συνομιλεί συνεχώς με την εθνική πραγματικότητα.
Γιατί κάθε τοπική ιστορία κρύβει μεν έναν τεράστιο πλούτο, δεν μπορεί όμως να εγκλωβίζεται στον τοπικό μικρόκοσμο και να είναι αυτοαναφορική.
Η συναρμογή του τοπικού με το εθνικό, εξάλλου, επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο για μια περιοχή όπως η Μαγνησία, η σύγχρονη ιστορία της οποίας απέκτησε πολύ σύντομα πανελλήνια σημασία.
Εντελώς επιγραμματικά, το χρονικό άνοιγμα του βιβλίου καλύπτει τρεις και πλέον δεκαετίες, οι οποίες έχουν κυριολεκτικά βγει από το καμίνι της ιστορίας. Είναι τρεις δεκαετίες που τα είχαν όλα.
• Ποια πολιτικά πρόσωπα από τη Μαγνησία θεωρείτε ότι πρωταγωνίστησαν, θετικά ή αρνητικά, την περίοδο αυτή;
Θεωρώ ότι ξεχωριστό ιστορικό – πολιτικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολιτικές διαδρομές του Γεωργίου Καρτάλη και του Μιλτιάδη Πορφυρογένη.
Ο Καρτάλης, μία από τις λαμπρότερες και πιο επιδραστικές πολιτικές προσωπικότητες της εποχής του, υπήρξε αναμφισβήτητα η κορυφαία της Μαγνησίας. Ο Πορφυρογένης, ένας κοσμοπολίτης στα ηγετικά κλιμάκια του ΚΚΕ, υπήρξε το στέλεχος των πιο δύσκολων και ευαίσθητων αποστολών.
Η «πανουργία της ιστορίας» έφερε τις δύο αυτές προσωπικότητες, που ξεκίνησαν από εντελώς διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες, να συγκλίνουν σε καθοριστικές για τις εξελίξεις στη χώρα αποστολές την περίοδο της Κατοχής, καθώς και σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές μετά την Απελευθέρωση και στα πρώτα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια.
Σχεδόν συνέπεσαν μέχρι και στον πρόωρο θάνατό τους, γεγονός που καθιστά τους «παραλληλισμούς» τους ακόμη πιο συγκλονιστικούς.
• Στον πρόλογό του, ο αείμνηστος Ηλίας Νικολακόπουλος σημειώνει ότι το βιβλίο σας προσφέρει ένα συνολικό πανόραμα για τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς γι’ αυτό που έχει χαρακτηριστεί «μεταμόρφωση της Ελλάδας». Ποιοι ήταν αυτοί οι μετασχηματισμοί και πως θα δίνατε με μια εικόνα τη «μεταμόρφωση» της χώρας;
Ο Ηλίας Νικολακόπουλος υπογραμμίζει το γεγονός ότι η μελέτη δεν απομονώνει το πολιτικό και εκλογικό φαινόμενο, αλλά επιχειρεί μια σφαιρική προσέγγιση, συνεξετάζοντας τους οικονομικούς μετασχηματισμούς, τις κοινωνικές ανακατατάξεις και τις δημογραφικές εξελίξεις.
Τα μεταπολεμικά χρόνια υπήρξαν περίοδος «αναδυόμενης ενηλικίωσης» για την Ελλάδα. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η μεγάλη αστικοποίηση και η διεύρυνση της εκπαίδευσης δημιούργησαν νέα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα.
Αντί όμως να τεθούν οι βάσεις για μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, μεγάλο μέρος των πόρων σκορπίστηκε σε αεριτζίδικες δραστηριότητες, διαμορφώθηκε δε μια στρεβλή και ευάλωτη οικονομία με ρηχή παραγωγική βάση και εκτεταμένη ανεργία, στηριγμένη στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, τη φτηνή εργασία και την κακοποίηση του περιβάλλοντος.
• Σε σχέση με το σήμερα, το πολιτικό γίγνεσθαι, το κλίμα που επικρατεί και τους ισχύοντες διαχωρισμούς (Δεξιά, Αριστερά, Κεντροαριστερά κτλ) και συσχετισμούς δυνάμεων, βρίσκετε ομοιότητες, διαφορές ή σημεία που είναι άξια να προσεχθούν; Τι έχει αλλάξει, τι μένει ίδιο;
Τη μεταπολεμική περίοδο κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή της Ελλάδας τρεις μεγάλες ιδεολογικοπολιτικές τάσεις, που διαμόρφωσαν το πολιτικό σύστημα των τριών παρατάξεων: της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς.
Οι παραταξιακές ταυτίσεις την περίοδο εκείνη ήταν πολύ ισχυρές. Εδώ και κάποιες δεκαετίες ωστόσο, μια σταθερή επωδός είναι ότι «δεν υπάρχει πλέον Δεξιά και Αριστερά».
Δεν είναι όμως έτσι. Η διάκριση Δεξιάς-Αριστεράς όχι μόνο δεν έχει αρθεί, αλλά παραμένει δεσπόζουσα, με ανεξάλειπτες τις ιδεολογικές αφετηρίες, αλλά βεβαίως με προγραμματικό περιεχόμενο διαρκώς ανανεούμενο, ώστε να ανταποκρίνεται σε έναν κόσμο μεταβαλλόμενο, περίπλοκο και αντιφατικό.
Εννοείται ότι η διαχωριστική αυτή γραμμή δεν είναι η μόνη που διαπερνά τους σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς, αφού υπάρχουν και άλλες αντιθέσεις οι οποίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διατρέχουν τα δημοκρατικά κράτη.