Την ευθύνη της ΛΑΣ στην ανάδειξη του Αχ. Μπέου ως δημάρχου Βόλου το 2014, υπογραμμίζει, για μια ακόμη φορά, με σημερινή ανακοίνωσή του ο επικεφαλής της μείζονος μειοψηφίας στον Δήμο Βόλου κ. Νίκος Παπαπέτρος, στηλιτεύοντας την στάση της ΛΑΣ στην χθεσινή συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
«Ο Αχ. Μπέος δεν ήρθε μόνος του στην πόλη. Βρήκε πόρτες ανασφάλιστες, αλλά όταν σε κάποιους δόθηκε, έστω και την ύστατη στιγμή, η δυνατότητα να τις κλείσουν, δεν το έπραξαν», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαπέτρος και σημειώνει ότι αν τα μέλη της ΛΑΣ δεν κατανοούν πως ο Μπέος δεν είναι ίδιος με όλους τους
άλλους, δυστυχώς τα θύματα θα είναι οι ίδιοι.
Αναφερόμενος στο ζήτημα της φτώχειας, που επικαλέστηκε στην χθεσινή συνεδρίαση ο κ. Απ. Ριζόπουλος για να επιτεθεί στην μείζονα μειοψηφία, ο επικεφαλής της «Συμμαχίας για τον Βόλο» επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τις ευθύνες ΚΑΙ της Κομουνιστικής Αριστεράς, τονίζοντας ότι αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα που δεν έλυσε ούτε ο «υπαρκτός» σοσιαλισμός, ενώ για την αντίδραση της ΛΑΣ στο επίμονο αίτημα της «Συμμαχίας» σχετικά με την μετάδοση του Δημοτικού Συμβουλίου, ο κ. Παπαπέτρος σημειώνει ότι αποτελεί απόδειξη του βάθους της πολιτικής προσέγγισης που διακρίνει τις δυο παρατάξεις. «Ο Μπέος έχει διαλέξει εδώ και καιρό αντίπαλο στον Δήμο. Τώρα διάλεξε και η ΛΑΣ», καταλήγει.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του κ. Νίκου Παπαπέτρου:
«ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΙΔΙΑ ΚΙ’ ΟΜΟΙΑ!
Η οικονομική αδυναμία και ανέχεια συμπολιτών μας είναι μείζον κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα, που υπερβαίνει τα στενά πλαίσια των δημοτικών ορίων και αρμοδιοτήτων.
Η αντιμετώπισή του αποτελεί μέριμνα και ευθύνη της Πολιτείας, όπως συνολικά η κοινωνική πρόνοια. Δεν επιλύεται με ατομικές χορηγίες και δωρεές, που μετατρέπουν τους πολίτες από δικαιούχους σε επαίτες.
Για το πρόβλημα φέρει ευθύνη το πολιτικό σύστημα, αλλά οι ευθύνες δεν είναι ίδιες για όλους και δεν κατανέμονται ούτε διαχρονικά, ούτε ποσοτικά, ούτε ποιοτικά με όμοιο τρόπο σε όλους. Των ευθυνών αυτών μετέχει φυσικά και η Κομουνιστική Αριστερά, με τη συστηματική της άρνηση συνεργασίας και συμμετοχής στην άσκηση πολιτικής εξουσίας, όταν και όπου της δίνεται η δυνατότητα. Η επίλυση του προβλήματος δεν είναι τόσο απλοϊκή, όσο κάποιοι με την πολιτική τους μωρία φαντάζονται. Απόδειξη ότι ούτε και ο «υπαρκτός» – ανύπαρκτος – «σοσιαλισμός» το έλυσε. Με την κατάρρευσή του βρέθηκαν 400 και πλέον χιλιάδες παιδιά να περιφέρονται στους υπονόμους της Μόσχας. Και βέβαια, η παράκαμψη της νομιμότητας δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ λύση, πολλώ μάλλον αποδεκτή λύση, εκτός εάν η αστική νομιμότητα είναι ήσσονος αξίας, σε σχέση με την, αναζητούμενη ακόμη, λαϊκή.
Η ελευθερία της έκφρασης, ως αυτονόητο δικαίωμα σε κάθε δημοκρατία, δεν έχει απλώς την έννοια της διατύπωσης χωρίς περιορισμούς των απόψεων, αλλά, προκειμένου περί προσώπων που συμμετέχουν στη δημόσια ζωή και σε δημόσια συλλογικά όργανα, και τη δυνατότητα μετάδοσης των απόψεών τους ακόμη και στον τελευταίο αποδέκτη. Αυτό αποτελεί και τον φόβο κάθε φασιστικού ή άλλου ανελεύθερου καθεστώτος. Η ΛΑΣ, απέναντι σ’ αυτή την αυτονόητη απαίτησή μας, διέγνωσε την πρόθεση προσωπικής μας προβολής και θεάματος, απόδειξη του βάθους της πολιτικής προσέγγισης που την διακρίνει.
Η ιστορία, ευτυχώς, δεν επαναλαμβάνεται. Διδάσκει όμως σε όσους θέλουν να διδάσκονται. Έτσι, απέναντι στην αντιστασιακή ενότητα της κατοχής, βρεθήκαμε στη συνέχεια στον διχαστικό εμφύλιο. Απέναντι στην αποδεκτή πολιτική διαφοροποίηση, στην πολιτική ομογενοποίηση του τύπου «Τι Πλαστήρας, Τι Παπάγος!!» Απέναντι στο αντιδικτατορικό ενιαίο μέτωπο, στην εμμονή του ενός και μοναδικού κόμματος. Απέναντι στις μεταπολιτευτικές συγκλίσεις και συναινέσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα οι μισοί και πλέον δήμοι της Ελλάδος να διοικούνται από δημάρχους, ακόμη και αριστερών πεποιθήσεων, στη σημερινή μοναξιά της κομματικής ορθοδοξίας.
Η εξ αποκαλύψεως αλήθεια και η εξ ύψους κομματική αυθεντία δημιουργεί μεν πιστούς, αλλά ούτε τον λόγο της αληθείας ορθοτομεί, ούτε σκεπτόμενους πολίτες αναδεικνύει.
Απλώς υπηκόους, σαν και τους πιστούς ακολούθους του τοπάρχη μας.
Ο τελευταίος δεν ήρθε μόνος του στην πόλη. Βρήκε πόρτες ανασφάλιστες, αλλά όταν σε κάποιους δόθηκε, έστω και την ύστατη στιγμή, η δυνατότητα να τις κλείσουν, δεν το έπραξαν.
Ο Μπέος ούτε ήταν, ούτε είναι ίδιος με όλους τους άλλους. Αν δεν το έχουν καταλάβει αυτό οι «σύντροφοι», δυστυχώς θύματα θα είναι οι ίδιοι. Δεν είναι αντικομουνιστές όσοι έχουν διαφορετικές απόψεις από τις δικές τους, αλλά σίγουρα δημοκράτες δεν είναι μόνο οι κομουνιστές. Αυτό ας το καταλάβουν κάποτε.
Εμείς έχουμε δε, υποχρέωση να κατανοήσουμε ότι η στρεβλή πολιτική αντίληψη και πρόκληση δεν αντιμετωπίζεται με φωνές και υπερβολικές αντιδράσεις (αν κάποιοι από μας το
έχουν πράξει) Γιατί έτσι αναβαθμίζουμε τους πολιτικά μωρούς, σε πολιτικούς ήρωες, χωρίς να το αξίζουν, και χάνουμε από την τυχόν εκρηκτική αντίδραση, το δίκιο μας.
Ο Μπέος έχει διαλέξει εδώ και καιρό αντίπαλο στον Δήμο. Τώρα διάλεξε και η ΛΑΣ».