Στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στην εφημερίδα “Realnews”, ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης καταθέτει εν πρώτοις τους κυβερνητικούς στρατηγικούς στόχους ως τις εκλογές του 2027. Όπως αναφέρει, «ο οδικός χάρτης για τη στρατηγική της κυβέρνησης έως το 2027 έχει αποτυπωθεί αναλυτικά από τον Πρωθυπουργό με σειρά μέτρων και επικεντρώνεται σε αύξηση των εισοδημάτων, αναβάθμιση της δημόσιας υγείας και παιδείας, και ενίσχυση της στεγαστικής πολιτικής. Ο στόχος είναι η Ελλάδα του 2027 να πατάει σε στέρεες βάσεις με περαιτέρω ψηφιοποίηση του δημοσίου, με ανεργία κάτω από 8%, μέσο μισθό στα 1500 ευρώ και κατώτατο στα 950 ευρώ, με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η κυβέρνηση στοχεύει στη δημιουργία μιας ισχυρής και ανθεκτικής οικονομίας με βελτιωμένες συνθήκες ζωής για τους πολίτες διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική σταθερότητα». Ταυτόχρονα, προσθέτει, «πάντα παραμένουν προτεραιότητες η ανάσχεση της παράνομης μετανάστευσης, η διαρκής μάχη για την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας και την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, η ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της πατρίδας».
Όσον αφορά την προεδρική εκλογή, ο Μ. Βορίδης καταθέτει την προσέγγιση, ότι «ο Κώστας Τασούλας έχει αποδείξει σε πάρα πολλές στιγμές την αξία του ως πολιτικός και ως πρόσωπο. Είναι ένας άνθρωπος που ως πρόεδρος της Βουλής έχει δείξει κατ’ επανάληψιν την ικανότητά του να συνθέτει και να μπορεί να μας εκπροσωπεί επάξια». Και κατηγορεί το «εντελώς έκθετο», όπως λέει, ΠΑΣΟΚ, «από το οποίο δεν έχει ειπωθεί μια αιτίαση επί του προσώπου, δεν μας είπε κάτι αρνητικό για το πρόσωπο του κυρίου Τασούλα. Εκείνο όμως που δεν καταλαβαίνω είναι το πώς μπορεί κάποιος να δικαιολογήσει ότι ψηφίζει τον Κώστα Τασούλα για πρόεδρο της Βουλής, αποδεχόμενος τις αρετές που η θέση προϋποθέτει, και ταυτόχρονα αυτόν τον ίδιο άνθρωπο δεν τον ψηφίζει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όλες οι σχετικές δικαιολογίες είναι προσχηματικές», υποστηρίζει.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο υπουργός Επικρατείας εξαπολύει σφοδρή επίθεση κατά των κομμάτων που είναι στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, λέγοντας πως «τα κόμματα αυτά δεν έχουν κανένα σοβαρό κυβερνητικό περιεχόμενο, είναι κόμματα λαϊκιστικά με τα οποία δεν μπορεί κανείς να οικοδομήσει μια σχέση όντως σοβαρής κυβερνητικής συνεργασίας».
Ένα από τα επιχειρήματά του είναι ότι «ορισμένα από αυτά τα κόμματα βρίσκονται σε ευθεία σύγκρουση και αντίθεση με βασικές στρατηγικές παραδοχές τις οποίες έχει κάνει η Ελλάδα εδώ και χρόνια: είμαστε με το ΝΑΤΟ, είμαστε με την Ευρωπαϊκή Ένωση, είμαστε με τη Δύση και πάντως δεν είμαστε με τη Ρωσία, ούτε θα μετατρέψουμε τους αντιπροσώπους των Ρώσων σε κυβερνητικό παράγοντα».
‘Αλλωστε, συμπληρώνει, «αν κοιτάξουμε τι γίνεται αυτή τη στιγμή γύρω μας, στη Γερμανία, στη Γαλλία, αποδεικνύεται ότι η δική μας στρατηγική, που είναι στρατηγική αυτοδυναμίας, δικαιώνεται γιατί είναι η μόνη πραγματικά κυβερνητική στρατηγική. Η πάγια θέση της Νέας Δημοκρατίας είναι ότι ο εκλογικός νόμος, πρέπει να διασφαλίζει την πολιτική σταθερότητα από τη μια, και να είναι κατά το δυνατόν αντιπροσωπευτικότερος από την άλλη. Γι’ αυτό και πάντοτε είμαστε υπέρ των ενισχυμένων πλειοψηφικών συστημάτων».
Εν όψει συνταγματικής αναθεώρησης, ο Μ. Βορίδης υπογραμμίζει την «υποχρέωση από το Σύνταγμα να διερευνήσουμε τη δυνατότητα ευρύτερων συναινέσεων. Από εκεί και πέρα, δεν πρέπει να χαθεί μια ακόμα ευκαιρία για τη χώρα να ξεπεράσει αγκυλώσεις δεκαετιών που την κρατάνε πίσω, όπως για παράδειγμα το άρθρο 16, για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια», διαμηνύει. Αλλά, συνεχίζει, «είναι και μια ευκαιρία για τα κόμματα της Αντιπολίτευσης να αποδείξουν στην πράξη τη συναίνεση που ευαγγελίζονται για σημαντικά εθνικά ζητήματα, ή απλώς να συνεχίσουν να αρέσκονται στη στείρα κριτική. Η Νέα Δημοκρατία θα καταθέσει μια φιλόδοξη πρόταση για Συνταγματική Αναθεώρηση με σημαντικές τομές που θα διαμορφώνουν έναν Καταστατικό Χάρτη για την χώρα, που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες και να θεραπεύουν αγκυλώσεις που έχουν παρουσιαστεί», προϊδεάζει και καλεί τα κόμματα να αναλάβουν «την ευθύνη που τους αναλογεί. Και θα κριθούν για τη στάση τους αυτή».
Ερωτηθείς, τέλος, για τις σχέσεις στο τρίγωνο, Ουάσιγκτον – Αθήνα – ‘Αγκυρα, ο Μ. Βορίδης επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι «η εμπειρία της πρώτης θητείας του προέδρου Τράμπ για τη χώρα μας ήταν εξαιρετικά θετική. Στις εξαγγελίες του νέου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών υπάρχουν προτάσεις οι οποίες στην Ελλάδα είναι απολύτως ευθυγραμμισμένη και ήδη εφαρμόζονται και αφορούν σε ένα πλέγμα δράσεων για τον περιορισμό και την ανάσχεση της παράνομης μετανάστευσης και τη φύλαξη των συνόρων. Η σχέση Ελλάδας και ΗΠΑ βρίσκονται σε εξαιρετικό επίπεδο και δεν θεωρώ ότι θα υπάρξει οποιαδήποτε μεταβολή στον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ βλέπουν την Ελλάδα: έχουμε υπογράψει συμφωνίες για την ασφάλεια και την άμυνα. Υπάρχει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον προς την Ελλάδα από πολύ μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας, ενέργειας, αλλά και αμερικανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που επιθυμούν να έρθουν και να συνεργαστούν με τα δικά μας δημόσια πανεπιστήμια. ‘Αρα λοιπόν, παρά τις “επιθέσεις φιλίας” του κυρίου Ερντογάν προς τη νέα ηγεσία, είναι γεγονός ότι η Ελλάδα αναγνωρίζεται έμπρακτα από τις ΗΠΑ ως ισχυρός πυλώνας σταθερότητας στην περιοχή και σε μια περίοδο εν μέσω των συνεχιζόμενων συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή ως στρατηγικός εταίρος», καταλήγει.
www.ertnews.gr