Μια παγκόσμια μελέτη εντόπισε 300 νέους γενετικούς παράγοντες κινδύνου για την κατάθλιψη, χάρη στη χρήση ενός ευρύτερου δείγματος πληθυσμού. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 3,8% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από κατάθλιψη οποιαδήποτε στιγμή, επηρεάζοντας περίπου 280 εκατομμύρια ανθρώπους. Ενώ μια σειρά παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών συμβάντων της ζωής, της σωματικής κακής υγείας και του στρες, αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης, η διαταραχή έχει επίσης μια γενετική συνιστώσα.
Μια διεθνής ομάδα ερευνητών, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και το King’s College του Λονδίνου, μελέτησε ανώνυμα γενετικά δεδομένα από περισσότερους από 5 εκατομμύρια ανθρώπους σε 29 χώρες, εκ των οποίων το 25% είχε μη ευρωπαϊκή καταγωγή. Προηγούμενη έρευνα για τη γενετική συνιστώσα της κατάθλιψης αφορούσε κυρίως λευκούς, πλουσιότερους πληθυσμούς, παραμελώντας το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Συμπεριλαμβάνοντας ένα πιο ποικίλο δείγμα, οι ερευνητές της μελέτης μπόρεσαν να εντοπίσουν νέους παράγοντες κινδύνου.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Cell», εντόπισε 700 γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με την ανάπτυξη κατάθλιψης, εκ των οποίων σχεδόν οι μισές δεν είχαν συνδεθεί ποτέ με την εν λόγω διαταραχή. Αυτές οι μικρές αλλαγές στο DNA συνδέθηκαν με νευρώνες σε πολλαπλές περιοχές του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένων περιοχών που ελέγχουν τα συναισθήματα.
Συνολικά, 100 από τις νέες γενετικές διαφορές εντοπίστηκαν χάρη στο γεγονός ότι στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν άτομα αφρικανικής, ασιατικής, ισπανικής και νοτιοασιατικής καταγωγής. Παρόλο που κάθε γενετικός παράγοντας κινδύνου για την κατάθλιψη είναι πολύ μικρός, το σωρευτικό τους αποτέλεσμα σε άτομα που φέρουν πολλαπλές παραλλαγές DNA, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο, σύμφωνα με τη μελέτη.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι τα ευρήματα θα επιτρέψουν στους επιστήμονες να προβλέψουν τον κίνδυνο της κατάθλιψης με μεγαλύτερη ακρίβεια, ανεξαρτήτως εθνικότητας, και να αναπτύξουν πιο ποικιλόμορφες θεραπευτικές επιλογές, μειώνοντας τις ανισότητες στην υγεία.
Τιαποκάλυψε η μελέτη
Σύμφωνα με τη μελέτη, 308 γονίδια συσχετίστηκαν με υψηλότερο κίνδυνο κατάθλιψης. Οι ερευνητές εξέτασαν περισσότερα από 1.600 φάρμακα για να δουν αν επηρεάζουν αυτά τα γονίδια. Εκτός από τα αντικαταθλιπτικά, η μελέτη εντόπισε ότι η πρεγκαμπαλίνη (pregabalin) που χρησιμοποιείται για τον χρόνιο πόνο και η μοδαφινίλη (modafinil) που χρησιμοποιείται για τη ναρκοληψία, επηρεάζουν αυτά τα γονίδια και επομένως θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία της κατάθλιψης. Ωστόσο, θα χρειαστούν περαιτέρω μελέτες και κλινικές δοκιμές για να διερευνηθεί η δυνατότητα αυτών των φαρμάκων σε ασθενείς με κατάθλιψη, είπαν οι συγγραφείς.
«Υπάρχουν τεράστια κενά στην κατανόηση της κλινικής κατάθλιψης που περιορίζουν τις ευκαιρίες βελτίωσης των αποτελεσμάτων για όσους επηρεάζονται» δήλωσε ο Άντριου ΜάκΙντος, ένας από τους κύριους συγγραφείς της μελέτης και καθηγητής στο Κέντρο Κλινικών Επιστημών του Εγκεφάλου του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.
«Οι μεγαλύτερες και πιο αντιπροσωπευτικές μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ζωτικής σημασίας για την παροχή των γνώσεων που απαιτούνται για την ανάπτυξη νέων και καλύτερων θεραπειών και την πρόληψη ασθενειών σε άτομα που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν την πάθηση» τόνισε.
Αναφερόμενος στα ευρήματα της μελέτης, ο Δρ. Ντέιβιντ Κρεπάζ-Κέι, επικεφαλής έρευνας στο Ίδρυμα Ψυχικής Υγείας, είπε ότι η ποικιλία του γενετικού δείγματος της μελέτης ήταν «ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός», αλλά σημείωσε πως οι γενετικοί παράγοντες κινδύνου δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως οριστικός οδηγός θεραπείας.
«Ενώ μελέτες όπως αυτή μπορούν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση μέτρων για άτομα που διατρέχουν υψηλότερο γενετικό κίνδυνο, η πρόληψη της κατάθλιψης πρέπει να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των ευρύτερων ζητημάτων στην κοινωνία που επηρεάζουν την ψυχική υγεία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, όπως η φτώχεια και ο ρατσισμός», τόνισε ο επιστήμονας.
ΠΗΓΗ: Guardian
www.ertnews.gr