Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας κήρυξε την έναρξη των εργασιών του 10ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών και απηύθυνε την εναρκτήρια ομιλία με τίτλο «Η Ελλάδα απέναντι στις παγκόσμιες ανακατατάξεις – Άλλοτε και τώρα».
Αναφερόμενος στη σύγχρονη διεθνή συγκυρία επισήμανε: «Στηρίζουμε τους διατλαντικούς δεσμούς, ενώ είμαστε στον πυρήνα της ΕΕ, συμβάλλοντας σημαντικά στις προσπάθειες για τη στρατηγική της αυτονομία, και την αποκλιμάκωση του βλαπτικού για όλους εμπορικού πολέμου, συνηγορώντας πάντα για ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική».
Όπως σημείωσε, ο κ. Τασούλας «σε μια εποχή κατά την οποία ήδη διαφαίνονται παγκόσμιες ανακατατάξεις και τεκτονικές ανατροπές τόσο στη γεωπολιτική όσο και στη γεωοικονομία, με μια προπολεμικού τύπου επιβολή έντονου προστατευτισμού που διασαλεύει και επιδεινώνει το μεταπολεμικό παγκόσμιο ελεύθερο οικονομικό σύστημα, η πατρίδα μας καλείται να βαδίσει σε μονοπάτια γνώριμα και δοκιμασμένα».
Ειδικότερα, υπογράμμισε ότι «η εμπειρία του 20ού αιώνα μας έχει αφήσει παρακαταθήκες και διδάγματα, που αποτελούν πολύτιμο οδηγό για ένα αβέβαιο μέλλον» και συμπλήρωσε: «Όπως θέτει ορθά το ζήτημα ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διπλωμάτες του προηγούμενου αιώνα, ο Βύρων Θεοδωρόπουλος, η ιστορική γνώση “διδάσκει, όχι τόσο τι πρέπει να κάνει ο σημερινός διπλωμάτης ή πολιτικός, αλλά πάντως τι πρέπει να μην κάνει”. Και αυτό που δεν πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι να βρεθεί απομονωμένη από παραδοσιακούς συμμάχους και νέους εταίρους. Κάθε φορά που κάτι τέτοιο συνέβη ο ελληνισμός το πλήρωσε ακριβά. Αντίθετα, όταν η Ελλάδα ήταν μέλος ευρύτερων συμμαχιών -τόσο περιφερειακών όσο και διεθνών- η επιτυχία, ο θρίαμβος, η εθνική ανάταση ήλθαν περίπου ως φυσικά επακόλουθα».
Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισήμανε: «Μπροστά στη νέα ανακατάταξη της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας και όχι μόνον, η Ελλάδα παραμένει σταθερή στις αρχές της και στους προσανατολισμούς της, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει περισσότερο την ωφελιμότητά της απέναντι στην διαμορφούμενη νέα αρχιτεκτονική απέναντι σε εταίρους και συμμάχους σε πολυμερές αλλά και διμερές επίπεδο».
Μιλώντας για τον ρόλο της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, υπενθύμισε ότι «έχουμε αναγνωριστεί σε μια περιοχή μεγάλης ρευστότητας ως πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας, αλλά και ενεργειακός κόμβος σημαντικός. Συγχρόνως διατηρούμε και καλλιεργούμε στενές σχέσεις μέσα στην πολύπλοκη γεωπολιτική σκακιέρα της γειτονιάς μας, ενώ αρθρώνουμε λόγο και συμμετέχουμε, ιδίως ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, στη διαχείριση των μεγάλων προκλήσεων του κόσμου μας».
Τόνισε, επίσης, ότι «παραμένουμε δε προσηλωμένοι στην αξία του διαλόγου και της ειρηνικής επίλυσης προβλημάτων επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, περιλαμβανομένου του Δικαίου της Θάλασσας. Δεν επικαλούμαστε, όμως, μόνο το δίκαιό μας για να ακουστούμε, αλλά και την αναγνωρισμένη αξιοπιστία μας ως συμμάχου και εταίρου».
Ακολούθως, παρατήρησε ότι «η διαρκής εμβάθυνση των υφιστάμενων συμμαχικών και εταιρικών δεσμών της Ελλάδας αποτελεί αναγκαία, όχι όμως και τη μοναδική προϋπόθεση, ώστε η χώρα μας να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις σύγχρονες προκλήσεις ενός αβέβαιου και διαρκώς μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος. Και μη λησμονούμε πως αυτοί οι δεσμοί είχαν ευρύτερη πολιτική συναίνεση, η έστω εκ των υστέρων έγκριση, από όσους αρχικά διαφωνούσαν. Οφείλει ακόμα να αγρυπνά, να προστατεύει την κοινωνική της συνοχή, να είναι πάντα έτοιμη διά παν ενδεχόμενο, να πείθει τους εταίρους, τους φίλους της, αλλά και τους άλλους για την αξιοπιστία της πολιτικής της, κυρίως όμως να διαθέτει ορθή κρίση, ώστε να διαγιγνώσκει με νηφαλιότητα και ακρίβεια τις διεθνείς εξελίξεις και να προσαρμόζεται σε αυτές».
Καταλήγοντας ο κ. Τασούλας τόνισε: «Οι Έλληνες δεν είμαστε πολλοί. Είμαστε όμως -και έχουμε τη συνείδηση ότι είμαστε- εκπρόσωποι ενός πολιτισμού που δεν είναι πλέον μόνον δικός μας: είναι ο δυτικός πολιτισμός στο σύνολό του. Ερχόμαστε από μακριά και πήγαμε κατά τη μακρά μας ιστορία μακριά. Πάντοτε όμως με τη συνείδηση ότι εκπροσωπούμε αυτές τις μεγάλες αξίες. Σήμερα, για μια ακόμη φορά καλούμαστε να γίνουμε ταυτόχρονα και άνθρωποι των καιρών μας και άνθρωποι της ιστορίας για να αντιμετωπίσουμε αυτό που λέγεται “ανακατατάξεις” στην παγκόσμια αρένα. Όπως παρέθεσα το έχουμε ξανακάνει. Συνεπώς μπορούμε και τώρα!».
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Τασούλα:
Με ξεχωριστή χαρά καλωσορίζω εδώ στους Δελφούς, στο μεγαλύτερο θρησκευτικό κέντρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, δέκα αιώνες λειτουργίας δεν είναι και λίγο- τις εργασίες του 10ου κατά σειράν Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών ενός οργανισμού κύρους, που με διακεκριμένους πάντα ομιλητές, από την Ελλάδα και το εξωτερικό, διαφωτίζει τη κοινή γνώμη και όχι μόνο πάνω στα πιο καίρια και επίκαιρα, σήμερα δε ιδιαίτερα αγχώδη ζητήματα της εθνικής αλλά και διεθνούς ατζέντας.
Κατά κάποιο τρόπο οι εκδηλώσεις σε αυτό τον εμπνευσμένο χώρο διαψεύδουν γόνιμα τον τελευταίο σπαρακτικό χρησμό που έδωσε το Μαντείο στον Ιουλιανό τον Παραβάτη: «Είπατε τώ βασιλεί … ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην … ουδέ παγάν λαλέουσαν». Δεν υπάρχει πηγή να μιλάει.
Αυτός ο τελευταίος χρησμός μετά 10 αιώνες λειτουργίας έχει χαρακτηριστεί ως το πένθιμο σήμαντρο, που σήμανε το τέλος ενός κόσμου. Από το 1977 σε άλλη φυσικά, πιο ορθολογική βάση, η παγά, η πηγή της ομιλίας, γίνεται πάλι εδώ λαλέουσα. Χάρη στη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, ενός φάρου πολιτισμού, μιας γέφυρας μεταξύ του χθες και του σήμερα, της Ελλάδος και του κόσμου. Οι συναντήσεις εδώ με τη συμβολή και του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, δεν αγνοούν και τα περίφημα δελφικά παραγγέλματα: «όρα το μέλλον» και «ελπίδα αίνει», να παινεύεις, να υμνείς την ελπίδα. Είναι δύο από αυτά που υπηρετούνται κατ’ εξοχήν από το δημιουργικό διάλογο μέσα σε αυτό το μαγικό τοπίο.
Αλλά ας έλθουμε στο θέμα μας, στις ανακατατάξεις, στη μεγάλη παγκόσμια πρόκληση των καιρών. Θα την αντικρίσω μέσα από το ελληνικό πρίσμα για να δείξω πως δεν πρέπει να μας προκαλούν αμηχανία. Έχουμε ιστορικό καλής διαχείρισης ανακατατάξεων και στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Γιατί όχι και τώρα; Ας δούμε λοιπόν το ελληνικό παράδειγμα μέσα στη διαχρονία του.
Ευρισκόμενη σε ένα από τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια της υφηλίου, η πατρίδα μας, κατά τη διάρκεια του μακρού βίου της εκλήθη επανειλημμένα να δώσει απαντήσεις –πολλές φορές, απαντήσεις δύσκολες– σε μια σειρά από διλήμματα, άμεσα συνυφασμένα με την προάσπιση ζωτικών εθνικών συμφερόντων, αλλά και μεγάλων, πανανθρώπινων αξιών. Χρειάστηκε, να επιλέξει μεταξύ κόσμων σε εποχές παγκόσμιων ανακατατάξεων. Πάλι ανακατατάξεις, εδώ. Εδώ και 200 χρόνια, η βασική και σταθερή της επιλογή ήταν η σύνταξη με την Ευρώπη και τη Δύση. Αυτή ήταν, από την εποχή της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, η κύρια στρατηγική που επέτρεπε στο έθνος να αντισταθμίζει και να αντιμετωπίζει τους τεράστιους κινδύνους που δημιούργησε –και εξακολουθεί να δημιουργεί- η γεωγραφική μας μοίρα, η θέση αυτή που μας θέτει, εδώ στα Βαλκάνια σε μια τόσο δύσκολη και ταραγμένη περιοχή, όπως ήταν η πυριτιδαποθήκη του κόσμου παλιότερα ή η Ανατολική Μεσόγειος σήμερα.
Αυτή η θεμελιώδης στρατηγική κατέστη εμφανής ήδη από την Ελληνική Επανάσταση. Η ίδια η δημιουργία του ελληνικού κράτους εμπεριείχε αυτή τη βασική επιλογή κόσμων. Ήδη, στη διακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας από την Πρώτη Διακήρυξη της Επιδαύρου, ορίζεται ρητά ότι σκοπός των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν «να εξομοιωθώμεν με τους λοιπούς συναδέλφους μας, Ευρωπαίους Χριστιανούς». Κάνουμε την επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και διεκδικούμε την αυτεξουσιότητά μας, είπαν οι ηγέτες του αγώνα, για να γίνουμε Ευρώπη. Αυτό, στην ιδρυτική διακήρυξη, στη γενέθλια διακήρυξή μας.
Αλλά ο διαρκής αγώνας μας για ενίσχυση των δεσμών με την Ευρώπη και η συμπόρευση με τα προηγμένα κράτη δεν ήταν μια μονόπλευρη διεργασία ή επιδίωξη μόνον της Ελλάδας. Και η Ευρώπη με τη σειρά της θεωρούσε τη χώρα μας τμήμα του πολιτισμού της. Και γιατί όχι από τότε και της γεωπολιτικής της και της γεωστρατηγικής της; Όπως έθεσε το ζήτημα το 1825 ο Γάλλος συγγραφέας και φιλέλληνας Σατωβριάνδος στο περίφημο έργο του Υπόμνημα περί της Ελλάδος, «η Ελλάς ελευθερωμένη, ωπλισμένη καθώς τα λοιπά χριστιανά έθνη, […] διωρισμένη από την φύσιν να κατασταθή εντός ολίγου με την ευφυΐαν της δύναμις θαλασσοκρατική […], ήθελε φυλάξει τα ανατολικά της Ευρώπης καλλιώτερα παρά την ευρύχωρον Τουρκίαν, και ήθελε χρησιμεύσει περισσότερον εις την πολιτικήν ισορροπίαν». Η αντίληψη αυτή κατέστη σταδιακά κυρίαρχη μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι οποίες επεδίωξαν, κυρίως την τελευταία εκατονταετία, η Ελλάδα να αποτελεί αδιαχώριστο τμήμα της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας και ευρύτερα αυτού που από το 1945 ονομάστηκε «δυτικός κόσμος».
Μετά δε την αίσια έκβαση του αγώνα της ανεξαρτησίας, η επιλογή μετασχηματισμού της Ελλάδας σε σύγχρονο κράτος αναδείχτηκε αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα,ένθερμοι θιασώτες της οποίας υπήρξαν μεγάλες προσωπικότητες του 19ου αιώνα, με κυριότερο τον Χαρίλαο Τρικούπη.
Κατόπιν, στον 20 αιώνα ήρθε μια μεγάλη σειρά αποφάσεων που έπρεπε να ληφθούν, σε εποχές κατά τις οποίες το περιφερειακό και το παγκόσμιο περιβάλλον άλλαζε δραματικά. Ανακατατάξεις και πάλι. Εκεί εισέφερε τη μεγάλη συμβολή του ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Όταν, το 1912, η συμμαχία Βουλγαρίας-Σερβίας υπήρξε προπομπός μείζονων ανακατατάξεων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η Αθήνα έπρεπε να διαλέξει: σύμπλευση με την Υψηλή Πύλη; ή μήπως εδραίωση συμμαχικών δεσμών με τα χριστιανικά κράτη της Χερσονήσου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Υπό την ασφυκτική πίεση του χρόνου και αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να καταστεί απλός παρατηρητής των βαλκανικών εξελίξεων, ο Βενιζέλος τάχθηκε υπέρ της δεύτερης επιλογής, σε μία απόφαση που έμελλε να ανοίξει τον δρόμο για τον θρίαμβο των Βαλκανικών Πολέμων και τον διπλασιασμό της επικράτειας μας. Άλλη μία τοποθέτηση σε περίοδο ανακατατάξεων.
Λίγο αργότερα, η έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε την Ελλάδα ενώπιον μιας νέας επιλογής ζωής ή θανάτου, ανάμεσα στην Εγκάρδια Συνεννόηση, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, Γερμανία και Αυστροουγγαρία. Άλλη δύσκολη επιλογή. Για μία ακόμα φορά, ο Βενιζέλος κλήθηκε να ζυγίσει τις επιλογές: τήρηση ουδετερότητας και «ίσων αποστάσεων» από τους εμπολέμους; ή συμμετοχή στο πλευρό της Βρετανίας και της Γαλλίας στην ένοπλη αναμέτρηση, που ήταν προορισμένη να μεταβάλει τον ευρωπαϊκό χάρτη και την ισορροπία δυνάμεων στη Γηραιά Ήπειρο; Ανακατατάξεις και πάλι.
Εξοπλισμένος με έκτακτες διπλωματικές ικανότητες, ο Κρης πολιτικός, από τις πρώτες ημέρες της παγκόσμιας αναμέτρησης, υποστήριξε ότι λόγοι στρατηγικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί επέβαλλαν τη σύμπλευση με τις δυνάμεις της Αντάντ. Η ιδεολογική σύγκλιση του Βενιζέλου με τη Βρετανία και τη Γαλλία και κυρίως η συνειδητοποίηση ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να ανήκει σε συνασπισμό αντίθετο από εκείνον στον οποίο μετείχαν οι θαλασσοκράτειρες δυνάμεις, προδίκασαν τη συμμετοχή της χώρας στην παγκόσμια αναμέτρηση – και μάλιστα παρά το γεγονός ότι αυτή επήλθε ύστερα από έναν Διχασμό που ξεκίνησε δραματικά το 1915 και τραυμάτισε βαθιά το έθνος για δεκαετίες. Ακόμα και έτσι, όμως, η Ελλάδα, παρά ταύτα μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό έκανε τη σωστή επιλογή, με το τέλος του πολέμου να τη βρίσκει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους νικητές.
Αλλά και αντίστροφα, η διπλωματική απομόνωση την οποία βίωσε η Ελλάδα μετά το 1920 υπήρξε βασική αιτία της Μικρασιατικής Καταστροφής, μία από τις αιτίες και αυτή. Έκτοτε, η αντίληψη ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε, ποτέ ξανά, να βρεθεί διπλωματικά απομονωμένη σε αυτή τη δύσκολη γεωπολιτική γωνιά του πλανήτη, κατέστη δόγμα της ελληνικής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, η παραβίαση του οποίου η απομόνωση δηλαδή μπορούσε να οδηγήσει –όπως δυστυχώς συνέβη το 1974 με την παράνομη τουρκική εισβολή στην Κύπρο– σε εθνική τραγωδία.
Προς την ίδια κατεύθυνση –της αναζήτησης διεθνών ερεισμάτων– προσπάθησε να κινηθεί η Ελλάδα και τη δεκαετία του 1930, άλλη εποχή ανακατατάξεων όταν η δραματική άνοδος του αναθεωρητισμού απειλούσε να ανατρέψει βίαια τον ευρωπαϊκό διακανονισμό που είχε προκύψει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και να συμπαρασύρει την ανθρωπότητα στη δίνη μιας νέας πανανθρώπινης καταστροφής. Στη δύσκολη αυτή συγκυρία και καθώς τα σύννεφα του πολέμου ολοένα και πύκνωναν στον ουρανό της Ευρώπης, η Ελλάδα στράφηκε σχεδόν αντανακλαστικά προς τις δυτικές δυνάμεις και πρωτίστως τη Βρετανία. Σε μια επαπειλούμενη σύγκρουση κόσμων, για μια ακόμη φορά η Ελλάδα επέλεγε σύνταξη με τη Δύση. Και η πατρίδα μας το 1940-41 αντιτάχθηκε στις δυνάμεις του φασισμού, του ναζισμού και της μισαλλοδοξίας, έστω και αν έμελε, πρόσκαιρα, να εισέλθει στην πιο σκοτεινή περίοδο από συστάσεως του ελληνικού κράτους: περίοδο της Κατοχής.
Η απελευθέρωση της χώρας και το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου βρήκαν την Ελλάδα κατεστραμμένη και βαθιά τραυματισμένη. Είχε όμως ήδη κάνει τη σωστή επιλογή και πάλι στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να βρεθεί για τέταρτη φορά μέσα σε τρεις δεκαετίες, από το 1912 έως το 1945, με την πλευρά των νικητών σε μεγάλες διεθνείς συγκρούσεις. Εντούτοις, το περιφερειακό και το διεθνές περιβάλλον που άρχισε να διαμορφώνεται από τα μέσα ήδη της δεκαετίας του 1940 ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο το προπολεμικό. Ανακατατάξεις και πάλι. Ήταν μια ακόμη εποχή δομικών αλλαγών. Τα χρόνια αυτά συντελέστηκε η μετάβαση του διεθνούς συστήματος από το πολυκεντρικό σύστημα της ισορροπίας στο διπολικό σύστημα στο οποίο κυριαρχούσαν πλέον δύο υπερδυνάμεις: οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση. Αυτές αντιπροσώπευαν ταυτόχρονα και δύο διαφορετικά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά συστήματα, προσδίδοντας έναν έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα στον Ψυχρό Πόλεμο, οι απαρχές του οποίου εντοπίζονται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940.
Σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον, με την Ευρώπη διαιρεμένη με το «σιδηρούν παραπέτασμα», τη Σοβιετική Ένωση να κυριαρχεί από τη Βαλτική έως την οροσειρά της Ροδόπης και τις Ηνωμένες Πολιτείες να ταλαντεύονται ανάμεσα στον απομονωτισμό και στην ανάληψη υποχρεώσεων, η Ελλάς, ακριβώς πάνω στη γραμμή αντιπαράθεσης των δύο κόσμων, επιχειρούσε εναγωνίως να διαγνώσει τα χαρακτηριστικά του μεταπολεμικού κόσμου και να προσαρμοσθεί στις τεκτονικές αναταράξεις που συντελούνταν τόσο σε διεθνές όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι την ίδια ακριβώς περίοδο η πατρίδα μας, ευρισκόμενη στη δίνη μιας αδελφοκτόνου σύγκρουσης, δεν είχε ακόμα υπερβεί τα τεράστια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που της κληροδότησαν τα μαύρα χρόνια της Τριπλής Κατοχής.
Σε εκείνη λοιπόν τη δύσκολη συγκυρία, και πάλι η Ελλάδα έστρεψε για μια ακόμα φορά το βλέμμα της στη Δύση, στις αρχές και τις αξίες που αυτή εκπροσωπούσε, θέτοντας ως ύψιστη προτεραιότητα την οργανική ενσωμάτωση στους δυτικούς θεσμούς – αμυντικούς, πολιτικούς και οικονομικούς. Έτσι, το 1952 η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ατλαντική Συμμαχία και λίγα χρόνια αργότερα έγινε το πρώτο συνδεδεμένο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Τελικά, το 1979, ύστερα από επίπονες προσπάθειες και δύσκολους αγώνες για ευθυγράμμιση με τα προηγμένα κράτη του δυτικού κόσμου, ο τότε ηγέτης της χώρας Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραφε στο Ζάππειο τη Συνθήκη Προσχωρήσεως της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Έτσι ένα αποφασιστικό βήμα για την περαιτέρω εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών, την αμυντική θωράκιση, αλλά και την οικονομική ευημερία της χώρας συνετελείτο.
Έκτοτε, η στρατηγική συμπόρευση με τη Δύση και ο σεβασμός της διεθνούς νομιμότητας κατέστησαν αρχές αποδεκτές, σχεδόν καθολικές, και σε τελική ανάλυση δεν αμφισβητήθηκαν, ακόμα και στις εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις που βίωσε ο λαός μας την προηγούμενη δεκαετία. Και αυτό γιατί η Ευρώπη, η Δύση, αποτελούσαν πάντοτε το ασφαλές αγκυροβόλιο, τόσο σε συνθήκες ομαλότητας όσο κυρίως σε περιόδους μείζονων αναταράξεων. Σε αυτές λοιπόν τις περιστάσεις, η Ελλάδα επέδειξε την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών. Και επέδειξε επίσης και ορθή υπέρβαση διλημμάτων. Η δυτική και η ευρωπαϊκή επιλογή μας, δεν ήταν μία στιγμιαία απόφαση υπαγορευμένη από τακτικισμούς ή καιροσκοπισμούς, αλλά απόρροια μιας μακρόχρονης διαδικασίας και μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής, οι απαρχές της οποίας θα πρέπει να αναζητηθούν εκεί στα έγκατα της νεοελληνικής ιστορίας στην αρχή της ελληνικής επαναστάσεως, όπως σας είπα στην αρχή.
Στη σύγχρονη διεθνή συγκυρία, σε μία εποχή κατά την οποία ήδη διαφαίνονται παγκόσμιες ανακατατάξεις και τεκτονικές ανατροπές τόσο στη γεωπολιτική όσο και στη γεωοικονομία, σε μια προπολεμικού τύπου επιβολή έντονου προστατευτισμού που διασαλεύει και επιδεινώνει το μεταπολεμικό παγκόσμιο ελεύθερο οικονομικό σύστημα, η πατρίδα μας καλείται να βαδίσει σε μονοπάτια γνώριμα και δοκιμασμένα. Η εμπειρία του 20ού αιώνα μας έχει αφήσει παρακαταθήκες και διδάγματα, που αποτελούν πολύτιμο οδηγό για ένα αβέβαιο μέλλον. Όπως θέτει ορθά το ζήτημα ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διπλωμάτες του προηγούμενου αιώνα, ο Βύρων Θεοδωρόπουλος, η ιστορική γνώση «διδάσκει, όχι τόσο τι πρέπει να κάνει ο σημερινός διπλωμάτης ή πολιτικός, όσο το τι δεν πρέπει να κάνει». Και αυτό που δεν πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι να βρεθεί απομονωμένη από παραδοσιακούς συμμάχους και νέους εταίρους. Κάθε φορά που κάτι τέτοιο συνέβη –το 1897, το 1922 και το 1974– ο ελληνισμός το πλήρωσε ακριβά. Αντίθετα, όταν η Ελλάδα ήταν μέλος ευρύτερων συμμαχιών η επιτυχία, ο θρίαμβος, η εθνική ανάταση ήλθαν ως φυσικά επακόλουθα. Μπροστά λοιπόν στη νέα ανακατάταξη της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας και όχι μόνον, παραμένουμε σταθεροί στις αρχές και στους προσανατολισμούς, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύουμε πολύ περισσότερο και την ωφελιμότητά μας απέναντι στην διαμορφούμενη νέα αρχιτεκτονική απέναντι σε εταίρους και συμμάχους σε πολυμερές αλλά και διμερές επίπεδο. Στηρίζουμε τους διατλαντικούς δεσμούς, ενώ είμαστε στον πυρήνα της ΕΕ, συμβάλλοντας σημαντικά στις προσπάθειες για τη στρατηγική της αυτονομία, και την αποκλιμάκωση του βλαπτικού για όλους εμπορικού πολέμου, συνηγορώντας πάντα για ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική άρα πιο αποτελεσματικοί. Έχουμε αναγνωριστεί σε μια περιοχή μεγάλης ρευστότητας ως πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας, αλλά και σημαντικός ενεργειακός κόμβος. Διατηρούμε και καλλιεργούμε στενές σχέσεις μέσα στην πολύπλοκη γεωπολιτική σκακιέρα της γειτονιάς μας, ενώ αρθρώνουμε λόγο και συμμετέχουμε, ιδίως ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στη διαχείριση των μεγάλων προκλήσεων της εποχής μας. Παραμένουμε προσηλωμένοι στην αξία του διαλόγου και της ειρηνικής επίλυσης προβλημάτων επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, επί τη βάσει του Δικαίου της Θάλασσης. Δεν επικαλούμαστε, όμως, μόνο το δίκαιό μας για να ακουστούμε, επικαλούμαστε και την αναγνωρισμένη αξιοπιστία μας ως συμμάχου και εταίρου.
Η διαρκής εμβάθυνση των υφιστάμενων συμμαχικών και εταιρικών δεσμών μας αποτελεί αναγκαία, όχι όμως και τη μοναδική προϋπόθεση ώστε η χώρα να ανταπεξέλθει στις σύγχρονες προκλήσεις ενός αβέβαιου διεθνούς περιβάλλοντος. Και μη λησμονούμε, πως αυτοί οι δεσμοί είχαν ευρύτερη πολιτική συναίνεση, ή έστω εκ των υστέρων έγκριση, από όσους αρχικά διαφωνούσαν. Οφείλει ακόμη η χώρα μας να αγρυπνά, να προστατεύει την κοινωνική της συνοχή, να είναι πάντα έτοιμη διά παν ενδεχόμενο, να πείθει τους εταίρους, και τους φίλους , αλλά και τους άλλους για την αξιοπιστία της πολιτικής της, αλλά κυρίως να διαθέτει ορθή κρίση, ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών ώστε να διαγιγνώσκει με νηφαλιότητα και ακρίβεια τις διεθνείς εξελίξεις και να προσαρμόζεται με ταχύτητα σε αυτές. Στην προετοιμασία ήρθε και ένα άλλο προσόν, ίσως σημαντικότερο πλέον, η προσαρμοστικότητα.
Κυρίες και κύριοι,
Οι Έλληνες δεν είμαστε πολλοί. Είμαστε όμως –και έχουμε τη συνείδηση ότι είμαστε– εκπρόσωποι ενός πολιτισμού – το βλέπουμε γύρω μας εδώ σε αυτό το υπέροχο τοπίο που δεν είναι πλέον μόνον δικός μας: είναι ο δυτικός πολιτισμός στο σύνολό του. Ερχόμαστε από μακριά και πήγαμε κατά τη μακρά μας ιστορία μακριά. Πάντοτε όμως με τη συνείδηση ότι εκπροσωπούμε αυτές τις μεγάλες αξίες. Σήμερα, καλούμαστε για μια ακόμη φορά να γίνουμε ταυτόχρονα και άνθρωποι των καιρών μας αλλά και άνθρωποι της ιστορίας, δηλαδή άνθρωποι που να καταλαβαίνουμε ότι οι μυλόπετρες της ιστορίας αρχίζουν να γυρίζουν και δεν πρέπει να είμαστε αμέτοχοι. Και καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αυτό που λέγεται «ανακατατάξεις» με την ίδια προσαρμοστικότητα και μόνοι και μετά πολλών. Όπως παρέθεσα το έχουμε ξανακάνει. Συνεπώς μπορούμε και τώρα!
Ο μεγάλος ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης από τον οποίον έκλεψα την περίφημη φράση η «η ποικίλη δράση των στοχαστικών περί προσαρμογών» έγραψε στο ποίημά του «Στα 200 π.Χ.»
Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, οι Σελευκείς, κι οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας, κι οι εν Μηδία, κι οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι. Με τες εκτεταμένες επικράτειες, με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών. Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.
Ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών, λοιπόν μπροστά στις ανακατατάξεις!
www.ertnews.gr
Ακολουθήστε το myvolos.net στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
