
Μια σαρωτικά ενήλικη ματιά στο παιδικό τραύμα, τη συμφιλίωση με την ιδέα της απώλειας, τη μνήμη και τον πόνο, φτάνει στο 66ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο της προώθησης της ταινίας, πραγματοποιήθηκε διαδικτυακή συνέντευξη τύπου και το ΕΡΤnews.gr ήταν εκεί.
Η συζήτηση με τους δημιουργούς της ταινίας Η Μικρή Αμελί και η Μεταφυσική των Σωλήνων , των Maïlys Vallade και Liane-Cho Han Jin Kuang, μπορεί να είχε αρχικά την αμηχανία των διαδικτυακών συνεντεύξεων, σύντομα όμως αυτό το χάσμα γεφυρώθηκε όταν τα θέματα της ταινίας μπήκαν στη συζήτηση. Η στοχαστική απλότητα των δημιουργών που διαπερνά και την ταινία τους, ήταν εμφανή από τις πρώτες κουβέντες.
Η Μικρή Αμελί και η Μεταφυσική των Σωλήνων, δεν είναι μόνο, όπως θα αντιληφθείτε όταν τη δείτε, μια κινηματογραφική αφήγηση που μεταφέρει στη γλώσσα των κινουμένων σχεδίων το μυθιστόρημα της Amélie Nothomb, είναι μια ολοκληρωμένη δημιουργία που κυρίως επιχειρεί να μιλήσει για τη γέννηση της συνείδησης, για το πένθος και για την κατανόηση του εαυτού μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού.

Η Maïlys Vallade θυμάται τη γνωριμία της με τον Liane-Cho. «Γνωριζόμαστε από τα χρόνια των σπουδών μας στο Παρίσι. Ήμασταν και οι δύο στη σχολή Gobelins, κι από τότε μάθαμε να δουλεύουμε συνεργατικά, να αφηγούμαστε ιστορίες με εικόνες. Στο Μικρό Πρίγκηπα ξεκινήσαμε να πειραματιζόμαστε με το storyboard και συνειδητοποιήσαμε ότι μπορούμε να μοιραζόμαστε μια ενιαία οπτική πάνω στη φόρμα και στο συναίσθημα».
Ο Liane-Cho προσθέτει: «Εμάς μάς ενδιαφέρει το συναίσθημα, όχι ο εντυπωσιασμός. Προτιμούμε να συγκινούμε, παρά να εντυπωσιάζουμε. Οι θεατές θέλουμε να φεύγουν από την ταινία με ένα μικρό σημάδι μέσα τους, σαν μια ανεπούλωτη ουλή ».
Η συνεργασία τους αναπτύσσεται σαν ένα είδος καλλιτεχνικής συγγένειας που μεταφράζεται σε εικόνες απαλές, καθαρές, με φως διάχυτο και σιωπές που μοιάζουν να παίρνουν πνοή. Η ταινία τους, βραβευμένη ήδη στο φεστιβάλ του Annecy και με παρουσία στις Κάννες, βασίζεται σε ένα κείμενο που πολλοί θεωρούσαν αδύνατο να μεταφερθεί στη μεγάλη (ή και τη μικρή) οθόνη».
Η Vallade εξηγεί: «Πολλοί μάς είπαν πως δεν γίνεται να προσαρμόσουμε το βιβλίο. Αν και μιλούσε για παιδική ηλικία, ήταν γραμμένο για ενήλικες,. Έπρεπε να ανακαλύψουμε έναν τρόπο να το κάνουμε ταυτόχρονα παιδικό και βαθιά ανθρώπινο. Να διατηρήσουμε την πολυπλοκότητα, αλλά και να αφήσουμε χώρο στην αθωότητα».
Ο Kuang αφηγείται ότι γνώρισε το έργο της Nothomb στα δεκαεννιά του. «Τότε δεν μου άρεσαν τα βιβλία, ήμουν πιο κοντά στα βιντεοπαιχνίδια και στα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια. Όμως αυτή η ιστορία, ενός μικρού παιδιού που πιστεύει πως είναι θεός, μέσα σ’ έναν ιαπωνικό κόσμο (σ.σ. πλασμένο από δυτική οπτική), με συγκίνησε βαθιά. Σκέφτηκα ότι μόνο η κινούμενη εικόνα μπορεί να αποδώσει αυτό το παιχνίδι μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας».
Η ταινία τολμά να εισέλθει σε περιοχές που το animation σπάνια αγγίζει: το πένθος, τη συνειδητοποίηση του θανάτου, τον τρόπο που ένα παιδί μαθαίνει τη θνητότητα. «Η στιγμή που η μικρή Αμελί καταλαβαίνει ότι μπορεί να πεθάνει», λέει η Vallade, «είναι για μένα το πιο ουσιαστικό σημείο. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται τους άλλους, ότι η ζωή έχει αξία μόνο μέσα στις σχέσεις. Είναι το πέρασμα από τη θεϊκή αθωότητα στη συνειδητή ανθρωπινότητα».
Ο Kuang, από τη δική του πλευρά, νιώθει ότι η ταινία αγγίζει κάτι πιο προσωπικό. «Γεννήθηκα στη Γαλλία, αλλά οι γονείς μου είναι Κινέζοι. Πέρασα τη ζωή μου να με ρωτούν αν είμαι Γάλλος ή Κινέζος, ενώ ήμουν και τα δύο, όπως και η μικρή Αμελί, που είναι και Βελγίδα και Ιαπωνέζα. Η ταυτότητά της δεν είναι σύγκρουση, είναι άθροισμα».
Η ταινία αναλύει αυτή τη διπλή ταυτότητα ως ένα εύθραυστο σχόλιο για τον μεταπολεμικό κόσμο, για τη συνύπαρξη και τον φόβο του «ξένου». Η Vallade εξηγεί: «Είναι μια ιστορία για την ενσυναίσθηση. Τα παιδιά δεν βλέπουν σύνορα, δεν έχουν προκαταλήψεις. Ο κόσμος των ενηλίκων είναι που τις μαθαίνει. Εμείς προσπαθούμε να θυμίσουμε εκείνη την καθαρή ματιά που ενώνει, όχι που χωρίζει».
Ο Kuang συμπληρώνει: «Τοποθετούμε την ιστορία σε μια Ιαπωνία που ακόμη επουλώνει τις πληγές του πολέμου. Θέλουμε να δείξουμε ότι μέσα στον πόνο υπάρχει και η δυνατότητα της συμφιλίωσης. Κανείς δεν είναι απόλυτα καλός ή κακός. Όλοι κουβαλούν κάτι, μια απώλεια, μια ιστορία».
Η κριτική διάσταση της ταινίας βρίσκεται ακριβώς εκεί: στη συνειδητή άρνηση του να σταθεί υπέρ του ενός ή του άλλου. Η ταινία δεν ενδιαφέρεται να καταγγείλει ούτε να εξιδανικεύσει. Αντίθετα, προσκαλεί τον θεατή να κοιτάξει τον κόσμο με τη διστακτική περιέργεια ενός παιδιού που μαθαίνει να ονομάζει τα συναισθήματά του.
Η Vallade το διατυπώνει απλά: «Η ενσυναίσθηση είναι η μόνη μας άμυνα απέναντι στο μίσος. Αν μάθουμε στα παιδιά να κοιτάζουν τον άλλον χωρίς φόβο, ίσως ο κόσμος να γίνει λίγο πιο ανθρώπινος».
Σε ένα άλλο σημείο της συζήτησης, ο Kuang αναφέρει ένα περιστατικό με το παιδί του. «Με ρώτησε γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι κακοί. Του είπα πως δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι, υπάρχουν πληγωμένοι άνθρωποι. Το κακό είναι απλώς η αντανάκλαση ενός πόνου που δεν έχει θεραπευτεί».
Η κινηματογραφική γραφή αυτής της ταινίας, υπηρετεί αυτήν ακριβώς τη φιλοσοφία. Οι δημιουργοί αποφεύγουν το υπερβολικό, προτιμούν τη σιωπή και τη λεπτομέρεια. Η κάμερα ακολουθεί τη ματιά της μικρής Αμελί από πολύ κοντά, συχνά μέσα από μακροπλάνα που καταγράφουν μια σταγόνα νερού, ένα φως που τρεμοπαίζει, μια αναπνοή.
«Θέλαμε να δούμε τον κόσμο όπως τον βλέπει ένα παιδί που μόλις γεννήθηκε», εξηγεί η Vallade. «Όταν είσαι δύο ή τριών χρονών, τα πάντα μοιάζουν τεράστια. Ένα ποτήρι, ένα φως, μια σκιά. Χρησιμοποιήσαμε αυτό το μέγεθος για να χτίσουμε την αίσθηση του θαύματος».
Ο Kuang επισημαίνει τη σημασία της υφής και της φωτογραφίας. «Οι εικόνες μας είναι απαλές, σχεδόν παστέλ. Θέλουμε ο θεατής να αισθάνεται τη θερμοκρασία του κόσμου. Όταν η Αμελί μεγαλώνει, τα χρώματα αλλάζουν, η παλέτα γίνεται πιο ρεαλιστική. Η ιδεαλιστική λάμψη σβήνει, και στη θέση της έρχεται η ωριμότητα».
Η Vallade μιλά για τους χαρακτήρες που πλαισιώνουν την ιστορία, και ειδικά για την αντιπαράθεση των δύο Ιαπωνίδων, της Νισιό-σαν και της Κασίμα-σαν. «Στο βιβλίο, η δεύτερη παρουσιάζεται σχεδόν ως κακιά φιγούρα. Εμείς θέλαμε να την κατανοήσουμε. Να δώσουμε παρελθόν, πόνο, λόγο. Η ανθρωπιά είναι σύνθετη. Και καμία μορφή δεν είναι μονοδιάστατη».
Σε αυτή την ισορροπία μεταξύ ομορφιάς και απώλειας, το animation γίνεται όχημα φιλοσοφικής αναζήτησης. Ο Kuang λέει πως εμπνεύστηκαν από τον Μιγιαζάκι και τον Τακαχάτα, όχι για να τους μιμηθούν, αλλά για να συνεχίσουν τη γραμμή που βλέπει την κινούμενη εικόνα ως χώρο στοχασμού. «Οι ταινίες τους μάς έδειξαν ότι το animation μπορεί να μιλήσει για τον θάνατο, για τη μνήμη, για την αγάπη χωρίς εξήγηση. Προσπαθούμε να κάνουμε το ίδιο, με τη δική μας φωνή».
Η σκηνή με τη σοκολάτα, μια από τις πιο καθοριστικές στιγμές του έργου, φέρει αυτήν τη μετάβαση από τη σωματικότητα στη συνείδηση. «Εκείνη τη στιγμή», εξηγεί η Vallade, «η μικρή ανακαλύπτει το “εγώ”. Μέχρι τότε μιλά για τον εαυτό της στο τρίτο πρόσωπο, σαν να μην υπάρχει. Όταν δοκιμάζει τη σοκολάτα, αισθάνεται τη χαρά της ύπαρξης, καταλαβαίνει ότι είναι σώμα, ότι είναι παρούσα».
Ο Kuang το περιγράφει απλά: «Από εκείνη τη στιγμή, αρχίζει να μιλά σε πρώτο πρόσωπο. Είναι η στιγμή της ταυτότητας».
Στην ουσία, το Η Μικρή Αμελί και η Μεταφυσική των Σωλήνων δεν είναι μια ταινία για παιδιά. Είναι μια ταινία για τη στιγμή που το παιδί μέσα μας καταλαβαίνει ότι ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος μόνο από φως. Είναι μια ιστορία για το πώς μαθαίνουμε να αγαπάμε τον κόσμο, παρ’ όλη του την ατέλεια.
Η Vallade το συνοψίζει: «Η ταινία μιλά για την ανάγκη να κρατήσουμε την ικανότητα του θαυμασμού. Να μη σταματήσουμε ποτέ να απορούμε. Η περιέργεια είναι μια μορφή αγάπης».
Ο Kuang κλείνει τη συζήτηση με μια ήρεμη βεβαιότητα: «Η ζωή είναι παράξενη, δύσκολη, αλλά πανέμορφη. Αν κρατήσουμε την παιδική μας ευαισθησία, ίσως μάθουμε να τη βλέπουμε ξανά έτσι».
Κι έτσι, η Μικρή Αμελί (που παρεμπιπτόντως προβάλλεται στο 66ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και σύντομα θα διανεμηθεί από τη NEO FILMS) δεν παραδίδει απλώς μια τρυφερή ιστορία. Προσφέρει μια πρόταση για το πώς ο κινηματογράφος μπορεί να ξαναβρεί τη λειτουργία του ως γλώσσα της ενσυναίσθησης. Το animation γίνεται καθρέφτης της ψυχής, κι η ματιά του παιδιού μετατρέπεται σε εργαλείο γνώσης. Μέσα από το βλέμμα της μικρής Αμελί, οι δημιουργοί καλούν τον θεατή να ξαναβρεί τη δική του εσωτερική παιδικότητα, εκείνη που μπορεί να λυγίσει μπροστά στο σκοτάδι αλλά δεν παύει να αναζητά το φως.
www.ertnews.gr
Ακολουθήστε το myvolos.net στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
 
 
 
                                 
                              
								 
								 
								 
         
        