Puttanesca ονομάζεται η Ναπολιτάνικη συνταγή σάλτσας σπαγγέτι (και κατ’ επέκταση δημοφιλούς πιάτου με μακαρόνια) που φτιάχνεται -όπως διαβάζουμε από μαγειρικά sites- από μαύρες ελιές Gaeta, κάπαρη, σκόρδο, πιπεριές τσίλι, ρίγανη, ντομάτες φρέσκιες και πελτέ, ελαιόλαδο και στο τέλος λίγο φρέσκο μαϊντανό, ενώ κάποιοι μερακλήδες βάζουν και λίγο παστό ψάρι για να έρθει να δέσει η αλμύρα. Το όνομα, είτε ισχύει η ιστορία ότι ήταν το πιάτο που έδιναν οι ιερόδουλες για να καρδαμώσουν τους πεινασμένους πελάτες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε πιστεύετε το δεύτερο -και επικρατέστερο σενάριο- ότι οι πελάτες σε ένα εστιατόριο που δεν είχε πολλά υλικά για μαγείρεμά ζήτησαν “una puttanata qualsias” (δηλαδή ένα πιάτο με ό,τι περίσσευε), και στις δύο περιπτώσεις πέφτετε μέσα σε αυτόν τον πονεμένο αχταρμα κοινωνικού ρεαλισμού και καταγγελτικής βίας.
Εμπνευσμένο -ο θεός να το κάνει- από το βιβλίο “Mani nude” της Paola Barbato, το καλογυρισμένο και ρηχό μηνυμάτων / στόχευσης εμπορικίζον δείγμα ιταλικού κινηματογράφου, κάνει τη δική του πουτανέσκα με ό,τι υλικά βρίσκει: Στην πρώτη πράξη μπερδεύει το “fight club” που παθαίνει ολίγον “squid game“, έτσι αντί για “fuck off” ακούγεται -νοητά πάντα- Vaffanculo, αντί για «πάλη εαυτών» υπάρχουν σκοτεινά κυκλώματα που οδηγούν αθώα αλλά εξαρτημένα άτομα σε μάχες μέχρι θανάτου και αντί για καθαρτική βία, επικρατεί η ανάγκη επιβίωσης. Καλώς ορίσατε στο κινηματογραφικό πλέον “Mani nude” του Mauro Mancini – που mauri ήταν η ώρα και η στιγμή που το είδαμε-.
Με το αφεντικό της λέσχης ξύλου που απαγάγει δυνατούς, αλλά όχι εκπαιδευμένους, σε αγώνες χωρίς έλεος, να διαβάζει «Πρωταγόρα», τον αρχικά «τροφή για κροκοδείλους» και εν συνεχεία συνοδοιπόρο του στην ελευθερία να γίνεται ντούκι σε λίγες εβδομάδες και τη «συμφωνία» που θα αφήσει κάποιες σκιές στον περιβάλλοντα χώρο να αιωρείται, το πρώτο μέρος είναι ανεκτό. Όμως εδώ συνδέουμε την γνωστή ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ και τους κανόνες της, πριν πάμε στο δεύτερο -και πλήρως ξενερωτικό– αφηγηματικό μέρος.
Πρώτος κανόνας για το ιταλικο fight club
Πότε δεν μιλάμε για την illustrated δηθενιά του. Αφήνουμε τους ντόπιους να το θαυμάζουν και το διεθνές κοινό να αναγνωρίζει τη χορογραφημενη μαχητικότητα του ως δήθεν.
Δεύτερος κανόνας του Ιταλικού fight club. Αν δεν ήταν ο Alessandro Gasmann θα ήταν 100% μια αδιάφορη ταινία. Φέρνει αυτό που έβαλε ο El Profesor στο «Casa De Papel», δυστυχώς χωρίς να κορυφωθεί σε επίπεδα Tony Soprano, στους «Σοπράνος».
Τρίτος και τελευταίος κανόνας του ιταλικού fight club: είναι περισσότερο μελοδραματικό squid game πάρα ιταλικό fight club.
Και μέχρι στιγμής είμαστε στα θετικά. Φανταστείτε τη συνέχεια!
Το δεύτερο μέρος αγκαλιάζει το δράμα με όρους σαπουνόπερας. Χωρίς πολλά σπόιλερ, οι δύο ανταγωνιστές σώνονται συναγωνιστές και ενώ σώζονται από μια «φυλακή» (τους υποχρεωτικούς αγώνες μέχρι θανάτου) μπαίνουν σε μια άλλη, με το πηλοφόρι τους να είναι ένα πλυντήριο αυτοκινήτων στο οποίο εργάζονται και τον εγκλεισμο στο σπιτι για τη διαφύλαξη της ζωής τους να μοιάζει ασφυκτικό. Κι ύστερα έρχεται ο έρωτας και οι αποκαλύψεις με την τρίτη πράξη να ξεκινάει με μια προφητική σκηνή και ένα υποδόριο «αντίο βουνά, αντίο ουρανέ, αντίο συννεφα»… που μυρίζει χειρότερα από ιδρώτα μασχάλης -για όσους είχαν προσμονή τίμιας κορύφωσης-· είναι σαν μπλε τυρί σε τάπερ εκτεθειμένο στον ήλιο ιταλικό ήλιο για μέρες.
Αν κάτι σου μένει από την ταινία δεν είναι η απορία γιατί η βία γιγαντώνεται όταν τρέφεται με περισσότερη βία αλλά γιατί το κοινό αρέσκεται να βλέπει εκ του ασφαλούς βία, ακόμα και ο ήρωας και η απελευθέρωση του είναι αδιάφορη και όχι λυτρωτική…
Επίσης, σε δεύτερη σκέψη, σε κάνει να θυμώνεις που στην προσπάθεια να έχουν καλύψει τις ανάγκες και ανδρικού και γυναικείου κοινού, μπερδεύουν ελιές με τρελές, και αγωνία με παρατονία.
www.ertnews.gr