Νέο πολιτικό σκηνικό, το οποίο ως ένα μεγάλο ποσοστό είχε προετοιμαστεί από τις κάλπες της 21ης Μαίου, διαμορφώνεται μετά τις δεύτερες εκλογές. Ο ελληνικός λαός μίλησε για δεύτερη φορά μέσα σε ένα μήνα, αναδεικνύοντας κυρίαρχη πολιτική δύναμη τη Νέα Δημοκρατία με ένα ποσοστό άνω του 40%, αποδοκιμάζοντας εκ νέου τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ομως, υπάρχουν κι άλλα χρήσιμα συμπεράσματα που έχουν να κάνουν με τη μετατόπιση του πολιτικού άξονα προς τα δεξιά του πολιτικού χάρτη.
Τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τις επιλογές των πολιτών είναι τρία και ηχηρά:
Η υπερσυντηρικοποίηση της κοινωνίας
Το πρώτο συμπέρασμα των εκλογών που έχει σηκώσει και τη μεγαλύτερη σκόνη, αφορά στην ενίσχυση των κομμάτων πέραν της Νέας Δημοκρατίας, αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «ακροδεξιά πολυκατοικία». Σε πολιτικό επίπεδο τη μετατόπιση του πολιτικού άξονα στα δεξιά.
Τρία κόμματα με διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά που θα μπορούσαν να μπουν σε μια δεξαμενή ψηφοφόρων με τίτλο: «Αντισυστημικοί, ακροδεξιοί, ψεκασμένοι, χριστέμποροι και πατριδοκάπηλοι», συγκροτούν πλέον ένα ισχυρό μέτωπο που ασφαλώς θα μας απασχολήσει με τη στάση του μέσα στη Βουλή και με τη δράση του έξω από αυτήν, στην κοινωνία, τους χώρους δουλειάς, στα σχολεία.
Πλέον δεν είναι ο Κυριάκος Βελόπουλος με την Ελληνική Λύση που πόνταρε στον ακραίο λαϊκίστικο λόγο του, σε θεωρίες συνωμοσίες και στη μαγική συνταγή για την Ελλάδα που μόνο αυτός είχε. Πλέον έχουμε το κόμμα Νίκη, ένα κόμμα που δεν γνωρίζαμε μέχρι πριν από δύο μήνες.
Ενας σχηματισμός που έκανε δουλειά στον κόσμο αθόρυβα, σε ένα κόσμο βαθιά θρησκευόμενο, με υπερπατριωτικό λόγο και με απόψεις ακραία αντιεπιστημονικές και υπερσυντηρητικές.
Το κόμμα Νίκη εκμεταλλεύτηκε αυτή τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, της στροφή προς τα (ακρο)δεξιά και με φόντο την Εκκλησία και το τρίπτυχο «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», έκανε την έκπληξη.
Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, δυσάρεστη αυτή τη φορά έκαναν οι Σπαρτιάτες. Ένα κόμμα που δεν υπήρχε μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες, περιθωριακό, χωρίς καμιά παρέμβαση και πρόσβαση στην κοινωνία.
Το «κόλπο» Κασιδιάρη, να δηλώσει τη στήριξή του σε ένα κόμμα με ιστορικό όνομα και σύμβολα, που «πουλάνε» στα υπερπατριωτικά ακροατήρια, απογείωσε τα ποσοστά των Σπαρτιατών και πλέον θα βρίσκεται στη Βουλή με περισσότερους από 10 βουλευτές.
Το δημόσιο ευχαριστώ του αρχηγού του στον Ηλία Κασιδιάρη δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας για το τι είναι αυτό το κόμμα. Ακροδεξιό που στις τάξεις του έχει τα «ορφανά» του Μιχαλολιάκου και της Χρυσής Αυγής καθώς και του καταδικασμένου και φυλακισμένου Κασιδιάρη και του κόμματος Ελληνες που δεν κατέβηκε στη Βουλή.
Αυτή η στροφή μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος στο ακροδεξιό μέρος του πολιτικού χάρτη θα πρέπει να απασχολήσει ιδιαίτερα τα υπόλοιπα κόμματα.
Ακροδεξιά είχαμε και την προηγούμενη δεκαετία. Αλλά μια ακροδεξιά δολοφόνων, αμόρφωτων ανθρώπων της νύχτας, ρατσιστών και ομοφοβικών.
Όταν η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή το 2015, η πρώτη παρουσία τους ήταν εφιαλτική. Ο Μιχαλολιάκος με γραβάτα περιτριγυρισμένος από τα «παιδιά με τις μαύρες μπλούζες» με τα ναζιστικά τατουάζ και τα κοντά κουρεμένα μαλλιά.
Πλέον αυτή η νέα – παλιά ακροδεξιά εμφανίζεται πιο… mainstream, πιο της μόδας, με πιο στρογγυλεμένο λόγο και σαφώς περισσότερο επικίνδυνοι.
Ο χρυσαυγιτισμός δεν έφυγε ποτέ από την ελληνική κοινωνία. Οι απαγορεύσεις με νομοθετικές ρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν, απέτυχαν τελικά παταγωδώς για ένα λόγο: Διότι η ακροδεξιά νικιέται ιδεολογικά, μέσα στην ίδια την κοινωνία. Κι όχι στις δικαστικές αίθουσες.
Η κυριαρχία Μητσοτάκη
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να περάσει σε πλατιά στρώματα του εκλογικού σώματος, όχι μόνο στη συντηρητική παράταξη, το σχέδιο του για τη χώρα, το πρόγραμμά του για την επόμενη 4ετία.
Είναι μοναδικό φαινόμενο στη Μεταπολίτευση ένα κόμμα που κυβερνά να καταφέρνει να πάρει μεγαλύτερο ποσοστό, και μάλιστα πάνω από 40%.
Η ΝΔ μπόρεσε επίσης να νικήσει την «χαλαρή ψήφο», δηλαδή όλους εκείνους τους ψηφοφόρους της στις 21 Μαίου που θα μπορούσαν να χαλαρώσουν θεωρούμενοι ότι είναι σίγουροι νικητές.
Κατάφερε να αντισταθεί στην αντεπίθεση που επιχείρησε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά κύριο λόγο, ο οποίος άλλαξε την επικοινωνιακή τακτική του, επιχείρησε να περάσει το πρόγραμμά του με ποιο θετικό αφήγημα, κι επιτέθηκε στη ΝΔ και για το μεταναστευτικό, ειδικά μετά το τραγικό ναυάγιο στην Πύλο.
Συμπερασματικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού, έχοντας πάνω – κάτω τον ίδιο αριθμό βουλευτών, με αυτούς που είχε από το 2019. Επομένως, έχει την ευχέρεια να υλοποιήσει με άνεση το πρόγραμμά του, αυτό για το οποίο οι Ελληνες τον ψήφισαν και του έδωσαν μια δεύτερη «καθαρή» τετραετία.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ
Το δεύτερο βασικό συμπέρασμα της κάλπης είναι η συντριπτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Και όταν λέμε συντριπτική αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το «σπάσιμο» του ψυχολογικού ορίου του 20%.
Αλλά έχει να κάνει κυρίως με την πλήρη αποδοκιμασία για δεύτερη φορά σε ένα μήνα, του προγράμματός του, της επικοινωνιακής στρατηγικής του, του αφηγήματος που θέλησε να εξηγήσει στον κόσμο αλλά δεν το κατάφερε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας, χρεώνονται την έκτη ήττα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ, αλλά μια ήττα περισσότερο επώδυνη από ποτέ.
Στις εκλογές του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν δεύτερο κόμμα, αλλά το ποσοστό του, άνω του 31% του έδινε την ευκαιρία να ανασυνταχθεί, να ανανεωθεί, να κυριαρχήσει στην κοινωνία με το πρόγραμμά του, τους ανθρώπους που θα το υλοποιούσαν και κυρίως με την ταυτότητα του «ηγεμόνα» της Κεντροαριστεράς που μόνο αυτός θα μπορούσε να συγκρουστεί με το συντηρητικό κόμμα.
Εκείνο το 31% φαντάζει πλέον στόχος που ενδεχομένως ο ΣΥΡΙΖΑ να μην ξαναπιάσει ποτέ. Η απώλεια 11 μονάδων τον Μάιο και ακόμη περισσότερων με βάση τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, δείχνει στα στελέχη της Κουμουνδούρου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν αρέσει» στον κόσμο. Και είτε θα αλλάξει είτε θα βουλιάξει ακόμη περισσότερο. Κάτι που θα κριθεί βεβαίως από τις άμεσες αποφάσεις που καλείται να πάρει η ηγεσία του. Αποφάσεις που έχουν να κάνουν με μια σκληρή αυτοκριτική, με αλλαγές σε πρόσωπα, ακόμη και «βαριά», και με μια τετραετία που δεν πρέπει να χαθεί ούτε λεπτό αν θέλει να παραμείνει ο δεύτερος ισχυρός πόλος εξουσίας.
Αλλωστε, πλέον στο χώρο της Κεντροαριστεράς, υπάρχει κι ένας ακόμη «παίκτης», το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, που αν και δεν δείχνει σαρωτικό ρεύμα, μπορεί να γίνει απειλητικό για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το μεγάλο στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ πλέον είναι οι δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, τον Οκτώβριο οι δημοτικές και περιφερειακές (που έχουν μικρότερο πολιτικό αποτύπωμα) και το βασικότερο οι ευρωεκλογές σε ένα περίπου χρόνο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ελπίζει σε «ανάσταση», στο να μπορέσει δηλαδή να αλλάξει το χρώμα στον «μπλε» χάρτη, καθώς έχει μερικούς μήνες μπροστά του να αναδείξει τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν λαοφιλή και να σβήσει τα τραγικά λάθη που τον οδήγησαν σ’ αυτή τη συντριβή.
Την «μπαγκέτα» των αλλαγών πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ κρατά ο Αλέξης Τσίπρας, αυτός που πήρε ένα κόμμα από το 3%, το έφτασε στο 35%, αλλά το κατακρήμνισε κάτω από 20%.
Οι αλλαγές στο χώρο της Κεντροαριστεράς είναι ιδιαίτερα κρίσιμες, για την επιβίωση της ίδιας ως εκφραστή ενός κοινωνικού κράτους, ενός κράτους δικαίου και μιας δίκαιης και ισόνομης κατανομής του πλούτου.
Αλλά είναι κρίσιμες και για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Μια ισχυρή κυβέρνηση για να είναι καλή και ωφέλιμη για το λαό πρέπει να έχει και ισχυρή αντιπολίτευση, που θα κρίνει, θα επικρίνει και θα προτείνει διαφορετικές κατευθύνσεις για το που πάει η κοινωνία.
ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, Αλέξης Τσίπρας (ή ό,τι άλλο αναδειχθεί στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ) και Νίκος Ανδρουλάκης έχουν μπροστά τους ένα μεγάλο στοίχημα. Να ασκήσουν μια σοβαρή αντιπολίτευση στη ΝΔ χωρίς ταυτόχρονα να αλληλοφαγωθούν, κατακερματίζοντας έτι περαιτέρω τον κεντροαριστερό χώρο.
in.gr