Η οικονομική ανάπτυξη, η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, η ποιότητα ζωής και οι τοπικές πολιτικές, είναι οι βασικοί παράγοντες διαφοροποίησης των δημογραφικών χαρακτηριστικών από Περιφέρεια σε Περιφέρεια της χώρας, αλλά και μέσα στην ίδια την Περιφέρεια, από νομό σε νομό και από δήμο σε δήμο, σύμφωνα με τη δημογραφική μελέτη των καθηγητών Βύρωνα Κοτζαμάνη (καθηγητής Δημογραφίας στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (ΤΜΧΠΠΑ) και επισκέπτης-συνεργαζόμενος ερευνητής του Εθνικού Ινστιτούτου Δημογραφίας της Γαλλίας) και Βασίλη Παππά .
Από το απόσπασμα της ερευνητικής μελέτης που παραθέτουν, προκύπτουν πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες για την ανάλυση της δημογραφικής εικόνας στην Περιφέρεια Θεσσαλίας και τις ενδοπεριφερειακές διαφοροποιήσεις. Στην μελέτη σκιαγραφείται η δημογραφική εικόνα στην Θεσσαλία, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τις υφιστάμενες έντονες ενδοπεριφερειακές διαφοροποιήσεις.
H Π.Ε. Σποράδων είναι η μονή που διαφοροποιείται την τελευταία τριακονταετία έναντι των υπολοίπων Ενοτήτων, έχοντας τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 υψηλότατες θετικές μεταβολές, και το 2011-2021 την ηπιότερη μείωση (-2,5% έναντι -6,0% της Περιφέρειας). Οι μεταβολές του πληθυσμού σε επίπεδο Δήμων κυμαίνονται από +14% (Αλόννησος) έως -21% (Ζαγορά-Μόυρεσι). Στην Μαγνησία ο μέσος όρος ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών (31,7 έτη) ταυτίζεται με τον εθνικό.
Αναλυτικά, η μελέτη:
Οι μεταβολές του πληθυσμού στη Θεσσαλία
Η Περιφέρεια Θεσσαλίας τη δεκαετία του 1990 δεν επωφελήθηκε ιδιαίτερα από την μαζική εισροή οικονομικών μεταναστών εκείνης της περιόδου, με αποτέλεσμα να έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά θετικής μεταβολής του πληθυσμού ανάμεσα στο 1991 και το 2001 (μόλις +1,45%, έναντι 7% σε εθνικό επίπεδο). Την επόμενη δεκαετία (2001-2011) η μείωση ήταν ήπια (1%, όσο σχεδόν και στο σύνολο της χώρας), εντασσόμενη στην ομάδα των 8 Περιφερειών με αρνητικές αντίστοιχες μεταβολές, σε αντίθεση με το Νότιο Αιγαίο και την Κρήτη, τις μόνες Περιφέρειες που αυξήσαν τον πληθυσμό τους (+3,5 και 4,8% αντίστοιχα).
Την τελευταία δε δεκαετία, η μείωση του πληθυσμού της εκτιμάται στο 6% (υπερδιπλάσια του εθνικού μέσου, [-3%] αλλά σαφώς μικρότερη της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας [-10%]). Η μείωση αυτή οφείλεται, αφενός μεν στα αρνητικά φυσικά ισοζυγία (-29 χιλ.), αφετέρου δε στα επίσης αρνητικά ισοζυγία εισόδων-εξόδων των μονίμων κατοίκων της (βλ. εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση). Σε ενδοπεριφερειακό επίπεδο, η Π.Ε. Σποράδων είναι η μονή που διαφοροποιείται την τελευταία τριακονταετία των υπολοίπων Ενοτήτων, έχοντας τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 υψηλότατες θετικές μεταβολές, και το 2011-2021 την ηπιότερη μείωση (-2,5% έναντι -6,0% της Περιφέρειας).
Στο εσωτερικό των Περιφερειακών Ενοτήτων οι διακυμάνσεις γύρω από το μέσο περιφερειακό όρο είναι έντονες, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία (Πίνακας και Γράφημα). Οι μεταβολές του πληθυσμού σε επίπεδο Δήμων κυμαίνονται από +14% (Αλόννησος) έως -21% (Ζαγορά-Μόυρεσι), ενώ σε επίπεδο Δ.Ε. από +28% έως -50% (Χάρτης). Για πρώτη φορά δε αρκετές πεδινές και ημιορεινές κοινότητες το 2011-2021 φαίνεται να έχουν μεγαλύτερες μειώσεις από ορεινές, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ότι ο νεανικός πληθυσμός των δεύτερων έχει συρρικνωθεί σημαντικά ήδη από το 2011, και, επομένως, δεν υπάρχουν ιδιαιτέρες μεταναστευτικές «εφεδρείες».
Οι αλλοδαποί στη Θεσσαλία
Μετά το 1990 και μέχρι την ανάδυση της οικονομικής κρίσης, η χώρα μας δέχθηκε πλήθος οικονομικών μεταναστών προερχομένων από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (κυρίως από την Αλβανία), τμήμα των οποίων (όπως και πλήθος Ελλήνων) την εγκατάλειψαν μετά το 2011. Ταυτόχρονα, ενώ κατά την τελευταία δεκαπενταετία πέρασαν από τη χώρα μας πάνω από 2 εκ. αλλοδαποί προερχόμενοι από λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες («προσφυγική κρίση»), ένα πολύ μικρό τμήμα τους παρέμεινε σε αυτήν. Έτσι, στην τελευταία απογραφή (2021), με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των αλλοδαπών μειώθηκε σε εθνικό επίπεδο κατά 16%, ενώ στην Περιφέρεια Θεσσαλίας κατά 23%. Η Περιφέρεια αυτή (με εξαίρεση τις Σποράδες) δεν άσκησε κάποια ιδιαίτερη έλξη στους αλλοδαπούς που εισήλθαν στη χώρα μας μετα το 1990 (Χάρτης), με αποτέλεσμα, ενώ σε εθνικό επίπεδο το 2021 το ποσοστό τους στον συνολικό πληθυσμό υπερβαίνει το 7%, στην Π.Ε Λάρισας να εγγίζει 4,8%, σε αυτήν της Μαγνησίας το 5,4%, των Τρίκαλων το 3,6% και της Καρδίτσας μόλις το 2,9%, σε αντίθεση με τις Σποράδες, όπου οι αλλοδαποί αποτελούν το 21% (στη δε Αλόννησο την πλειοψηφία του μονίμου πληθυσμού).Οι αλλοδαποί συνεισέφεραν όμως σημαντικά και στα συνολικά Φυσικά Ισοζύγια (Φ.Ι) της Περιφέρειας, τα οποία την περίοδο 2004-2021 ήταν αρνητικά κατά 38 χιλ.. Χωρίς αυτούς όμως τα ισοζύγια αυτά θα ήταν πολύ πιο αρνητικά, καθώς οι θάνατοι των Ελλήνων υπηκόων την ίδια περίοδο ήταν κατά 51 χιλ. περισσότεροι από τις γεννήσεις (Πίνακας).
Θνησιμότητα και γονιμότητα
Η προσδοκώμενη ζωή στη γέννηση (στα δυο φύλα) στην Περιφέρεια Θεσσαλίας αυξήθηκε σημαντικά μεταπολεμικά, με αποτέλεσμα να ανέλθει σε 82,3 έτη το τελευταίο προ της πανδημίας έτος. Η μέση διάρκεια ζωής στη γέννηση ήταν το 2019 ελαφρώς υψηλότερη από τον μέσο εθνικό όρο (81,7 έτη), αν και υπολείπεται αυτής της Ηπείρου. Η αύξηση της μέσης διαρκείας ζωής μετά το 1950 (+18 σχεδόν έτη) συνέβαλε και στην αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού της Περιφέρειας (την αύξηση δηλαδή του ποσοστού των 65 ετών και άνω που υπερβαίνει πλέον το 25%).
Η γονιμότητα (ο μέσος δηλαδή αριθμός παιδιών που κάνουν οι διαδοχικές μετα το 1960 γενεές) μειώνεται ταχύτατα, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται και η μέση ηλικία στην απόκτηση των παιδιών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ταχεία μείωση των γεννήσεων σε όλες τις Περιφέρειες, γεγονός που αποτυπώνεται και στους υπολογιζόμενους κάθε χρόνο δείκτες γονιμότητας, που σε εθνικό επίπεδο για μια μακρά περίοδο (1987-2024) κυμαίνεται από 1,25 έως 1,5 παιδιά/γυναίκα. Το 2019 δε (τελευταίο προ της πανδημίας έτος), με μέσο εθνικό δείκτη 1,33, οι νομοί της Θεσσαλίας (με εξαίρεση την Μαγνήσια [1,13]) βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτόν: 1,28 η Καρδίτσα, 1,35-36 η Λάρισα και τα Τρίκαλα (Χάρτης). Τρεις από τους τέσσερις νομούς δεν εντάσσονται στην ομάδα των προβληματικότερων νομών της χώρας μας, σε αντίθεση με την Μαγνησία. Σε αυτήν -όπως και στον νομό Τρικάλων- ο
μέσος όρος ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών (31,7 έτη) ταυτίζεται με τον εθνικό, ενώ στις Π.Ε Λάρισας και Καρδίτσας (ιδιαίτερα στη δεύτερη) οι γυναίκες τεκνοποιήσαν σε λίγο μικρότερες ηλικίες: 31,0 στη Λάρισα και 30,5 στην Καρδίτσα.
Γεννητικότητα και Φυσικά Ισοζυγία -λόγος θανάτων/γεννήσεις στη Θεσσαλία
Η πτώση τη γονιμότητας των γενεών (του μέσου αριθμού των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι διαδοχικές μετα το 1960 γενεές) και η αύξηση των προσδόκιμων ζωής είχαν άμεσες επιπτώσεις στις γεννήσεις (μείωση) και στους θανάτους (αύξηση) σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας (και επομένως και στη Θεσσαλία). Στη διαφοροποιημένη εξέλιξη όμως των Φυσικών Ισοζυγίων (διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων), ανάμεσα στις Περιφέρειες αλλά και ενδοπεριφερειακά, σημαντικό ρόλο παίζει και μια άλλη παράμετρος: η σημαντικά διαφοροποιημένη κατανομή του πληθυσμού ανά ηλικία, τα διαφοροποιημένα
δηλ. ποσοστά σε κάθε διοικητική ενότητα των 65 ετών και άνω (το 85% των θανάτων προέρχεται από αυτούς), καθώς και τα ποσοστά των ατόμων σε αναπαραγωγική ηλικία (οι γεννήσεις κατά 95% προέρχονται από γυναίκες ηλικίας 20-49 ετών), ποσοστά που επηρεάσθηκαν σημαντικά από την εσωτερική κυρίως μετανάστευση. Όλοι οι νομοί της Θεσσαλίας έχουν πλέον σήμερα αρνητικά φυσικά ισοζύγια (Πίνακας και Γραφήματα) αν και σημαντικές διάφορες καταγράφονται ως προς τον χρόνο που οι θάνατοι άρχισαν να υπερτερούν των γεννήσεων: πρόσφατα (2013) στον Ν. Λάρισας, 10 έτη νωρίτερα (1993) στο Ν. Μαγνησίας, 1991 στον Ν. Τρικάλων και 1989 στο Ν. Καρδίτσας. Οι διαφορές αυτές, τόσο στον χρόνο όσο και στο εύρος του ελλείματος των γεννήσεων έναντι των θανάτων, δεν οφείλονται τόσο στις διάφορες της θνησιμότητας (των προσδόκιμων δηλ. ζωής) και της γονιμότητας (του μέσου δηλ. αριθμού παιδιών) των κατοίκων τους, αφού οι διαφορές αυτές είναι σχετικά μικρές. Κυρίως, οφείλονται στις διαφορές της κατανομής του πληθυσμού τους ανά ηλικία (γήρανση/νεότητα).
Γεννήσεις, θάνατοι και Φυσικά Ισοζύγια (απόλυτες τιμές, σε χιλ.) στη Θεσσαλία και τους Νομούς της, 2004-2021
Οι διαφορές αυτές αποτυπώνονται σε έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα δείκτη, την αναλογία των θανάτων προς τις γεννήσεις
Επιλέξαμε δε να χαρτογραφήσουμε την αναλογία αυτήν για την προ της πανδημίας εξαετία (2014-19), περίοδο κατά την οποίαν ο δείκτης δεν επηρεάσθηκε από την υπερβάλλουσα εξαιτίας του κορονοϊού θνησιμότητα (Χάρτες). Την εξαετία αυτή που σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχούσαν 1,34 θάνατοι ανά μια γέννηση, στη Θεσσαλία αντιστοιχούσαν 1,56. Σε ενδοπεριφερειακό όμως επίπεδο, οι διαφορές γύρω από τον μέσο αυτό περιφερειακό όρο ήταν σημαντικές: 1,25/1 στις Π.Ε Σποράδων και Λάρισας, 1,51 και 1,98 /1 στις Π. Ε Μαγνησίας και Τρικάλων και 2,16 θάνατοι προς 1 γέννηση στην Π.Ε Καρδίτσας. Σε επίπεδο Δήμων οι αποκλίσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες (15-16 θάνατοι ανά γέννηση στην Αργιθέα και τη Λίμνη Πλαστήρα αλλά λίγο περισσότερες γεννήσεις από θανάτους στον Δήμο Λαρισαίων και Σκιάθου), ενώ σε επίπεδο Δημοτικών Ενοτήτων είναι ακόμη εντονότερες: 28-29 θάνατοι/1 γέννηση στις Δ.Ε Νεράιδας και Αν. Αργιθέας, 18-19 στις Δ.Ε Αργιθέας και Μαλακασίου και, στο άλλο άκρο, λίγες περισσότερες γεννήσεις από θανάτους στις Δ.Ε Λαρισαίων, Γιάννουλης και Σκιάθου. Το σύνολο σχεδόν των μη πεδινών Δ.Ε. της Θεσσαλίας χαρακτηρίζεται από προβληματικές αναλογίες, διπλάσιες (1,56/1) του μέσου όρου της
Περιφέρειας, δηλαδή από αναλογίες μεγαλύτερες του 3/1 και, προφανώς, οδεύουν προς δημογραφική κατάρρευση.
Η προβληματική δημογραφική κατάσταση ενός μεγάλου τμήματος της Θεσσαλίας αναδεικνύεται και από τον μέσο ετήσιο αριθμό των καταγραφεισών γεννήσεων της περιόδου 2014-2019, καθώς σε εννέα δήμους είχαμε λιγότερες από 60 γεννήσεις ετησίως κατά μέσο όρο, σε πέντε από 61-100, και μόνον σε 11 περισσότερες των 100. Σε επίπεδο δε Δημοτικών Ενοτήτων, αν εξαιρέσουμε τις Δ.Ε. Νέας Ιωνίας, Καρδίτσας, Τρικκαίων, Βόλου και Λαρισαίων (με 422, 551, 783, 1506 και 5540 γεννήσεις ετησίως αντίστοιχα) σε 46 από αυτές είχαμε έως 10 γεννήσεις ετησίως, σε 28 από 11-20, σε 14 από 21-40/έτος, σε πέντε από 41-60, σε τέσσερις από 61-100 ετησίως και μόλις σε άλλες 4 από 101-250. Η λειτουργία υφιστάμενων επομένως δομών προσχολικής και σχολικής εκπαίδευσης σε μια σειρά Δήμων και Δημοτικών Ενοτήτων καθίσταται όλο και πιο προβληματική.
Η γήρανση του πληθυσμού
Η αναπόφευκτη αλλαγή των ηλικιακών δομών στη Θεσσαλία (βλ. ιδιαίτερα γήρανση) εξαιτίας των εξελίξεων στη γεννητικότητα/γονιμότητα και της αύξησης των προσδόκιμων ζωής αποτυπώνεται στην απογραφή του 2021 και στις πληθυσμιακές πυραμίδες. Η Θεσσαλία έχει ελαφρώς πιο γερασμένο πληθυσμό από αυτόν της χωράς (25,2% έναντι 22,8%).
Το ποσοστό των 65+ κυμαίνεται πλέον στις Π.Ε. της από 23% έως 29%, αυτό των αναπαραγωγικών ηλικιών (20-49 ετών) από 32% έως 37% και των νέων 0-19 ετών από 17% έως 20%. Η Π.Ε. Σποράδων, λόγω του υψηλού ποσοστού των αλλοδαπών κατοίκων της, έχει τις νεανικότερες δομές, ενώ οι Π.Ε Καρδίτσας και Τρικάλων είναι οι πλέον γερασμένες εξαιτίας κυρίως της εσωτερικής μετανάστευσης των προτέρων του 2010 δεκαετιών.
Σε επίπεδο Δήμων οι διαφορές είναι ακόμη εντονότερες (Χάρτης και Γραφήματα), καθώς Φαρκαδόνα, Μουζάκι και Αργιθέα έχουν υπερδιπλάσια ποσοστά ηλικιωμένων 65 και άνω (37-41%) από αυτά των Δ. Σκιάθου και Λαρισαίων (18-19%), ενώ σε επίπεδο Δημοτικών Ενοτήτων καταγράφεται χάσμα ανάμεσα στις Δ.Ε. Σκιάθου, Λαρισαίων και Γιάννουλης (<20%) και στις Δ.Ε. Σαρανταπόρου, Καστανιάς, Χασίων Μαλακασίου, Τυμφαίων και Μυροφύλλου (με ποσοστά των 65+ από 51% έως 63%).
Συνήθως σε Δήμους και Δημοτικές Ενότητες με υψηλότατα ποσοστά 65 ετών, το ειδικό βάρος των 0-19 ετών δεν υπερβαίνει το 12%, σε αντίθεση με αυτούς όπου οι 65+ είναι λιγότεροι από το 25%, με τους νέους να αποτελούν κατ’ ελάχιστο το 1/5 του συνολικού πληθυσμού. ΄Όπως αναμενόταν, η πλειοψηφία των Δήμων και Δημοτικών Ενοτήτων του μη πεδινού τμήματος της Θεσσαλίας χαρακτηρίζονται από προβληματικές ηλικιακές δομές, όχι τόσο εξαιτίας της διαφορετικής θνησιμότητας ή της διαφορετικής γονιμότητας (όχι δηλαδή τόσο γιατί οι κάτοικοί τους ζουν περισσότερα χρόνια ή έκαναν/κάνουν κατά μέσο όρο λιγότερα παιδιά), αλλά εξαιτίας της μετανάστευσης των τελευταίων δεκαετιών (αδυναμία συγκράτησης των νέων τους).
Συμπεράσματα
Η Περιφέρεια Θεσσαλίας δεν βρίσκεται στην πλέον δυσμενή θέση δημογραφικά, συγκρινόμενη με τις λοιπές ελληνικές Περιφέρειες. Προσελκύοντας έναν σχετικά μικρό αριθμό οικονομικών μεταναστών τις δεκαετές του 1990 και του 2000 είχε, από τις μικρότερες αυξήσεις του πληθυσμού το 1991-2001, μια ήπια μείωση την δεκαετία 2001-2011, περίοδο κατά την οποία όλες οι Περιφέρειες -εκτός της Κρήτης και του Ν. Αιγαίου- χάνουν πληθυσμό, και μια σαφώς μεγαλύτερη μείωση το 2011-2021(-6%), υπερδιπλάσια από αυτήν (-3%) της χώρας . Όσον αφορά τους δείκτες θνησιμότητας και γονιμότητας, αυτοί βρίσκονται κοντά στους μέσους εθνικούς όρους, με σχετικά μικρές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις Περιφερειακές Ενότητές της. Η Θεσσαλία έχει σχετικά «ήπια» αρνητικά φυσικά Ισοζύγια και δεν είναι ακόμη από τις πλέον γερασμένες Περιφέρειες της χώρας. Σε ενδοπεριφερειακό όμως επίπεδο (σε επίπεδο κυρίως Δήμων και Δημοτικών Ενοτήτων) οι αποκλίσεις από τους μέσους περιφερειακούς όρους (μεταβολές του συνολικού πληθυσμού, ηλιακές δομές/γήρανση- νεότητα, φυσικά ισοζύγια..) είναι σημαντικές, με το μεγαλύτερο μέρος των Δήμων και Δημοτικών Ενοτήτων του μη πεδινού τμήματός της να βρίσκονται σε ιδιαίτερα προβληματική θέση και στα πρόθυρα της δημογραφικής κατάρρευσης, με επιπτώσεις στην οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή της Περιφέρειας. Σε αυτό
συνέτεινε συσσωρευτικά σημαντικά η εσωτερική μετανάστευση των επτά πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, με την εγκατάλειψη των περιοχών αυτών από τμήμα του νεανικού τους πληθυσμού. Επομένως βάσιμα μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι από δημογραφική σκοπιά δεν υπάρχει μία Θεσσαλία, καθώς οι διαφοροποιήσεις είναι εντονότατες ανάμεσα στα δυο τμήματά της.
Με βάση τα προαναφερθέντα, εάν τεθεί σαν στόχος ο περιορισμός της μείωσης του πληθυσμού και η επιβράδυνση της γήρανσής του, τόσο στη χώρα μας όσο και στη Θεσσαλία, επιβάλλεται ο συνδυασμός μέτρων που:
• θα δημιουργήσουν ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτηση από τις νεότερες γενεές του αριθμού των παιδιών –γύρω από τα δυο- που επιθυμούν, στην ηλικία που το επιθυμούν,
• θα περιορίσουν τις αμέσως επόμενες δεκαετίες την αύξηση των θανάτων, και ταυτόχρονα θα επιτρέψουν στους μελλοντικούς ηλικιωμένους στη χώρα μας να έχουν μια υγιή και ενεργή γήρανση,
• θα επιβραδύνουν σημαντικά τη μετανάστευση νέων παραγωγικών και αναπαραγωγικών ηλικιών, επιτρέποντας την επιστροφή τμήματος αυτών που έχουν φύγει,
• θα επιτρέψουν την ενσωμάτωση και μόνιμη εγκατάσταση νέων αλλοδαπών στη χώρα μας,
• θα αναστρέψουν την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στο χώρο, δημιουργώντας σε μια πρώτη φάση το περιβάλλον εκείνο που θα επιτρέψει στους νέους μας να παραμείνουν στον τόπο τους, σε όσους δε έχουν φύγει και επιθυμούν να επιστρέψουν σε αυτόν να το πράξουν (εξ ου και η αναγκαιότητα χωροταξικού και περιφερειακού σχεδιασμού).
Οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε πλήθος πεδίων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο οφείλουν, επομένως, όχι μόνον να θεωρήσουν ως δεδομένες κάποιες μη αναστρέψιμες τις αμέσως επόμενες δεκαετίες τάσεις, να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις τους και να τις λάβουν υπόψη, αλλά και να λάβουν από τώρα μέτρα, τα όποια, εκτός των άλλων,
θα στοχεύουν τόσο στην επιβράδυνση των ρυθμών μείωσης και γήρανσης του πληθυσμού όσο και στην προοδευτική αναστροφή κάποιων βασικών τάσεων που επηρεάζουν καθοριστικά τα δημογραφικά μεγέθη. Τα μέτρα αυτά, όμως, δεν είναι δυνατόν να είναι οριζόντια και να μην λαμβάνουν υπόψη τις υφιστάμενές σημαντικές διαφοροποιήσεις σε περιφερειακό και ενδοπεριφερειακό επίπεδο.
www.ertnews.gr