Κατά το άρθρο 69 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013), προβλέπεται ότι, παράλληλα με το φόρο εισοδήματος που αναλογεί στο αποκτηθέν, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, βεβαιώνεται ισόποσο ποσό, ως προκαταβολή φόρου, για το φορολογητέο εισόδημα που τεκμαίρεται ότι θα αποκτηθεί κατά το επόμενο οικονομικό έτος. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση στηρίζεται στην πρόβλεψη ότι ο φορολογούμενος το επόμενο οικονομικό έτος θα έχει τουλάχιστον ισόποσα ή και αυξημένα κέρδη, συνεπώς, προς ταμειακή διευκόλυνση του κράτους, επιβάλλεται η προείσπραξη του εν λόγω φόρου.
Κατόπιν των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για προσδιορισμό φόρου υπό αίρεση, γεγονός που προσκρούει στην αρχή της βεβαιότητας του φόρου, κατ’ αρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στοιχείο που αποδεικνύεται και από την νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 70 ΚΦΕ. Πιο συγκεκριμένα, η αρχή της βεβαιότητας του φόρου απαιτεί όπως τα ουσιώδη στοιχεία του φόρου καθορίζονται στο νόμο, κατά τρόπο απόλυτα σαφή. Ο καταβλητέος φόρος πρέπει πάντα να είναι βέβαιος και ποτέ αυθαίρετος, ήτοι ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής και το πληρωτέο ποσό πρέπει να είναι σαφή και ορισμένα για τον φορολογούμενο. Από την αρχή της βεβαιότητας απαγορεύεται η έκδοση πράξης καταλογισμού φόρου υπό αίρεση. Ωστόσο, η προκαταβολή φόρου επιβάλλεται, κατά προσέγγιση, επί μέλλοντος και αβέβαιου, κατά το χρόνο βεβαίωσής της, εισοδήματος, με δεδομένη την πιθανότητα να μην έχει εξασφαλιστεί από τον φορολογούμενο καθόλου εισόδημα, κατά το χρόνο βεβαίωσης της προκαταβολής του φόρου. Σημειωτέον ότι, κατά το άρθρο 8 παρ. 4 ΚΦΕ, ως χρόνος κτήσης του εισοδήματος λογίζεται ο χρόνος που γεννάται η αξίωση είσπραξής του. Στην προκειμένη περίπτωση, προκαταβάλλεται φόρος για εισόδημα που ενδέχεται όχι μόνο να μην έχει εισπραχθεί αλλά ούτε καν να έχει γεννηθεί η αξίωση είσπραξής του, με άλλα λόγια δεν υφίσταται συγκεκριμένο και βέβαιο εισόδημα, επί του οποίου να επιβάλλεται η προκαταβολή φόρου. Κι αυτό διότι, ο τρόπος υπολογισμού της είναι τεκμαρτός, καθώς το ποσό της προκαταβολής ανέρχεται στο 100% του φόρου εισοδήματος που καταλογίστηκε στον φορολογούμενο για εισόδημα του προηγούμενου έτους.
Σύμφωνα με την κρατούσα στην Ελλάδα τριμερή θεωρία του εισοδήματος, ένα έσοδο θεωρείται εισόδημα όταν έχει χαρακτήρα περιοδικό, δηλαδή η είσπραξή του επαναλαμβάνεται κατά κανονικά διαστήματα, προέρχεται από μόνιμη πηγή και γίνεται συνεχής εκμετάλλευση της πηγής αυτής, προς εξασφάλιση εισοδήματος, καθώς το εισόδημα δεν αποκτάται αυτόματα, αλλά απαιτείται οικονομική προσπάθεια. Λόγω του τεκμαρτού προσδιορισμού του ποσού της προκαταβολής φόρου, είναι ασαφές σε ποια οικονομική προσπάθεια και σε ποια οικονομικά αποτελέσματα αντιστοιχεί το ποσό της προκαταβολής φόρου. Κι αυτό διότι, κατά το χρόνο βεβαίωσης του ποσού της προκαταβολής του φόρου η οικονομική προσπάθεια που εκδηλώνεται απλώς ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ότι επιφέρει ισόποσο ή αυξημένο εισόδημα συγκριτικά με αυτό του προηγούμενου έτους, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να αποδειχθεί ούτε και να δίνεται στο φορολογούμενο η δυνατότητα ανταπόδειξης, αφού το ποσό της προκαταβολής υπολογίζεται, κατά τεκμήριο, στο 100% του φόρου εισοδήματος που αναλογεί στο προηγούμενο έτος. Ως εκ τούτου, στο ποσό της προκαταβολής φόρου δεν αντιστοιχεί αποδεδειγμένα κανενός είδους οικονομική προσπάθεια.
Κατόπιν των ανωτέρω, η οικεία νομοθετική ρύθμιση παραβλέπει την ύπαρξη συγκεκριμένου εισοδήματος επί του οποίου επιβάλλεται ο φόρος ως στοιχείο προσδιοριστικό της έννοιας του φόρου. Ωστόσο, χωρίς βέβαιο εισόδημα δεν υφίσταται βέβαιος φόρος εισοδήματος και το ποσό που καταλογίζεται ως προκαταβολή φόρου συνιστά δυσβάσταχτη και αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση του φορολογούμενου που δεν βρίσκει νομιμοποιητικό θεμέλιο, καθώς προσκρούει στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο απαιτεί τον ρητό προσδιορισμό του εισοδήματος όπου επιβάλλεται ο φόρος.