Tου Πάνου Τρ.Σκοτινιώτη*
Πού πηγαίνει, λοιπόν, η Ευρώπη; Το ιστορικό εγχείρημα της πολιτικής και οικονομικής της ενοποίησης παραμένει ζωντανό, ή έχουμε μπει σε μια πορεία χωρίς επιστροφή, με κατάληξη την κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος;
Από την επανένωση των δύο Γερμανιών, πριν από 25 χρόνια, και τις μεγάλες προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν για μια ενωμένη Ευρώπη με ομοσπονδιακές πολιτειακές δομές, ο κόσμος έχει αλλάξει εντυπωσιακά. Συγκλονιστικές είναι και οι οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην Ευρώπη.
Η χωρίς ρυθμιστικούς κανόνες παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει μεν σε αύξηση του παγκόσμιου πλούτου, ταυτόχρονα όμως και στην παντοδυναμία των διεθνών αγορών, σε πρωτοφανείς ανισότητες και σε συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου σε ολοένα και λιγότερα χέρια. Επιπλέον, η μεταφορά οικονομικής δύναμης προς την Ανατολή, η ανάδειξη νέων ισχυρών πολιτικών και οικονομικών πόλων, με πρώτη την Κίνα την οποία ο Τραμπ βλέπει ως τη σημαντικότερη, μεσοπρόθεσμα, γεωπολιτική απειλή για τις ΗΠΑ, και η χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε στη Δύση το 2008, έχουν αλλάξει εντελώς τους όρους του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού. Να σημειωθεί και μια αντίστροφη τάση που παρατηρείται τελευταία, με εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες οικονομίες προς τις ΗΠΑ, προκειμένου να εξασφαλίσουν καλύτερες αποδόσεις λόγω της αύξησης των επιτοκίων του δολαρίου. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η δημιουργία του κοινού νομίσματος σε σαθρές βάσεις και χωρίς την παράλληλη προώθηση της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης, η κρίση του ευρώ, η εμμονή σε μια ασφυκτικά περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, αλλά και η έλλειψη ενός ισχυρού πολιτικού κέντρου αποφάσεων, έχουν ενισχύσει τις ανισότητες εντός της Ευρωζώνης, αλλά και εντός των επιμέρους ευρωπαϊκών κρατών. Ενώ οι μεγάλες μεταναστευτικές/προσφυγικές ροές επιτείνουν την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια.
Σε αυτό το περιβάλλον, το ευρωπαϊκό σχέδιο της ενοποίησης παρουσιάζει σοβαρά σημάδια «κόπωσης» και το εθνολαϊκιστικό και αντιπολιτικό ρεύμα στην Ευρώπη (και όχι μόνο) καλπάζει. Το ρεύμα αυτό, παρά τις ιδιαιτερότητες από κράτος σε κράτος με βάση εθνικά χαρακτηριστικά και πολιτικές παραδόσεις, έχει κοινό κατά βάση παρονομαστή: πολίτες που αμφισβητούν τις πολιτικές, επιχειρηματικές και μιντιακές ελίτ, ξορκίζουν την παγκοσμιοποίηση και το ευρωπαϊκό σχέδιο ενοποίησης, ζητούν επιστροφή στην κυριαρχία των εθνικών κρατών, προτάσσουν την ιδιαίτερη εθνική και πολιτισμική ταυτότητα, αντιδρούν στη μαζική μετανάστευση, εκδηλώνουν ξενοφοβία και ρατσιστική συμπεριφορά, Ο εθνολαϊκισμός και η αντιπολιτική βρίσκουν πρόσφορο έρεισμα κυρίως στα μεσαία στρώματα και τις χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις, που αισθάνονται ότι απειλούνται με φτωχοποίηση. Και που σε ένα παγκοσμιοποιημένο σύμπαν, όπου κλονίζονται όλες οι σταθερές, νιώθουν την ανάγκη να ξαναπιάσουν το νήμα με τις ρίζες τους.
Το πιο εύκολο θα ήταν να καταφύγουμε σε μια «αριστοκρατική», αφ’ υψηλού ερμηνεία, αμφισβητώντας ουσιαστικά την ικανότητα των λαών να αποφασίζουν για το παρόν και το μέλλον τους. Θα πρόκειται για τραγικό λάθος, αφού με μια τέτοια προσέγγιση αυτό που πρωτίστως αμφισβητείται είναι ο πυρήνας της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εξίσου λάθος θα ήταν αν, στο όνομα της καταγγελίας του λαϊκισμού και των ιδεοληψιών, προσχωρούσαμε σε έναν ιδεοληπτικό –τελικά- αντιλαϊκισμό. Αντιθέτως, αυτό που χρειάζεται είναι να αναζητήσουμε σύγχρονες, προοδευτικές – ευρωπαϊκές απαντήσεις στα υπαρκτά προβλήματα που τροφοδοτούν το ρεύμα του εθνολαϊκισμού και απειλούν τα θεμέλια της Ευρώπης.
Οι δύο μεγάλες ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες, η Σοσιαλδημοκρατία και η Κεντροδεξιά, στήριξαν τη μακρόχρονη πολιτική ηγεμονία τους στο κοινωνικό συμβόλαιο, με το οποίο εξασφάλισαν στην Ευρώπη, σε συνθήκες κυριαρχίας του εθνικού κράτους, πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη, ευημερία και ισχυρό κοινωνικό κράτος. Ωστόσο, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε τέλμα, το κοινωνικό συμβόλαιο έχει αποδομηθεί.
Η πορεία της παγκοσμιοποίησης είναι μη αναστρέψιμη, εκτός πια και αν η ανθρωπότητα οδηγηθεί σε καταστροφικές συγκρούσεις. Αναστρέψιμα είναι τα αρνητικά της αποτελέσματα. Η προοδευτική απάντηση στις ανεξέλεγκτες διεθνείς αγορές είναι η καθιέρωση θεσμών δημοκρατικής διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης, με μείωση των ανισοτήτων και σεβασμό των εθνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων.
Ο δρόμος προς μια παγκόσμια δημοκρατία είναι, βεβαίως, μακρύς και δύσβατος. Στην ιστορική αυτή πορεία ο ρόλος της Ευρώπης είναι καθοριστικός. Αποτελεί αυταπάτη να πιστεύει κανείς πως τυχόν εθνοκρατική αναδίπλωση θα επαναφέρει την Ευρώπη στη «χρυσή εποχή» του κοινωνικού συμβολαίου. Θα πρόκειται, αντίθετα, για μεγάλη ιστορική οπισθοδρόμηση. Η Ευρώπη, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, με την πολιτική πια ηγεμονία των δυνάμεων της ακροδεξιάς και του ακραίου συντηρητισμού, θα βιώσει τον πιο σκληρό νεοφιλελευθερισμό, την υπονόμευση των δημοκρατικών κατακτήσεων και την επιστροφή στην εποχή των εθνικών ανταγωνισμών, που οδήγησαν τα ευρωπαϊκά κράτη σε οδυνηρούς πολέμους. Η εκλογή Τραμπ, άλλωστε, αυτό που αποδεικνύει είναι πως η πιο «αντισυστημική» ψήφος βγάζει την πιο συστημική κυβέρνηση. Με δισεκατομμυριούχους και «γεράκια» να αναλαμβάνουν τα ηνία της μεγαλύτερης παγκόσμιας δύναμης. Και με την εξωτερική πολιτική της να αποτελεί ένα γρίφο, που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα λυθεί.
Η ιστορική πρόκληση για την Ευρώπη απέναντι στις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται, είναι η επιτάχυνση της πολιτικής, αμυντικής, οικονομικής και κοινωνικής ενοποίησης, με στόχο μια ομοσπονδιακή, δημοκρατική, ευημερούσα, ανοιχτή και αλληλέγγυα κοινότητα, ικανή να αποτελέσει ισχυρό πόλο στη διεθνή σκακιέρα. Δύσκολο; Εξαιρετικά δύσκολο, στο δυσμενές περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί. Είναι πάντως παρήγορο πως ακόμη και σε αυτό το περιβάλλον υπάρχουν και κάποιες ελπιδοφόρες εξελίξεις, οι οποίες δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως τα σημαντικά βήματα που γίνονται τελευταία σε σχέση με την ανάπτυξη της κοινής πολιτικής για την Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια. Ας ελπίσουμε ότι θετικά μηνύματα θα στείλει και η έκδοση, στα τέλη Δεκεμβρίου, της Λευκής Βίβλου από την Επιτροπή.
Σε αυτή τη βάση μπορεί να ανασυνταχθεί προγραμματικά, ιδεολογικά και αξιακά και η παραπαίουσα ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι ότι «έχουμε πέσει σε ένα είδος ασθενείας του ονείρου». Ότι, δηλαδή, εδραιώνεται σε μεγάλο τμήμα των πολιτών κλίμα αδιαφορίας για τα κοινά, εξαιτίας της πεποίθησης ότι τίποτα δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο, είτε με τη μία είτε με την άλλη κομματική εκδοχή. Σε αυτό συντείνει και το μεγάλο έλλειμμα ηγεσίας στην Ευρώπη. Ας ελπίσουμε πως θα ξεπηδήσουν τελικά, από τις νεώτερες κυρίως γενιές, υγιείς δυνάμεις, που θα μπορέσουν να αντιπροσωπεύουν αυθεντικά τη νέα εποχή και τις πραγματικές της ανάγκες.
* Άρθρο στο liberal.gr