του Ηλία Ξηρακιά,
ΠΜ τ. Αντιδημάρχου Βόλου
Δεν το “χωράει ανθρώπου νους” πως μπορεί, σήμερα, που το σιδηροδρομικό μας δίκτυο διαθέτει διπλή γραμμή, τουλάχιστο από Αθήνα μέχρι Θεσσαλονίκη, το σύστημα οργάνωσης και διοίκησής του ΟΣΕ δείχνει πως δεν μπορεί “να μοιράσει σε δύο γαϊδούρια άχυρο” (χειροκίνητα ή ηλεκτρονικά), να βάλει δηλαδή στη γραμμή ανόδου τα τρένα που “ανεβαίνουν” και στην γραμμή καθόδου τα τρένα που “κατεβαίνουν”. Τέτοια τραγωδία δεν έγινε ούτε όταν ο ΟΣΕ ή ο παλαιός ΣΕΚ διέθετε μονή γραμμή.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά, η ανείπωτη και απίστευτη αυτή τραγωδία έφερε στην επιφάνεια τις παθογένειες, αλλά και τις διαχρονικές αλήθειες που δοκιμάζουν το ελληνικό κράτος, απαξιώνουν το πολιτικό μας σύστημα, εξοργίζουν και απογοητεύουν τους πολίτες και τους οδηγούν τελικά στην απαξίωση της πολιτικής και την αποχή. Παθογένειες γνωστές που διατρέχουν τις δομές του ελληνικού κράτους, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο και που η αντιμετώπισή τους είτε αναβάλλεται είτε προχωρά με εμπόδια και αλληλοκαταγγελίες για το ποιος ευθύνεται περισσότερο ή λιγότερο εδώ και 10ετίες.
Όλοι, όμως, ξέρουν καλά ότι το πελατειακό κράτος έχει βαθιές ρίζες κι ο εκσυγχρονισμός του με αξιοκρατία, επαγγελματισμό, χρήση τεχνολογιών κλπ, χρειάζεται ένα πολυετές πρόγραμμα και μια σταθερή πολιτική βούληση και κυρίως κοινή προσπάθεια.
Είναι η βασική αιτία που στα σχεδόν πενήντα(50) χρόνια της μεταπολίτευσης, με μεγάλη δυσκολία και διαρκή πισωγυρίσματα καθιερώθηκαν, το ΑΣΕΠ για τις προσλήψεις, οι ανεξάρτητες αρχές, η διαύγεια για τις δαπάνες, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση κλπ
Αποδείχθηκε ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις όχι μόνο δεν αντιμετώπιζαν αυτές τις παθογένειες αλλά οι εκλογικές ανάγκες για νέες αυτοδυναμίες “έτρεφαν” και “τρεφόταν” από το ίδιο το πελατειακό κράτος.
Ακόμα κι οι μεμονωμένες προσπάθειες που έγιναν, χάθηκαν κάτω από την πίεση τμημάτων της ίδιας της κοινωνίας που για χρόνια “πορευόταν” με το ρουσφέτι και τη συναλλαγή με το πολιτικό σύστημα. Ο Κ. Σημίτης, με πρόταγμα τον εκσυγχρονισμό, ενώ στηρίχθηκε από ένα ευρύτερο κομματικό ακροατήριο, “βούλιαξε” τελικά κάτω από την πίεση του ίδιου του κόμματός του. Ο Κ. Καραμανλής με σημαία την “επανίδρυση” του κράτους “βούλιαξε” επίσης κάτω από την πίεση των “ορδών του κόμματος” του, που είχαν πολλά χρόνια εκτός εξουσίας, για να οδηγήσει τελικά τη χώρα στη χρεωκοπία και τον εαυτό του στην απόδραση από την πολιτική.
Ακόμη κι όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, κάτω από την πίεση των δανειστών και των μνημονίων, προσπαθούσε να διαχειριστεί τη χρεωκοπία και να εισαγάγει μια σειρά χρήσιμων μεταρρυθμίσεων, δημόσια προκήρυξη κρατικών θέσεων(opengov), διαύγεια για τις δαπάνες, ηλ. συνταγογράφηση, ΤΑ κλπ όλοι στάθηκαν απέναντι και “πετροβολούσαν”. Κι όταν συγκροτήθηκε, το 2012, η κυβέρνηση διακομματικής συνεργασίας ο Α. Σαμαράς “επέβαλε” στους συμμάχους του (ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) την εξευτελιστική ποσόστωση 5,3,2 για τη στελέχωση των οργανισμών του Δημοσίου καταργώντας το opengov.
Περιττό να πούμε ότι στην ίδια λογική του κομματικού κράτους κινήθηκε κι η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για να έρθει τελικά ο “φιλελεύθερος” Μητσοτάκης κι η ιστορία να επαναληφθεί με το χειρότερο τρόπο. Όχι μόνο με την εισβολή των κομματικών στελεχών στο δημόσιο, αλλά διαπλεκόμενος με ισχυρά οικονομικά συμφέρονται και μέσα ενημέρωσης που θα τον “λιβάνιζαν” από το πρωί μέχρι το βράδυ. Παράλληλα φρόντισε να οργανώσει κι ένα παρακρατικό σύστημα παρακολούθησης φίλων και αντιπάλων για να τους “κρατάει” στο χέρι για την επόμενη ασύδοτη αυτοδυναμία του.
Μπορούν οι πολίτες να ελπίζουν ότι κάτι θα αλλάξει μετά το συγκλονισμό της ελληνικής κοινωνίας από την ανείπωτη τραγωδία των Τεμπών;
Το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να αλλάζει τακτική. Τα δύο μεγάλα κόμματα δείχνουν ο ένας τον άλλο για τον επιμερισμό των ευθυνών κι ο Μητσοτάκης αναζητεί νέα ανεξέλεγκτη αυτοδυναμία για να συνεχίσει με τις ίδιες παθογένειες.
Πιστεύω ότι οι πολίτες έχουν μια μεγάλη ευκαιρία, εν όψει των επικείμενων εκλογών, που για πρώτη φορά θα γίνουν με απλή αναλογική, να προσέλθουν μαζικά στις κάλπες και να επιβάλλουν στο πολιτικό σύστημα προγραμματικές συνεργασίες για να αρθούν επιτέλους οι διαχρονικές παθογένειες που κρατάνε τη χώρα πίσω, στις τελευταίες θέσεις των αναπτυγμένων δημοκρατιών της ευρωπαϊκής ένωσης, στη οποία θέλουμε να ανήκουμε.