Εντυπωσιακή πρεμιέρα στο 73ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου εκτός συναγωνισμού στο παράλληλο τμήμα Πανόραμα, ενώ αναμφίβολα θα μπορούσε να είχε συμπεριληφθεί σε ένα από τα δύο επίσημα διαγωνιστικά, έκανε τo βράδυ της Δευτέρας 20 Φεβρουαρίου η ταινία “Inside” του Βολιώτη σκηνοθέτη Βασίλη Κατσούπη με πρωταγωνιστή τον τέσσερις φορές υποψήφιο για Όσκαρ Γουίλεμ Νταφόε.
Κοινό και επαγγελματίες χειροκρότησαν θερμά την παραγωγή της ελληνικής εταιρείας Heretic και ο Βολιώτης σκηνοθέτης της είναι ένας από τους πιο χαρούμενους ανθρώπους στον κόσμο. Και με το δίκιο του.
Αφιερώματα, συνεντεύξεις για την μεγάλη επιτυχία που γνωρίζει η ταινία η οποία κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες στις 9 Μαρτίου.
Ο Βασίλης Κατσούπης σε συνεντεύξεις του, αναφέρεται στα παιδικά χρόνια στον Βόλο, στο πρώτο φιλμάκι με τον αδελφό του στο σπίτι τους στο κέντρο του Βόλου, στην διαδρομή του, στην απόφασή του να αναζητήσει πρωταγωνιστή παγκόσμιας κλάσης (a – list) και στη συνεργασία του με τον μοναδικό Willem Dafoe.
Ο Βασίλης Κατσούπης μάς μιλά από το Βερολίνο
όπου έκανε πρεμιέρα η ταινία του με τον Νταφόε
«Δεν περιμέναμε πως θα υπάρχει τόσος κόσμος που θα ενδιαφερόταν να δει τον Γουίλεμ Νταφόε κλεισμένο σε ένα σπίτι για μια ολόκληρη ταινία, και να τρελαίνεται», μου λέει ο Βασίλης Κατσούπης στο εστιατόριο του Filmhaus στην βερολινέζικη πλατεία Ποτσντάμερ”, είναι ο πρόλογος της συνέντευξης του Βασ. Κουτσούπη στον Θοδωρή Δημητρόπουλο, η οποία δημοσιεύτηκε στο news247.gr
Είναι μια πολύ κρύα Κυριακή, με απίστευτο αέρα– τα 10-15 που περνάμε περπατώντας γύρω από την πλατεία ψάχνοντας να βρούμε έναν χώρο να κάτσουμε για να μιλήσουμε, είναι ήδη περισσότερα από όσα θες να περάσεις σε εξωτερικό χώρο αυτή τη μέρα. Ψάχνοντας το δικό μας Inside, με τα παλτά καλά κουμπωμένα και τα χέρια βαθιά στις τσέπες, και περνώντας μισή ντουζίνα καφέ γεμάτα μέχρι τα αυτιά (η περιοχή είναι γεμάτη κόσμο όπως είναι λογικό) φτάνουμε στο κτίριο όπου στεγάζεται το μουσείο κινηματογράφου και το κινηματογραφικό αρχείο.
Λίγα βήματα πιο πέρα είναι το κέντρο του φεστιβάλ Βερολίνου, όπου κάθε Φεβρουάριο παρουσιάζονται σε παγκόσμια πρώτη μερικές από τις πιο σημαντικές ανεξάρτητες ταινίες της επόμενης χρονιάς. Είναι συχνά μια περίεργη μίξη τίτλων στην οποία μπορεί να συνυπάρχουν αμερικάνικοι ανεξάρτητοι τίτλοι δίπλα σε ευρωπαϊκό arthouse.
Το Inside, με έναν παράδοξο τρόπο, απαντά και στα δύο.
Ταινία που ξεκίνησε από την ιδέα του ίδιου του Κατσούπη, ενός σκηνοθέτη με background στην διαφήμιση ο οποίος είχε στο όνομά του μόνο ένα πολύ ιδιόμορφο φιλμ, ένα κάτι-σαν-ντοκιμαντέρ για τον φίλο του τον Larry Gus, με τίτλο το πολύ σαφές Ο Φίλος Μου Ο Larry Gus. Όμως το Inside είναι το αληθινό του πρώτο φιλμ και με κάποιο μαγικό τρόπο έχει σε αυτό για πρωταγωνιστή (σε ένα κυριολεκτικό one man show) τον Γουίλεμ Νταφόε, έναν από τους διασημότερους ηθοποιούς στον πλανήτη, και το οποίο αποτελεί μια διεθνή συμπαραγωγή που διανέμεται στην Αμερική από την σπουδαία Focus Features, από τα σημαντικότερα ονόματα στην παγκόσμια αγορά ανεξάρτητου φιλμ.
Βασίζεται σε μια απλή ιδέα, την οποία ο Κατσούπης μας λέει πως είχε πριν πάνω από μια δεκαετία– ένας άντρας, παγιδεύεται μέσα σε ένα διαμέρισμα, περιτριγυρισμένος από έργα τέχνης, και δε μπορεί να αποδράσει. Πώς επιβιώνει; Πώς τρελαίνεται; Σε τι διάλογο έρχεται με την τέχνη που τον περιβάλλει; (Ο Κατσούπης μου λέει γελώντας πως η ταινία είναι arthouse για ένα κυριολεκτικό art house.)
Το Inside έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο πλαίσιο του Πανοράματος στο φεστιβάλ Βερολίνου κι είναι μια ταινία που, εκτελεσμένη πάνω σε αυτή ακριβώς την απλή, συγκεκριμένη ιδέα, καταφέρνει να ξετυλιχτεί με εντυπωσιακό έλεγχο. Τόσο από τον Νταφόε φυσικά, που βρίσκει πεδίο ελεύθερο να παίξει μόνος του αποτυπώνοντας μια σταδιακή βύθιση στην τρέλα (κάτι που περιέργως ακούγεται εξαιρετικά γοητευτικό ακριβώς επειδή είναι ο Νταφόε σε αυτή τη θέση κι όχι άλλος ηθοποιός), όσο κι από τον Κατσούπη.
Ο οποίος, μέσα σε ένα εντυπωσιακό σκηνικό, καταφέρνει να χαρτογραφήσει το χώρο με ακρίβεια αλλά και υπομονή, χωρίς να επανέρχεται στους ίδιους χώρους με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να εξαντλεί άμεσα τις ιδέες του, και οδηγώντας προσεκτικά την ταινία στην κορύφωσή της– που επίσης θα μπορούσε εύκολα να είναι άστοχη ή αταίριαστη με τον τόνο του υπόλοιπου φιλμ, αλλά δεν είναι. Ακόμα και το σενάριο (από τον Μπεν Χόπκινς) είναι σωστά δουλεμένο, στήνοντας κάποια κυκλικά κι επαναλαμβανόμενα μοτίβα στην ρουτίνα εγκλεισμού αυτού του χαρακτήρα, και παρά το γεγονός πως δεν διαθέτει παραδοσιακή, συμβατική δομή πλοκής ή κεφαλαίων.
Ο Κατσούπης μοιάζει, πολύ απλά, να απολαμβάνει όλο τον σκηνοθετικό του χρόνο και χώρο στο Inside, όσο μοιάζει να απολαμβάνει και την παρουσία του στο κρύο Βερολίνο για την παγκόσμια πρώτη της ταινίας του– ένα γεγονός που σχεδόν φαίνεται να μην το έχει χωνέψει ακόμα. Αλλά από την άλλη, το ότι βρέθηκε με κάποιο μαγικό τρόπο να σκηνοθετεί τον Γουίλεμ Νταφόε σε έναν από εκείνους τους ρόλους που ξεκάθαρα θα βρίσκονται για πάντα με μεγάλα γράμματα στην φιλμογραφία ενός τόσο σπουδαίου ηθοποιού, είναι από μόνο του κάπως ονειρώδες.
Στη ζεστασιά του Filmhaus, μια μέρα πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας, μιλήσαμε με τον Βασίλη Κατσούπη για την ανάπτυξη αυτής της ιδέας, για τις ιστορίες του Νταφόε που βρήκαν τη θέση τους μες στην ταινία, για την αναγκαιότητα της μη τελειότητας, και για τις θεωρίες συνωμοσίας πως ο χαρακτήρας του Inside δεν είναι άλλος από τον Green Goblin, τον εχθρό του Σπάιντερμαν.
Αρχικά να σου πω ότι αγαπώ πολύ την προηγούμενη δουλειά σου, το Ο Φίλος Μου Ο Larry Gus, είναι σαν ανεξάρτητο διαμαντάκι που θα πετύχαινες στο Σάντανς στις καλές του.
Η ταινία Ο Φίλος Μου Ο Larry Gus έγινε από ανάγκη να κάνω κάτι δικό μου χωρίς να μπλέξουν άλλοι μέσα. Στη διαφήμιση εμπλέκονται πολλά άτομα και το αλλάζουν, αλλά πάντα είναι ωραία διαδικασία– εμένα μου αρέσει η διαφήμιση, μου έμαθε πάρα πολλά και με βοήθησε στο να κάνω σινεμά. Είναι κάτι που το έκανα συνειδητά.
Αλλά έλεγα πως θέλω να κάνω κάτι μόνος μου. Κι είπα στον Παναγιώτη [Μελίδη] ότι «είσαι ο μόνος άνθρωπος που είδα το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα και θέλω να το καταγράψω». Ήμασταν και φίλοι. Κι η ταινία πήγε στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.
Και από εκεί ποια ήταν η επόμενη διαδικασία που μας έφερε στο Inside;
Εγώ αυτή την ιδέα την είχα από το ‘11. Αλλά πάντα ήταν αυτό το πράγμα που έχεις κολλημένο στο μυαλό. Είχα ένα υποτυπώδες timeline γεγονότων, αλλά δεν ήθελα να το γράψω εγώ. Είχα αρχίσει να κάνω έρευνα για έργα τέχνης, πώς να είναι το σπίτι.
Την λέγαμε «Χόλιγουντ ιδέα» γιατί δεν πιστεύαμε ότι μπορεί να γίνει στην Ελλάδα, με ελληνικά μέσα.
Το ενδιαφέρον σου για τα έργα τέχνης προϋπήρχε;
Ναι, εννοείται. Και είχε και αρχιτεκτονικά ενδιαφέρον. Πώς θα ήταν αυτός ο χώρος, αυτό το penthouse; Θα μπορούσε να είναι σαν Trump Tower, όλα χρυσά, μια αηδία. Ή θα μπορούσε να είναι πιο λιτά, όπως αυτό που κατέληξα, που είναι μπρουταλιστικό. Και μετά άρχισα να κοιτάω, τι έργα τέχνης θα είχε ένας τέτοιος χώρος μέσα; Και πώς θα υπήρξε αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ιστορία και στα έργα; Κι όποτε το θυμόμουν, ή όποτε έβρισκα κάτι στο ίντερνετ για έργα τέχνης, το κατέγραφα κι έκανα έρευνα.
Την λέγαμε «Χόλιγουντ ιδέα» γιατί δεν πιστεύαμε ότι μπορεί να γίνει στην Ελλάδα, με ελληνικά μέσα. Κι από την αρχή είχα στο μυαλό μου την πεποίθηση πως αν είναι να γίνει αυτή η ταινία έπρεπε να έχει πρωταγωνιστή έναν a-list αμερικάνο σταρ. Και το production design έπρεπε να είναι τοπ. Γι’αυτό τη λέγαμε Χόλιγουντ την ιδέα. Κι είναι high concept. Μια απλή ιδέα που αμέσως όταν τη λες στον άλλον, το βλέπει.
Ήθελα να βρω έναν πολύ καλό σεναριογράφο. Πιστεύω τα πράγματα πρέπει να γίνονται από το καλύτερο ταλέντο που μπορείς να βρεις. Κι ο Γιώργος Καρναβάς [σσ. ο παραγωγός της ταινίας] βρήκε τον Μπεν Χόπκινς.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι έως την στιγμή που ήμουν στην Κολωνία όπου ήταν χτισμένο όλο αυτό το τεράστιο σκηνικό –που κόστισε μισό εκατομμύριο από μόνο του–, μέχρι να έρθει ο Νταφόε στο σετ και να κάνουμε ένα πρώτο πέρασμα τα πάντα, ως εκείνη τη στιγμή πίστευα ότι η ταινία δεν θα γίνει. Ότι κάτι θα συμβεί κι η ταινία δεν θα γίνει.
Υπάρχει λοιπόν αυτή η «Χόλιγουντ ιδέα», που ακούγεται σχεδόν σαν αστείο…
Μα ήταν αστείο! Ήταν τρολιά. Το άγριο όνειρο.
Από το να φτάσει λοιπόν στο να συμβεί όντως, μεσολαβούν κάποια βήματα. Κάτι μεσολαβεί, λείπει κάτι! Πώς γέμισαν αυτά τα στάδια;
Γιώργος Καρναβάς ρε φίλε. Άμα το βάλει στο μυαλό του, θα το κάνει. Είναι do-er. Εγώ δεν είμαι. Εγώ χαίρομαι να έχω την ιδέα και να φτιάξω κάτι στο μυαλό μου, κι είμαι ΟΚ με αυτό. Γι’αυτό δεν έχω κάνει και πολλά πράγματα στη ζωή μου! [γελάει] Αλλά υπάρχουν άνθρωποι που άμα δεν το φτιάξουν δεν ησυχάζουν. Κι ένας άνθρωπος σαν εμένα χρειάζεται έναν άνθρωπο σαν τον Γιώργο, για να μπορέσω να κάνω τα πράγματα που έχω στο μυαλό μου.
Το ενδιάμεσο λοιπόν είναι ότι θέλουμε τον a-list ηθοποιό. Και δεν εννοώ παικτικά πολύ καλό. Γιατί έχουμε και στην Ελλάδα απίστευτους ηθοποιούς. Μιλάμε για έναν ηθοποιό που θα τον δει ο άλλος και θα πάει σινεμά για να τον δει. Και δεν είναι πολλοί αυτοί. Είναι 10.
Έλεγα πως είναι φάρσα ότι θα παίξει ο Νταφόε, έψαχνα να βρω την κρυμμένη κάμερα.
Φτάνει λοιπόν το σενάριο στον Γουίλεμ. Αυτός το διάβασε αμέσως, ήταν στο φεστιβάλ Βενετίας. Λέω τότε, θα του πάρει βδομάδες, αλλά εκείνος απαντά την επόμενη μέρα και λέει θέλω να τους γνωρίσω, να δω πώς προχωράμε. Τον συναντήσαμε στο Λονδίνο μετά από λίγες βδομάδες και μας είπε, Παιδιά αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ, δεν χρειάζεται να κάνουμε κάστινγκ, θα την κάνουμε μαζί την ταινία.
Έλεγα πως είναι φάρσα, έψαχνα να βρω την κρυμμένη κάμερα. Αλλά κι όμως, με ένα μαγικό τρόπο μας εμπιστεύτηκε. Από την αρχή ήταν ένα σενάριο κομμένο και ραμμένο για έναν μεγάλο ηθοποιό, να πάρει το 95% της σκηνικής παρουσίας στην ταινία. Αυτές οι ευκαιρίες, μέχρι και στον Νταφόε δεν έρχονται συχνά. Και πιστεύω ότι του άρεσε αυτό το πράγμα, που του δίνει περιθώριο για μια πολύ καλή ερμηνεία. Είναι μια ταινία ο άλλος ξέρει ότι είναι πάνω του.
Κι είναι εντυπωσιακό, γιατί δεν είναι καθόλου νάρκισσος, είναι ίσα-ίσα πολύ γενναιόδωρος ηθοποιός. Στο Florida Project είναι απλά ένα χαλίκι στο μωσαϊκό της ταινίας, ανάμεσα σε παιδάκια και ερασιτέχνες.
Αλλά ξεχωρίζει!
Όχι με τρόπο που φωνάζει όμως. Κι εδώ από την άλλη έχουμε κάτι στημένο πάνω του.
Ναι συζητήσαμε πολύ το σενάριο, κι ήταν μέσα σε αυτές τις συζητήσεις, γιατί εκείνος θα ήταν ο χαρακτήρας. Γούσταρε. Είναι στην πραγματικότητα φιλμέηκερ κι αυτός. Δεν είναι σταρ τύπου σταριλίκι. Θέλει να φτιάχνει. Κι έχει ενέργεια, έχει ενέργεια περισσότερο από εμένα! Θέλει να φτιάξει πράγματα και να δοθεί, είναι καλλιτέχνης και ιδιοφυία. Πέρα από το ότι είναι φοβερά εργατικός. 32 μέρες γύρισμα, 8 το πρωί είχαμε όρντινο κι ο άνθρωπος ήταν εκεί κάθε μέρα από τις 7μιση να κάνει γιόγκα και στρέτσινγκ. Δεν υπήρξε ΜΙΑ μέρα να αργήσει.
Και σαν συνεργάτης, πώς ήταν η δυναμική της συνεργασίας σας;
Το σπίτι αυτό ήταν ένας ζωντανός οργανισμός, σου πάσαρε πράγματα και καταστάσεις που δε μπορούσες να φανταστείς στο σενάριο. Ή κάτι γραμμένο μπορεί να μη δούλευε. Και γρήγορα προσαρμοζόμασταν. Ένα 40% της ταινίας είναι αυτοσχεδιασμός. Που βγαίναν στο σετ, στις κουβέντες.
Μας λέει ας πούμε μια φορά μια ιστορία σε ένα δείπνο, και του λέμε αυτή η ιστορία που λες ταιριάζει πολύ να την βάλουμε στην ταινία. Ήταν μια ιστορία άσχετη, από τα παιδιά του χρόνια. Και βρίσκαμε τρόπο να τα βάζουμε όλα. Σε μια σκηνή λέει ένα ανέκδοτο που του είπε μια βουλγάρα ταξιτζού και απλά μας το είπε μια φορά ενώ τρώγαμε. Και ταίριαξε στην ταινία γιατί είχε μια επανάληψη που ταιριάζει.
Πώς αντιδρούσε σε αυτές τις προτάσεις;
Γούσταρε. Δεν φοβηθήκαμε ποτέ να δοκιμάσουμε πράγματα.
Οπότε έχεις ένα στάδιο όπου την ιδέα σου την αναλαμβάνει σαν σενάριο ένας συνεργάτης, και ένα στάδιο που την ερμηνεύει εξολοκλήρου ένας άλλος. Πώς δουλεύεις με ανθρώπους που γίνονται κι εκείνοι συγγραφείς μιας δικής σου ιδέας;
Πρέπει να είσαι ανοιχτός, γιατί τα πράγματα πάντα μπορούν να γίνουν καλύτερα από αυτά που έχεις σκεφτεί. Κι αυτή είναι γενικά μια ταινία που ζυμώθηκε. Δεν είμαι τελειομανής σκηνοθέτης. Θεωρώ πως αυτή η τελειομανία είναι το πιο βαρετό πράγμα που μπορείς να κάνεις. Πιστεύω η μαγεία σε κάθε τι πράγμα είναι ότι δεν είναι τέλειο. Δεν υπάρχει ίσια γραμμή στη φύση. Άμα είναι κάτι τέλειο, ο εγκέφαλός σου το συνηθίζει. Άμα αφήσεις λάθη, ο εγκέφαλος του κοινού παίζει. …λάθη… Όχι ακριβώς λάθη. Αλλά πράγματα που ερεθίζουν τον εγκέφαλο όλη την ώρα.
Άρα, όχι οι 52 λήψεις του Φίντσερ.
Άρα, όχι οι 52 λήψεις. Εγώ πιστεύω τα πράγματα τα έχεις άντε στην 3η λήψη. Μου αρέσει αυτό που έλεγε ο Γούντι Άλεν, από τη στιγμή που φέρνω στο κάστινγκ έναν ηθοποιό, περιμένω την ερμηνεία από αυτόν. Δε θα πάω ποτέ εγώ στον ηθοποιό να πω πώς να παίξει. Ο ηθοποιός ξέρει πώς να παίξει.
Έχει ενδιαφέρον ότι κι οι δύο ταινίες σου είναι τόσο πολύ πάνω σε έναν χαρακτήρα, έναν άνθρωπο.
Αυτό που κάναμε σαν συμφωνία με τον Γουίλεμ είναι ότι του είπα, δες το σενάριο που έχουμε σαν blueprint, αυτό που θέλω είναι να δημιουργήσω περιβάλλον στο οποίο εσύ να παίξεις μπάλα, να κάνεις την ερμηνεία που πιστεύεις. Κι εγώ θα είμαι εκεί με κάμερα να τραβάω, και να πάρω τα κομμάτια που χρειάζομαι. Ε, λίγο πολύ αυτό έκανα με τον Larry Gus. Δεν είναι το ίδιο φυσικά, αλλά και πάλι είναι παρατήρηση ενός χαρακτήρα.
Μου έκανε εντύπωση με αυτό το πρότζεκτ, που θεωρείται arthouse, μόλις βγάλαμε το τρέιλερ διαπιστώσαμε ότι αγκαλιάστηκε από ανθρώπους που είναι πωρωμένοι με υπερηρωικά, γιατί είδαν σε αυτόν τον χαρακτήρα τον Green Goblin.
Όταν τον έβαλα μέσα σε αυτό τον χώρο βγήκαν 800 πράγματα παραπάνω από όσα είχαμε σκεφτεί. Είναι και φοβερό το σετ, στο οποίο δημιουργήσαμε εικονικό περιβάλλον. Όλη η γραμμή κτιρίων της Νέας Υόρκης είναι μια προβολή, δηλαδή δεν είχαμε green screen. Όταν θέλαμε να είναι νύχτα απέξω, ήταν νύχτα και στο δωμάτιο δηλαδή. Ώστε να είναι πραγματικές συνθήκες. Όσο γίνεται δηλαδή– γιατί δεν θα μπορούσαμε να έχουμε μπάτζετ για να γυρίζουμε σε ένα τέτοιο penthouse στη Νέα Υόρκη.
Ίσως άμα είχες μόνο τον Τομ Κρουζ.
Ναι… δεν ξέρω αν θα ταίριαζε όμως. Που τον θεωρώ τεράστιο ηθοποιό. Και τα Mission: Impossible μου αρέσουν, ταινίες που μπορείς να δεις να διασκεδάσεις αλλά εξελίσσεται μέσω αυτών και η τεχνολογία του σινεμά.
Μου έκανε εντύπωση με αυτό το πρότζεκτ, που θεωρείται arthouse, μόλις βγάλαμε το τρέιλερ διαπιστώσαμε ότι αγκαλιάστηκε από ανθρώπους που είναι πωρωμένοι με υπερηρωικά, γιατί είδαν σε αυτόν τον χαρακτήρα τον Green Goblin. Είδαμε όλα αυτά τα reaction videos στο YouTube και τόση παραφιλολογία στο Reddit. Υπάρχει συνωμοσιολογική θεωρία ότι αυτός χαρακτήρας είναι ο Green Goblin πριν τρελαθεί.
Υπόψην, εγώ δεν έχω δει ποτέ Σπάιντερμαν. Και πείραξε ένας την αφίσα της ταινίας να λέει OSBORN αντί για INSIDE, που είναι το όνομα του τύπου που γίνεται Green Goblin. Κι από κάτι «a film by Sam Raimi». Και από κάτω 1500 σχόλια συνωμοσίας στο Reddit! Οπότε ξέρεις πως σε κάποιο βαθμό, θα έρθει κάποιος κόσμος περιμένοντας να δει τον Goblin.
Ναι κι αυτό δένει με το ότι εσύ θες έναν σταρ για αυτή την ταινία. Όχι μόνο παικτικά, αλλά που κουβαλά και μια περσόνα, μια μυθολογία του.
Ακριβώς. Το μισό κοινό θα πάει να δει τον Νταφόε του Lighthouse και το άλλο μισό πάει να δει τον Νταφόε του Goblin.
Είναι πολύ αγαπητός σαν άνθρωπος. Δεν πιστεύω πως υπάρχει άνθρωπος που δεν τον αγαπάει. Κι έχει ένα τεράστιο κοινό που τον ακολουθεί σε όλες τις ταινίες, ακόμα και τις μικρές του. Αυτό με το οποίο χτυπήσαμε φλέβα χρυσού είναι ότι δεν περιμέναμε πως θα υπάρχει τόσος κόσμος που θα ενδιαφερόταν να δει τον Νταφόε κλεισμένο σε ένα σπίτι για μια ταινία και να τρελαίνεται.
Έχει μαγικό συνδυασμό υψηλού IQ και υψηλού EQ, συναισθηματική νοημοσύνη, που συνήθως αυτά είναι αντίθετα. Η τύχη που είχα, όχι να συνεργαστώ αλλά και μόνο να συνυπάρξω με έναν τέτοιον σπουδαίο καλλιτέχνη, είναι μεγαλύτερη από το να κέρδιζα το Τζόκερ.
Η να σκηνοθετήσεις το Τζόκερ. [γελάμε] Θα έβλεπες τον εαυτό σου να σκηνοθετεί κάτι πιο εμπορικό;
Ναι, φυσικά. Αλλα φοβάμαι ότι δεν έχω τα skills. Προσπάθησα να δω Transformers. Του Μάικλ Μπέι.
Ταινίες που με ένα περίεργο τρόπο θεωρώ είναι πιο προσωπικές από άλλες του μεγέθους.
Αυτό το βλέπω. Αλλά δε μπορώ να καταλάβω πώς το σκηνοθετεί! Δεν μπορώ να καταλάβω πώς επικοινωνεί κάτι που πρέπει να γίνει 3D στο post-production, με σκηνές τόσο πολύπλοκες. Είναι ένα skill αυτό που εγώ δεν το κατέχω. Αν μου ζητήσει κάποιος, Έλα Κατσούπη κάνε το επόμενο Transformers, θα κωλώσω. Είναι ένα άλλο skill, είναι ένα άλλο είδος σινεμά. Και μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολο!
Αλλά η διαφορά εμπορικής με μη εμπορική ταινία πια δεν υπάρχει. Ή θα κάνεις υπερηρωικές ή… Είναι χαλασμένο το σύστημα.
Ο Μάικλ Μπέι καλή ώρα, στην ουσία δεν κάνει πια εμπορικές ταινίες. Μοιάζουν με εμπορικές αλλά δεν είναι. Φέτος έκανε το Ασθενοφόρο πχ…
Ή το 6 Underground πιο πριν, στο Netflix. Νομίζω τις χαλάει το Netflix κιόλας. Πρέπει να υπάρχει επέμβαση δραματική στο μοντάζ, βλέπεις μοτίβα μονταζιακά που λες, αποκλείεται αυτό να το έχει κάνει ένας σκηνοθέτης, είναι σα να τα μοντάρει υπολογιστής. Το βλέπεις και λες, κάτι δεν πάει καλά, δεν κυλάει.
Αλλά γενικά είναι το μεγάλο ντιμπέιτ με τις υπερηωικές, είναι σινεμά; Που το είπε ο Σκορσέζε και πήγαν να τον φάνε. Δεν ξέρω, δεν ήμουν ποτέ ούτε από παιδάκι, δεν είχα την πρόσβαση σε αυτά. Μεγαλωμένος στον Βόλο, τα κόμικς που φέρνανε τα περίπτερα ήταν κάτι Μίκι Μάους μόνο. Δεν είχα ποτέ πρόσβαση, ως μικρό παιδάκι ήθελα να διαβάσω Σπάιντερμαν αλλά δεν το έκανα ποτέ και δε μπορούσα να εντρυφήσω.
Και δεν ξέρω, αν μου φέρει κανείς αυτό το πρότζεκτ, μου πει έλα Κατσούπη, δικό σου, θα πρέπει να διαβάσω όλα τα προηγούμενα Σπάιντερμαν και να προσπαθήσω να φέρω κάτι καινούριο. Ειλικρινά πιστεύω υπάρχουν 150 σκηνοθέτες που θα μπορούσαν να κάνουν καλύτερη δουλειά από εμένα και να δώσουν καλύτερο αποτέλεσμα.
Εσύ τι σκηνοθέτες κοιτούσες πάντα; Όχι για να πεις θα κάνω την ίδια ταινία, αλλά σαν ένα χώρο που σε εκφράζει.
Εγώ ζηλεύω τον Καουρισμάκι. Τον ζηλεύω! Θα ήθελα να έχω κάνει όποια ταινία έχει κάνει. Τρελαίνομαι. Take Care of Your Scarf, Tatiana του Καουρισμάκι. Αυτό!
Επίσης θυμάμαι, ένας λόγος που ξεκίνησα να ασχολούμαι με το σινεμά είναι γιατί θυμάμαι στην ΕΤ2 μια εκπομπή που έδειχνε κάτι καλλιτεχνικά φιλμ μικρού μήκους, που την αφήγηση έκανε ο Πουλικάκος. Μια πολύ περίεργη εκπομπή, έπαιζε αργά το βράδυ, ήμουν στο Λύκειο.
Θυμάμαι μια φορά ήταν η ιστορία ενός τύπου, ήταν Σκανδιναβική, Φινλανδική, κάτι τέτοιο. Κι ήταν ο τύπος που ξυπνούσε το πρωί, έκανε το τέλειο πρωινό του, έβαζε στο πιάτο ας πούμε ακριβώς 15 μπιζελάκια, ξέρεις. Έπαιρνε μετά το ποδήλατο για να πάει στο εργοστάσιο, ήταν ας πούμε ένα φανάρι στη μέση του πουθενά που δεν περνούσε ούτε κουνούπι και περίμενε αυτός στο κόκκινο μόνος του, να ανάψει πράσινο. Και στο εργοστάσιο δούλευε στη γραμμή παραγωγής, περνούσαν τα μπιζέλια κι έβγαζε εκείνος ένα ένα αυτά που ήταν σκάρτα. Κατά λάθος μια φορά ονειροπολεί και του ξεφεύγει ένα μπιζέλι σκάρτο, και πάει και μπαίνει σε κονσέρβα. Κι ο τύπος έχει τρελαθεί. Και πάει μετά κι αγοράζει όλες τις κονσέρβες για να το βρει!
Το λάθος που έλεγες πριν ότι θέλεις!
Ναι! Αυτό είναι το είδος του σινεμά που μου αρέσει. Ήθελα πάντα να κάνω κάτι τέτοιο.
Το Inside του Βασίλη Κατσούπη με τον Γουίλεμ Νταφόε έκανε πρεμιέρα στο 73ο φεστιβάλ Βερολίνου και κυκλοφορεί στις αίθουσες στις 9 Μαρτίου από την Tulip Entertainment. Η συνέντευξη έγινε στο Βερολίνο.
Βασίλη Κατσούπη, πώς είναι να σκηνοθετείς τον Γουίλεμ Νταφόε;
Σε άλλη συνέντευξη στην lifo.gr o Βασ. Κατσούπης, αναφέρεται στην δημιουργία της ταινίας κ.α.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Βόλο και έμεινα εκεί ως τα δεκαοχτώ, στο κέντρο του Βόλου, σε ένα πολύ όμορφο περιβάλλον, σε μια οικογένεια με πολλή αγάπη και στοργή. Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω χημικός, μου άρεσε να κάνω πειράματα. Είχα εργαστήριο χημείας από τη Γ’ Δημοτικού και από τη ΣΤ’ Δημοτικού είχα διαβάσει τη χημεία της Β’ Γυμνασίου. Από την άλλη, ο πατέρας μου ήταν χομπίστας φωτογράφος και είχε Super8, από τους πρώτους που είχαν βιντεοκάμερα στο σπίτι – δεν ήταν camcorder, δηλαδή δεν είχε και βίντεο μαζί. Αυτήν τη βιντεοκάμερα παίρναμε με τον αδελφό μου και παίζαμε.
• Η πρώτη μου ταινία λεγόταν The masters of kung fu. Είχα βάλει τον αδελφό μου μπροστά από ένα κλαρωτό σεντόνι που είχα κρεμάσει στον τοίχο, και καλά ότι είναι στη ζούγκλα, και επειδή έκανε καράτε, τον τραβούσα να κάνει ασκήσεις, του πετούσα μαξιλάρια για να τα αποφύγει και του έλεγα «μην κοιτάς στην κάμερα». Επειδή κοιτούσε την κάμερα συνεχώς, τσαντίστηκα και αρχίσαμε και πλακωνόμαστε στο ξύλο, και επειδή στην κάμερα υπήρχαν τα πειστήρια ότι πλακωθήκαμε και φοβήθηκα μην τα δουν οι γονείς μου, έσβησα την ταινία! Είχαμε κάνει, όμως, τίτλους αρχής με ζωγραφιές και edit on tape και είχε πολλή πλάκα.
Με ενοχλεί ο οπτικός θόρυβος, αν και τα πάντα, ως εικόνα και ως κατάσταση, όσο κακόγουστα και να είναι, είναι τροφή για κάτι δημιουργικό. Κάτι που μπορεί να θεωρώ αισθητικά άσχημο ίσως μου είναι χρήσιμο.
• Όσο ήμουν στο λύκειο ασχολήθηκα με το ραδιόφωνο, έκανα εκπομπές στον πρώτο καθαρά μουσικό σταθμό του Βόλου, τον Nova FM, που έπαιζε μόνο ξένη μουσική. Έτσι έμαθα πολλά για τη μουσική, μου άρεσε τότε η μπλουζ και η τζαζ και ήθελα να σπουδάσω ραδιόφωνο. Έψαξα ένα course που να έχει μια ποικιλία από πράγματα για να βρω κι εγώ τι μου αρέσει πιο πολύ. Έτσι πήγα να σπουδάσω Media Production στην Αγγλία, όπου κάναμε ραδιόφωνο, New Media –τότε ξεκινούσε όλη η φάση με το ίντερνετ– και είχε και Film Studies. Εκεί άρχισα να ασχολούμαι με το video making. Μετά από τρία χρόνια στην Αγγλία γύρισα, δούλεψα για μια χρονιά σε βιντεοκλίπ και διαφημιστικά ως βοηθός παραγωγής και μετά έφυγα ξανά για να κάνω master σε screen arts, κινηματογράφο και πειραματικό βίντεο στο Σέφιλντ ‒ ήταν από τις πιο ωραίες εποχές για μένα. Γύρισα Αθήνα, πήγα στρατό και μετά έκανα τα χαρτιά μου για το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, όπου δίδαξα στο τμήμα κινηματογράφου τα τρία πρώτα χρόνια. Μετά ασχολήθηκα με τη διαφήμιση, τα παράτησα τα ακαδημαϊκά και πήγα εκεί όπου ήταν το χρήμα.
• Το πρώτο φιλμάκι που έκανα λεγόταν Fragments, ήταν βασισμένο στα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου του Ρολάν Μπαρτ, ένα βιβλίο που με είχε συνεπάρει εκείνη την εποχή, τη μετεφηβική, όπως κάθε νέο πονεμένο ερωτευμένο. Πήρα άδεια να βάλω τρεις κάμερες σε ένα καφέ, το Coffee Revolution στο Σέφιλντ, και κάναμε μια ταινία πειραματική. Έβαλα έναν συγκάτοικό μου να ερωτεύεται την κοπέλα που δούλευε εκεί. Ήταν ένα μέρος όπου πήγαινα κάθε μέρα επειδή η αλήθεια είναι ότι ήμουν ερωτευμένος με αυτή την κοπέλα και τελικά όλο αυτό το έκανα ταινία, το πώς κάποιος ερωτεύεται μια κοπέλα η οποία δεν του δίνει πραγματικά σημασία. Ήταν η πρώτη ταινία που έκανα στο master –η πρώτη που έκανα γενικά– και πήγε πάρα πολύ καλά, μια καθηγήτριά μου την έστειλε στο Video Lisboa. Ακολούθησε η Σελήνη 20 ημερών, πάλι ένα πειραματικό φιλμ βασισμένο στο ομώνυμο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, όπου έπαιξε ο Γιάννης Τότσικας. Εμφανίζεται για πρώτη φορά και ο Αποστόλης, γιατί ήθελα τον πρωταγωνιστή σε μεγάλη ηλικία και σε μετεφηβική. Ο Αποστόλης τότε μόλις είχε μπει στη σχολή. Κι αυτό είχε πάει πολύ καλά, είχαμε πάει στο Raindance Film Festival, αλλά τότε ήταν περίεργα τα πράγματα, δεν υπήρχε το Vimeo να τα ανεβάσεις, δεν υπήρχε και το παιχνίδι των φεστιβάλ, καθόλου.
• Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου είναι ο Φίλος μου ο Larry Gus. Με τον Παναγιώτη μας συνδέει μια σχέση πολλών χρόνων, ο ένας εμπνέει τον άλλον, είναι από τα λίγα άτομα που μπορούν να με καταλάβουν, όπως μπορώ να τον καταλάβω κι εγώ με τον πιο απλό τρόπο. Έχουμε το ίδιο χιούμορ, τις ίδιες αναφορές, που είναι πολύ σημαντικό. Νομίζω ότι τώρα περνάω αυτό που περνούσε ο Παναγιώτης όταν είχε κάνει τον πρώτο δίσκο με την DFA, το ίδιο ακριβώς. Δηλαδή, ό,τι είχα καταγράψει τότε στην ταινία, τώρα το περνάω εγώ.
• Θυμάμαι το πρώτο e-mail που είχα στείλει ως ιδέα για το Ιnside το 2011 μαζί με ένα μικρό timeline που έχει αλλάξει, βέβαια, πάρα πολύ. Είχαμε πάει στη Νέα Υόρκη και, βλέποντας αυτά τα τεράστια κτίρια, σκεφτόμουν «είσαι στο κέντρο μιας μητρόπολης, αλλά πες ότι είσαι στο ρετιρέ ενός πενηνταώροφου κτιρίου, τι γίνεται άμα κάτι συμβεί και δεν μπορείς να βγεις; Να βλέπεις όλον αυτόν τον κόσμο γύρω σου να κινείται και να μην υπάρχει ένας τρόπος να επικοινωνήσεις». Η πρώτη φορά που το ένιωσα αυτό ήταν στους Δίδυμους Πύργους, που έβλεπες όλον αυτόν τον κόσμο που θεωρούσε τον εαυτό του προνομιούχο επειδή είχε γραφείο εκεί, με αυτή την καταπληκτική θέα σε όλη την πόλη – από τη μια στιγμή στην άλλη εγκλωβίστηκε και ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει ήταν να πηδήξει στο κενό.
• Είναι μια πολύ απλή ιδέα που δεν ξέρω αν είναι και τόσο original, αλλά με ενδιέφερε πάρα πολύ ο διάλογος που συμβαίνει, γιατί ήθελα να έχει σχέση και με τον πλούτο. Δηλαδή τι συμβαίνει σε ένα διαμέρισμα όπου έχεις τα πάντα, χλιδή, έργα τέχνης αμύθητης αξίας, αλλά σου λείπει το νερό και το ψωμί; Ήθελα να δω λίγο-πολύ έναν Ροβινσώνα Κρούσο που αντί να είναι σε ένα μοναχικό νησί στη μέση του ωκεανού, να βρίσκεται στη μέση της πολύβουης πόλης. Ήθελα να δω πώς θα αντιδράσει σε μια τέτοια κατάσταση, αυτή ήταν η πρώτη ιδέα. Δεν ήθελα όμως να το γράψω εγώ το σενάριο γιατί δεν είμαι σεναριογράφος –κάθε άνθρωπος έχει συγκεκριμένες δεξιότητες και μου αρέσει να μοιράζω τα πράγματα ανάλογα με το τι αρμόζει στον καθένα–, οπότε το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνουμε με τον Γιώργο τον Καρναβά ήταν να βρούμε έναν πάρα πολύ καλό σεναριογράφο. Και βρήκε τον Μπεν Χόπκινς. Στον Χόπκινς άρεσε πολύ η ιδέα και θεώρησε μεγάλη πρόκληση να γράψει ένα έργο που δεν έχει διάλογο – η ταινία έχει ελάχιστο διάλογο. Έτσι ξεκίνησε να γράφεται.
• Είναι αστείο να λέω ότι είχα σκεφτεί από την αρχή τον Γουίλεμ Νταφόε, γιατί μπορεί να τον σκέφτηκα, αλλά λες «κάτσε, ρε φίλε, θα ασχοληθεί τώρα ο Γουίλεμ Νταφόε με ένα τίποτα απ’ την Αθήνα;». Μου φαινόταν πολύ overwhelming αυτό το πράγμα, να ασχοληθεί μαζί μας ένας τέτοιος ηθοποιός. Από την άλλη, ένα πράγμα που είχα πει στον Γιώργο όταν το ξεκινούσαμε ως πρότζεκτ ήταν ότι «όλο αυτό έχει σημασία μόνο εάν ο άνθρωπος που θα παίξει είναι παγκόσμιας εμβέλειας». Αλλιώς δεν είχε νόημα. «Πρέπει να βρούμε έναν ηθοποιό που να θέλει ο κόσμος να τον βλέπει. Θέλει έναν Α-list». Ήταν πολύ μεγαλεπήβολο, αλλά πάρε τον Ναυαγό και βάλε στη θέση του πρωταγωνιστή έναν ηθοποιό που δεν είναι τόσο γνωστός όσο ο Τομ Χανκς, ακόμα και καλύτερος να ήταν υποκριτικά, δεν θα είχε την ίδια απήχηση η ταινία.
• Ο Νταφόε ήταν πέρα από το όνειρο που είχα. Πάντα βάζουμε έναν εσωτερικό φραγμό στα όνειρα, λες ότι είναι όνειρο επειδή μπορώ μόνο να το ονειρεύομαι, αλλά πλέον λέω σε όλο τον κόσμο, γιατί το είδα να συμβαίνει σε μένα, που δεν θεωρώ ότι είμαι και ο πιο ταλαντούχος άνθρωπος του κόσμου, ότι στην τελική το μόνο πράγμα που μπορεί να πάθεις είναι να σου πούνε όχι. Γενικά, φοβόμαστε την άρνηση, την απόρριψη, αλλά τίποτα δεν είναι απίθανο.
• Ο Γιώργος ο Καρναβάς επικοινώνησε μέσω κάποιου γνωστού του με έναν παραγωγό στη Νέα Υόρκη, τον Τζιμ Σταρκ, που ήταν ο παραγωγός του Τζάρμους στις πρώτες ταινίες του, το Down by law, το Stranger than Paradise, και είχε γράψει κιόλας το Factotum, μια πολύ ωραία ταινία με τον Ματ Ντίλον, που παίζει τον Μπουκόφσκι. Τον συνάντησε, του εξήγησε το πρότζεκτ, του άρεσε πολύ και ο Σταρκ πήρε τηλέφωνο τον Ματ Ντίλον, ο οποίος ενδιαφέρθηκε στην αρχή. Όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε το σενάριο, ο Ντίλον πήρε το draft και έκανε πίσω, έτσι ο Σταρκ το έδωσε στον Νταφόε. Το διαβάζει ο Νταφόε και λέει «θέλω να τους γνωρίσω». Έτσι βρισκόμαστε στο Λονδίνο ο Γιώργος, εγώ, ο Μπεν, που έχει ολοκληρώσει το σενάριο, και ο Νταφόε, και καθόμαστε να τα πούμε. Εγώ, ο ασήμαντος, βρισκόμουν σε ένα τραπέζι δίπλα σε έναν ηθοποιό με τον οποίο ήθελα πάντα να συνεργαστώ. Είναι αστείο γιατί πριν από δέκα χρόνια σε μια συνέντευξη με είχαν ρωτήσει «με ποιον θα ήθελες να κάνεις ταινία;» και είχα πει με τον Νταφόε, και τώρα καθόμουν δίπλα του και μου φαινόταν σουρεάλ. Ήταν ένας φανταστικός τύπος, χωρίς καθόλου τουπέ. Συζητήσαμε για την ταινία, του έκανα μια παρουσίαση για το πώς βλέπουμε το σπίτι, τα πράγματα, το γύρισμα, και μας είπε «παιδιά, αυτός είμαι εγώ, τέρμα». Αυτός νόμισε ότι θα κάναμε κάστινγκ και μας είπε «μη συνεχίσετε το κάστινγκ, τον θέλω τον ρόλο». Έτσι ξεκινήσαμε, γιατί με το που έχεις τον σταρ αρχίζουν να μπαίνουν τα χρήματα από funds που αλλιώς δεν θα τα είχες.
• Η ταινία ξεκίνησε να γυρίζεται μέσα στον Covid και αυτή ήταν η πιο μεγάλη δυσκολία. Έχεις που έχεις το άγχος ενός γυρίσματος, είχαμε κάθε μέρα και το άγχος ότι αν βρισκόταν ένα κρούσμα στο set θα έπρεπε να κλείσει η παραγωγή για δύο εβδομάδες. Τα στούντιο όπου κάναμε γύρισμα στην Κολονία είναι από τα τρία μεγαλύτερα στον κόσμο και είχαμε χτίσει το μεγαλύτερο set που έχουν χτίσει ποτέ εκεί. Φαντάσου αν καθυστερούσε το γύρισμα δύο εβδομάδες πόσο θα ξέφευγε το budget. Επίσης, μετά, στο καπάκι, ο Νταφόε είχε κι άλλο πρότζεκτ, οπότε θα ήταν καταστροφή. Από την άλλη, ήταν έτσι σχεδιασμένη αυτή η παραγωγή, με έναν ηθοποιό κλεισμένο σε ένα στούντιο, που ήταν εντελώς ελεγχόμενη, γι’ αυτό πιστεύω ότι πήρε και green light. Τελικά ήμασταν πάρα πoλύ τυχεροί, πήγαν όλα ρολόι και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Κατά τα άλλα, μια ταινία είναι μια συνεχής επίλυση προβλημάτων. Τα γυρίσματα κράτησαν 32 μέρες σε μια Κολονία σε lockdown που εν τέλει λειτούργησε υπέρ του πρότζεκτ, γιατί δεν είχε πού να βγει κανείς για να γίνει λιώμα. Έρχονταν κάθε μέρα όλοι σωστοί και κάπως αυτό μας βοήθησε.
• Κάναμε μια ταινία που είναι λίγο art house, αλλά commercially art house. Αν και ως θέμα μπορεί να φοβίσει μερίδα του κοινού, είδαμε αντιδράσεις που δεν τις περιμέναμε. Όταν βγήκε το τρέιλερ έγινε τέτοιο viral που μέσα σε δύο μέρες έκανε 15 εκατομμύρια views. Την πρώτη μέρα στο YouTube ήταν το top-10 των τάσεων της Αμερικής! Βλέπουμε ότι υπάρχει ένα μεγάλο κοινό που αγαπάει τον Νταφόε και θέλει να τον δει κλεισμένο σε ένα δωμάτιο να τρελαίνεται. Το πολύ περίεργο είναι ότι ενώ στη ζωή μου δεν έχω δει ταινίες με υπερήρωες, στο YouTube κάνουν reaction videos οι φαν του Green Goblin, που όταν είδαν στο τρέιλερ μια σκηνή που δείχνει τον ήρωα με πράσινο φως, δημιούργησαν μια συνωμοσία ότι είναι ο Green Goblin προτού τρελαθεί, ότι αυτός ήταν ο λόγος που τρελάθηκε. Έχει ξεκινήσει μια παραφιλολογία στο Reddit με αμέτρητες συζητήσεις. Ένας έφτιαξε μια φαν αφίσα που γράφει «Osborne filmed by Sam Reilly» και όλος αυτός ο κόσμος περιμένει να δει την ταινία. Το «Movie World» έγραψε ολόκληρο άρθρο γι’ αυτό.
• Συμπρωταγωνιστής στην ταινία είναι το διαμέρισμα, έτσι έκανα έρευνα πέντε χρόνια για να δω πώς θα είναι αυτό το διαμέρισμα. Μπορώ να μπω πια στην Αρχιτεκτονική με κατατακτήριες. Μελέτησα άπειρους αρχιτέκτονες, έγινε πάθος μου αυτό το πράγμα. Το ίδιο σημαντικά είναι και τα έργα τέχνης που βρίσκονται μέσα σε αυτό το διαμέρισμα, τα οποία είναι όλα αληθινά, όλη η συλλογή είναι από σύγχρονους εν ζωή καλλιτέχνες, σε curation του Leonardo Bigazzi. Φυσικά, είναι γνήσιες κόπιες, γιατί στο έργο καταστρέφονται, αλλά ο Francesco Clemente ζωγράφισε έργο για την ταινία, έχουμε δύο έργα του Maurizio Cattelan, του Μaxwell Alexander – φαντάσου όλοι αυτοί έδωσαν τα έργα για ένα συμβολικό ποσό. Στις περισσότερες ταινίες τα έργα είναι ψεύτικα γιατί είναι πολύ δύσκολο να κάνουν αυτό το deal.
• Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι μη μείνω φτωχός και άστεγος. Είχα δει ένα ντοκιμαντέρ στην Αγγλία για τον άνθρωπο που είχε εκδώσει το Campaign και ήταν και ο εκδότης των «Times», μιλάμε για έναν άνθρωπο ζάπλουτο που είχε σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια, κλασικό upper class. Πεθαίνει η μάνα του και ο τύπος, που της είχε παθολογική αγάπη, έφυγε από το γραφείο του και εξαφανίστηκε. Έπαθε κατάθλιψη, έγινε αλκοολικός και κατέληξε άστεγος. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να σε πάρει από κάτω. Δεν ξέρεις πώς θα σου τα φέρει η ζωή και αν θα βρεθείς στο δρόμο. Μεγαλύτερες πιθανότητες έχεις να βρεθείς σε αυτή την κατάσταση παρά να γίνεις ο επόμενος Bill Gates.
• Πιστεύω πάρα πολύ στην τύχη αλλά και στο «ο τολμών νικά». Το μεγαλύτερό μου πρόβλημα είναι ότι δεν είμαι doer. Αν ήμουν doer, θα είχα κάνει πολύ περισσότερα πράγματα, για να μπορέσω να κάνω κάτι πρέπει να το μοιραστώ με έναν doer. Άρα, όσο και να το σκεφτόμουν, αν δεν υπήρχε ο Γιώργος ο Καρναβάς, που είναι doer, να πει «λοιπόν, αυτό το πρότζεκτ θα το κάνουμε», δεν θα είχε γίνει τίποτα. Αν δεν τολμήσεις, δεν κάνεις τίποτα.
• Μου αρέσει να πίνω καφέ, πάρα πολύ, να χάνομαι στο ίντερνετ, το διάβασμα βιβλίων, η μουσική. Έχω αρχίσει να ακούω περισσότερη μουσική, κάνω βόλτες και ακούω Spotify, πράγμα που δεν το έκανα παλιά. Με εκνευρίζει πάρα πολύ ο θόρυβος, που όπου κι αν πας για να πιεις έναν καφέ ή ένα ποτό πρέπει να ακούσεις μουσική και σε μεγάλη ένταση, τέτοια που δεν μπορείς να μιλήσεις με τον άλλο. Κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα, που πας να φας στην ταβέρνα και πρέπει ντε και καλά να ακούς μουσική. Πολύ συχνά φεύγω.
• Με ενοχλεί ο οπτικός θόρυβος, αν και τα πάντα, ως εικόνα και ως κατάσταση, όσο κακόγουστα και να είναι, είναι τροφή για κάτι δημιουργικό. Κάτι που μπορεί να θεωρώ αισθητικά άσχημο ίσως μου είναι χρήσιμο. Ό,τι πιο αντιαισθητικό μπορεί να μου δώσει ερεθίσματα. Έχει μεγάλη σημασία, ωστόσο, το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνεις. Μεγάλωσα στον Βόλο και οι προσλαμβάνουσες στη διαδρομή από το σπίτι μου ως το σχολείο ήταν οπτικός θόρυβος. Και στην Αθήνα το ίδιο. Είναι τεράστιος ο οπτικός θόρυβος στην Ελλάδα γενικά, κι ας μην το παίρνουμε χαμπάρι, π.χ. βλέπεις ταμπέλες παντού. Φαντάσου ένα παιδάκι που βαδίζει κάθε μέρα σε αυτό το περιβάλλον τι αισθητική αποκτά σε σχέση με ένα παιδάκι που είναι στη Φλωρεντία και κάνει την ίδια διαδρομή. Ή στη Ρώμη, ή στο Παρίσι, ή στη Βιέννη, ακόμα και στην Κολονία, που δεν είναι καμιά φοβερή πόλη.
• Αυτό που με εκνευρίζει πιο πολύ απ’ όλα είναι που κόβουν τα δέντρα. Μέχρι που βγαίνω και μαλώνω επειδή κλαδεύουν τα δέντρα άσχετοι και τα «σκοτώνουν». Τρελαίνομαι με αυτό το πράγμα. Στην Κολονία, το σπίτι όπου έμενα, ήταν μπροστά από ένα μικρό πάρκο με τεράστια δέντρα. Όταν πήγαμε για τα γυρίσματα ήταν χειμώνας και δεν είχαν καθόλου φύλλα, αλλά μέχρι να τα ολοκληρώσουμε μπήκε η άνοιξη και φούντωσαν. Κάποια στιγμή είχαν έρθει απ’ τον δήμο να κλαδέψουν και, συνηθισμένος απ’ την Ελλάδα, περίμενα να τα πετσοκόψουν. Φύγαμε για το γύρισμα και όταν γυρίσαμε είχαν κόψει μόνο μερικά μικρά κλαδιά, κλάδεψαν ακριβώς αυτά που έπρεπε επειδή ήταν ξερά, χωρίς να πειράξουν καθόλου το δέντρο.
• Η διαφήμιση ήταν μεγάλο σχολείο, είναι ο μόνος χώρος όπου μπορείς να έχεις μια επαφή με το συνεργείο, με μηχανήματα και την τεχνολογία που δεν μπορείς να δεις σε άλλη περίπτωση, μαθαίνεις διαχείριση πραγμάτων που είναι πολύ advanced. Με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί εκεί πρέπει να βρεις τη λύση γρήγορα, μαθαίνεις να διαχειρίζεσαι τον χρόνο. Και φυσικά έχει μεγάλη σημασία η διαχείριση και η επικοινωνία με κόσμο που δεν έχει ιδέα, και δεν πρέπει να τον παρεξηγείς. Πρέπει να ακούσεις τη μεγαλύτερη βλακεία της ζωής σου και να την καταπιείς, να μην κάνεις τον άλλο να νιώσει άσχημα, να προσπεράσεις αυτό που είπε.
• H ζωή με έχει μάθει να έχω υπομονή, γιατί είναι η μεγαλύτερη αρετή, και ότι η ευγένεια, η καλοσύνη και η αγάπη είναι τα μεγαλύτερα όπλα που μπορείς να έχεις.