Έφυγε από τη ζωή ο Ζαχαρίας Παπαζαχαρίου, τραγουδοποιός, σεναριογράφος, εθνολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και το ΠΑΜΑΚ – “Τα καλοκαίρια του τα περνούσε στη Συκή Πηλίου, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους” αναφέρει στο εξαιρετικό αφήγημά του για τον Ζάχο και τη Φώτω, δύο ξεχωριστές μορφές και στον Βόλο, ο Γιάννης Γκουμάκης.
Τον είδα πρώτη φορά στο Ποτόκι, τη θάλασσα του χωριού μας στο Πήλιο, την παραλία της Συκής, των παιδικών μας αναμνήσεων και των εφηβικών μας ξενυχτιών. Στέκονταν μπροστά μου με τη Φώτω, τη γυναίκα του, πετώντας ο ένας στον άλλο μια μπάλα μπάσκετ. Σχεδόν μουγκοί, έπιαναν την ξεφούσκωτη ξεβαμμένη Molten και την πετούσαν ξανά ο ένας στον άλλο λες και σε λούπα, αδιαφορώντας για τα παιδιά που έσκουζαν και πλατσούριζαν, όσους ήθελαν να μπουν στο νερό και τους έκοβαν χώρο και εκείνους που τους ρέμβαζαν απ’ έξω γελώντας σιγιλλά. «Τι κάνουν οι σαλοί» η σκέψη που ήρθε στο νεανικό και χωριάτικο μυαλό μου.
Πήγα και τους ρώτησα.
«Το κάνουμε γιατί μας είπε ο γιατρός ότι βοηθάει στα αρθριτικά μας. Θα καταλάβεις άμα φτάσεις την ηλικία μας», μου είπε η Φώτω με την ευθύτητα που τη χαρακτήριζε από πάντα.
Δεν έδωσα μεγάλη σημασία στα λεγόμενα της. Αλλά μου έκανε τεράστια εντύπωση αυτός ο μουσάτος μπάρμπας που έπιανε την ξεφούσκωτη μπάλα μπάσκετ και την πετούσε απέναντι, αμίλητος. Οι μπαρμπάδες δεν τα κάνουν αυτά. Έτσι έλεγαν οι μπαρμπάδες στο χωριό.
Ο Ζάχος και η Φώτω είχαν σπίτι κάτω απ’ τη «γαλιάγρια», ένα παλιό λιοτρίβι του χωριού, το οποίο έγινε σπίτι και πουλήθηκε. Σήμερα το έχουν κάτι Θεσσαλονικείς και το δουλεύουν και σαν Airbnb όταν δεν έρχονται. Έχουν κι ένα σκύλο και στην αυλή είναι ακόμα η μυλόπετρα για εφέ.
Το σπίτι της Φώτως και του Ζάχου είναι απέναντι, ένα τούβλινο διώροφο με ωραία αυλή με κάνα δυο δεντράκια, συνήθως παρατημένα, όπως και το κτίριο. Οι ντόπιοι λένε μια ιστορία για την κατάσταση του αλλά και το πώς το διαχειρίζονταν οι ιδιοκτήτες του όλα αυτά τα χρόνια, κουτσομπολιά του χωριού. Η Φώτω που είναι απ’ το Βόλο φιλοξενούσε τη μάνα της ένα καλοκαίρι, αλλά εκείνη τη μέρα έπιασε ένα μπουρίνι και έσταζε η οροφή στο δωμάτιο που καθόταν. Εκείνη διαμαρτύρονταν και της ζήτησε να την πάει στο Βόλο, στο σπιτάκι της, για να εισπράξει την απάντηση «Κάτσε ρε μάνα, αύριο είπε ότι θα έχει ήλιο. Κάνε υπομονή μια μέρα».
Άλλες ιστορίες λένε για τον συχνό εκνευρισμό της, το εκρηκτικό ταπεραμέντο της και τον τσακωμό που έριχνε με τους κατά καιρούς μαγαζάτορες της πλατείας όταν είχε πανηγύρι. Δε μπορούσε να κοιμηθεί απ’ τα κλαπατσίμπανα που βαράγανε μέχρι πρωίας.
Ο Ζάχος σε όλα αυτά ήταν σχεδόν αμέτοχος. Σε τέτοιες καταστάσεις θα καθότανε σε ένα τραπέζι και θα ρέμβαζε, πίνοντας κανένα τσίπουρο. Μπορεί να έλεγε και ένα «Φώτω, σταμάτα», ήσυχα όμως, σα να μην ήθελε να τον ακούσει η γυναίκα του, μην «τα πάρει τα βάγια του» κι εκείνος. Δεν τον άκουσε κανείς ποτέ να φωνάζει, να μιλάει άσχημα. Δεν άκουγαν καν τι έλεγε, λένε, επειδή τα γένια του είχαν πυκνώσει τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια που ότι και να έλεγε, δεν έβγαινε καθαρός ο ήχος. Μίλαγε με άλλους τρόπους. Κυρίως με τη συγγραφή και την τέχνη του.
Είχε διδάξει στα πανεπιστήμια Θεσσαλίας και Μακεδονίας, ενώ έχει να επιδείξει πολυποίκιλο έργο. Είχε γράψει μελέτες («Η Πιάτσα», «Ο άλλος Θεόφιλος», «Λεξικό της αργκό» κ.ά.), πεζογραφία («Περιπέτειες στην Ευρώπη», «Βίος και πολιτεία του Διονυσίου εκ Φουρνά» κ.ά.). Τραγούδια σε στίχους δικούς του και μουσική δική του έχουν τραγουδήσει οι Χειμερινοί Κολυμβητές («Η μαστοράντζα του Ερντεμπίλ»). Σε δικά του σενάρια γύρισε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος τις δύο τελευταίες του ταινίες «Η λιμουζίνα» και «Η κόρη του Ρέμπραντ». Τη δεκαετία του ’80 έγραψε το τραγούδι «Γκρέμιστα όλα πια» αναφερόμενος στον Ανδρέα Παπανδρέου. Αλλά ποιος τα ήξερε τούτα στο χωριό;
Άρχισα να τον γνωρίζω λίγο καλύτερα την εποχή που φτιάχναμε το σύλλογο ξανά από την αρχή, το 2012. Μας ήρθε να κάνουμε κάτι για τον τόπο μας. Και ψάχναμε. Είχαν απαντήσει πολλοί στο κάλεσμα μας, μαζί κι εκείνος. Τότε ήταν η πρώτη φορά που τον μίλησα κιόλας.
«Από πού βγαίνει το ‘Συκή’;»
«Θα μπορούσε να βγαίνει από το αρβανίτικο skè που σήμαινε σκλάβος. Ή από τα μαντριά που είχε τότε το μέρος, τους σηκούς, όπως τα λέγανε τα αρχαία χρόνια. Μπορεί κι απ’ τα σύκα. Εγώ πιστεύω ότι ήταν απ’ το αρβανίτικο γιατί έχει κι άλλα ονόματα χωριών με τέτοιες ρίζες η περιοχή. Η Μπιρ, η Μπιστινίκα (Καλλιθέα και Ξινόβρυση σήμερα), η Νιάου (Αφέτες)».
Κι έκατσε ο τύπος και μου ανέλυσε εκεί στα σκαλιά απ’ την πίσω πλευρά του Αη Γιώργη, όλη την ονοματολογία του κάθε χωριού του Πηλίου από τα μεταβυζαντινά ως τα 1880. Τι να πιάσει και τι να αφήσει το κεφάλι μου, 18 χρόνων ήμουνα. Και που μ’ ενδιέφερε η ιστορία, που τη σπούδαζα τότε στα Γιάννενα, δεν είχα χρόνο για τέτοια. Αλλά τον άκουσα.
«Μπορεί να μην είμαι από εδώ, αλλά ότι θέλετε μπορώ να σας βοηθήσω όταν έρχομαι». Το εκτιμήσαμε. Αλλά δεν τον «ενοχλήσαμε» δυστυχώς ποτέ. Και αυτό είναι δικό μας χάσιμο.
Ο Ζάχος Παπαζαχαρίου ήταν φλογερός επαναστάτης. Κατά του κατεστημένου. Ήταν ένας μη συμβατικός άνθρωπος όλη τη ζωή του. Καταγόταν απ’ τον Πόντο, έζησε στην Αθήνα και γνώρισε «τη δικιά του» απ’ το Βόλο και ήρθε κατά δω.
Ήταν εκτός Ελλάδας την περίοδο της Χούντας, ζούσε και αγωνιζόταν γράφοντας, όπως κι άλλοι Έλληνες λόγιοι αντιφρονούντες κατά την επταετία, απ’ το Παρίσι. Ήρθε στην Ελλάδα ξανά το ’77. Πίστεψε τον Παπανδρέου μετά τη μεταπολίτευση, απογοητεύτηκε όπως έλεγε από τη διακυβέρνηση του και πήγε κι έγραψε το «Γκρέμιστα όλα πια», σουξέ της εποχής.
«Αφού κι αυτός δε μπόρεσε να κάνει αυτά που είπε την πρώτη τετραετία, ή μάλλον αναίρεσε αυτά που έκανε την πρώτη τετραετία, στη δεύτερη, ε, σκέφτηκα «Γκρέμιστα όλα πια», μια κραυγή κατά της συμπεριφοράς της εξουσίας. Και το έγραψα ως αντίδραση, πάνω σε μελωδία που είχε βρει ο Δημήτρης Κοντογιάννης. Ηχογραφούσε τότε ένα δίσκο και μου είχε πει να του γράψω δυο τραγούδια», είχε πει σε παλιότερη συνέντευξη του.https://www.youtube.com/embed/q69hVyrN84w?si=aG4pof3WlXsBqH7U
Εμμανουήλ Παπαζαχαρίου, Ε. Ζάχος, Ευάγγελος Ζάχος-Παπαζαχαρίου, Ευάγγελος Παπαζαχαρίου, Ε. Ζάχος-Παπαζαχαρίου, Ζάχος Ε. Παπαζαχαρίου, Ζάχος Παπαζαχαρίου. Πολλές υπογραφές. Σε μια συνέντευξη του είχε πει ότι όλα αυτά τα ονόματα, παραλλαγές του ίδιου είναι. «Δεν έδινα σημασία και κάθε φορά δεν θυμόμουνα τι είχα βάλει στο προηγούμενο βιβλίο», είχε σημειώσει.
Ο Ζάχος έρχονταν συχνά στο χωριό. Περνούσε όλα του τα καλοκαίρια σε αυτό από το 2005 μέχρι πέρσι. Όταν άρχισα να τον γνωρίζω καλύτερα, καθόμουνα καμιά φορά στο τραπεζάκι που ο ίδιος και η γυναίκα του επέλεγαν τα βράδια κάτω απ’ το μεγάλο πλάτανο της πλατείας, αυτόν στην είσοδο της, όπως μπαίνεις, δεξιά. Καλοκαίρι, κατά τους νεκρούς μήνες, Ιούνιο και αρχές Ιουλίου, πριν έρθει ο Αύγουστος μαζί με τους ελάχιστους τουρίστες και τους πολύβουους ετεροδημότες, καθόμουνα συντροφιά τους.
Μια από αυτές τις περιπτώσεις ήταν όταν πιάσαμε κουβέντα για την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την πολιτική γενικότερα. Ήταν το 2019 που η κυβέρνηση μόλις είχε βγει τότε και με την υπόσχεση να «καθαρίσει» τα Εξάρχεια. Όταν φτάσαμε να συζητάμε γι’ αυτό μου είπε πως δεν πρόκειται να αλλάξει αυτή η περιοχή. Έστειλε τη Φώτω στο σπίτι να φέρει ένα βιβλίο που έγραψε ο ίδιος το “Στα Εξάρχεια το 80′”. Μου το έδωσε με την υπόσχεση ότι θα του το επιστρέψω μέχρι το πανηγύρι τ’ Αη Γιαννιού, 28 Αυγούστου. Το έχω ακόμα αδιάβαστο στο σπίτι. Δε μου το ζήτησε ξανά ποτέ, ίσως το ξέχασε. Ίσως και όχι.
Τελευταία φορά τον είδα πέρσι και πάλι στη θάλασσα. Με τη γενειάδα του ανάμεσα στα χείλη του, πυκνή-πυκνή, όπως πάντα, τη γυναίκα του δίπλα, που δύσκολα έπαυε να μιλάει, αλλά χωρίς μπάλα μπάσκετ. Πιάσαμε κουβέντα. Τον ρώτησα για τις ρίζες ενός επωνύμου μιας οικογένειας απ’ το Μούρεσι, για την οποία κάτι γράφω τα τελευταία χρόνια. Και μου μίλαγε για ώρα μέσα στο νερό στο Ποτόκι. Τριγύρω έπαιζαν, ούρλιαζαν και πλατσούριζαν παιδιά, και απ’ έξω πάλι κάποιοι χαχάνιζαν αλλά δε μας ένοιαξε. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα, στο μέρος που τον γνώρισα.
Πριν καμιά βδομάδα έμαθα ότι τον πήρε το ασθενοφόρο απ’ το σπίτι του στο χωριό. Δεν αξιώθηκε να πάει ξανά φέτος στο Ποτόκι, πέρσι το καλοκαίρι ήταν η τελευταία φορά. Ο Ντάνιελ του το στέρησε κόβοντας το δρόμο, τον περσινό Σεπτέμβρη.
Χτες έμαθα ότι πέθανε. Ήταν 86 χρονών. Και το χωριό, χωρίς να το ξέρει και χωρίς να ενδιαφέρεται, έμεινε φτωχότερο.