Πέρασαν 42 χρόνια από τον θάνατο του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, του «μεγάλου Βολιώτη», όπως τον αποκάλεσε ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος. Ένας από τους πρωτοπόρους του μοντερνισμού, γεννημένος στον Βόλο, μεγαλωμένος στην Ελλάδα, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μα και πιο αινιγματικές μορφές της τέχνης της εποχής μας. Στο έργο του συνδυάζονται πολλές διαφορετικές παραδόσεις και τεχνικές και θεωρείται από τους κριτικούς ότι εισήγαγε έναν νέο οπτικό κώδικα προσέγγισης του σύγχρονου κόσμου.
Τα μεταφυσικά, αποστασιοποιημένα τοπία που χαρακτηρίζουν τους πίνακες του ζωγράφου δημιουργούν μια αίσθηση απόκοσμης ηρεμίας που συνεχίζεται για πολλή ώρα μετά την ενατένισή τους. Κάτι που ευνοεί τη χαλάρωση και τη συγκέντρωση για να μελετήσετε τις αποδόσεις και να ποντάρετε στο NetBet στοιχημα, μια από τις κορυφαίες ιστοσελίδες του τομέα, την οποία μπορείτε να επισκεφθείτε από τον υπολογιστή, το τάμπλετ ή το κινητό σας.
Ο Τζόρτζιο Ντε Κίρικο (Giorgio de Chirico), γεννήθηκε στο Βόλο στις 10 Ιουλίου 1888 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Σικελού Εβαρίστο και της Γενοβέζας Τζέμα ντε Κίρικο. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός στην κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου της Θεσσαλίας, ενώ η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας.
Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει μεταξύ άλλων για το πατρικό του σπίτι: «….Θυμάμαι ένα σπίτι όπου μέναμε. Ένα σπίτι πελώριο και θλιβερό σα μοναστήρι. Ο ιδιοκτήτης λεγόταν Βούρος. Το σπίτι αυτό ήταν χτισμένο στην πάνω μεριά της πολιτείας. Από το παράθυρό μου διέκρινα μακριά ένα στρατώνα του πυροβολικού. Κάθε επέτειο της ελληνικής εθνικής γιορτής μια πυροβολαρχία έβγαινε από το προαύλιο καλπάζοντας ορμητικά και κατευθυνόταν σ’ ένα λόφο που βρισκόταν πίσω σε κάποια απόσταση. Μόλις έφθαναν πάνω εκεί οι άνδρες, κατέβαιναν απ’ τα σκευοφόρα και από τα άλογα, τοποθετούσαν τα κανόνια στη σειρά και μετά έριχναν άσφαιρες ομοβροντίες. Σφαιρικά σώματα λευκά, ίδια σύννεφα που έπεσαν στη γη, στροβιλίζονταν για λίγο και μετά διαλύονταν και εξαφανίζονταν στα πλευρά του λόφου…»
Δημιουργός της καλούμενης «μεταφυσικής ζωγραφικής» στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μέντορας της ομάδας των σουρεαλιστών, αποποιήθηκε κατά κάποιο τρόπο στις αρχές της δεκαετίας του 1920 το μεταφυσικό του έργο και στράφηκε προς μία μορφή καλλιτεχνικού ακαδημαϊσμού. Βρέθηκε μπλεγμένος σε κάποιο σκάνδαλο με πλαστά έργα του, λατρεύτηκε από τους φιλομουσολινικούς ζωγράφους της ομάδας του Novecento και, εντέλει, μετατράπηκε σε έναν από τους πιο παθιασμένους εχθρούς της μοντέρνας τέχνης.
Ίσως δεν είναι τόσο γνωστό, αλλά ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο έμαθε να ζωγραφίζει στον Βόλο και θεωρεί ότι χρωστάει πολλά στον δάσκαλό του. Γράφει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του: «Στον Βόλο ο πατέρας μου, ζήτησε από ένα νεαρό υπάλληλο των σιδηροδρόμων να μου παραδίδει μαθήματα σχεδίου. Ο πρώτος αυτός δάσκαλός μου λεγόταν Μαυρουδής κι ήταν Έλληνας από την Τεργέστη που μιλούσε λίγο τα ιταλικά με προφορά βενετσιάνικη.
Σχεδίαζε θαυμάσια. Όταν μου μάθαινε να διαγράφω προσεκτικά το περίγραμμα μιας μύτης, ενός ματιού, ενός στόματος, ενός αυτιού, μιας μπούκλας, μιας κορδέλας δεμένης σε φιόγκο, όταν μου μάθαινε να κάνω σκιές και να τους δίνω διαβαθμίσεις διασταυρώνοντας προσεκτικά τις γραμμές του μολυβιού, μου έδινε μια τόσο ισχυρή και βαθιά εντύπωση μαεστρίας ώστε αργότερα, οι άλλες εντυπώσεις που είχα, όταν κοιτούσα τα σχέδια του Ραφαέλλο, όταν αντέγραφα και μιμόμουν τα σχέδια του Χολμπάιν και του Μικελάντζελο, όταν μελετούσα με το μεγεθυντικό φακό τα σχέδια του Ντύρερ, μπορούν να θεωρηθούν σε σύγκριση μηδαμινές. Όταν βρισκόμουν απέναντι από το σκιτσογράφο Μαυρουδή, τον κοιτούσα, και κοιτώντας τον πλανιόμουν σ’ ένα χιμαιρικό κόσμο φαντασιώσεων… Ναι, θα ήθελα τότε να ήμουν ο άνθρωπος εκείνος, θα ήθελα να ήμουν ο σκιτσογράφος Μαυρουδής…»