του Πάνου Σκοτινιώτη*
Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται 68 χρόνια από τις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956 ‒ τις πιο κρίσιμες και πιο πολωτικές της δεκαετίας του 1950. Η ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Κ. Καραμανλή τον Οκτώβριο του 1955 και το εκτρωματικό εκλογικό σύστημα ‒το διαβόητο «τριφασικό»‒ προκάλεσαν μεγάλη πολιτική οξύτητα, η οποία καθόρισε το πολιτικό πλαίσιο των εκλογών. Το εκλογικό σύστημα στόχευε στη συσπείρωση της Δεξιάς σε ενιαίο εκλογικό σχηματισμό υπό τον Κ. Καραμανλή και στον αποκλεισμό της ΕΔΑ από τη Βουλή για δεύτερη συνεχόμενη κοινοβουλευτική περίοδο. Έβαζε όμως και τα κόμματα του κατακερματισμένου Κέντρου μπροστά σε σκληρό δίλημμα, αφού, με τους υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς, η μόνη περίπτωση να διεκδικήσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν όχι μόνο να συνασπιστούν, ξεπερνώντας τις μεταξύ τους αντιθέσεις, αλλά και να συμπράξουν εκλογικά με την ΕΔΑ. Η βήμα-βήμα προσέγγιση κατέληξε σε καθολική σχεδόν συνεργασία των δυνάμεων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, με εκλογικό όχημα τη «Δημοκρατική Ένωση». Είχε προηγηθεί η εκτεταμένη συνεργασία στις δημοτικές εκλογές του Νοεμβρίου 1954, χάρη στην οποία οι αντικυβερνητικοί συνδυασμοί επικράτησαν στους σημαντικότερους δήμους της χώρας.
Η συνεργασία Κέντρου και Αριστεράς, με πυορροούσες ακόμη τις πληγές του Εμφυλίου, παρότι συμφωνήθηκε να είναι αποκλειστικά εκλογική, υπήρξε πολιτικό γεγονός μείζονος σημασίας. Όχι μόνον επειδή επέτρεπε στην Αριστερά να βγει από την πολιτική απομόνωση, αλλά και επειδή έδειχνε ότι η διχοτομία «εθνικόφρονες και μη» είχε αρχίσει να ξεθωριάζει και να δίνει σταδιακά τη θέση της στον άξονα «δεξιά-αντιδεξιά». Τελικά, η Δημοκρατική Ένωση αναδείχθηκε μεν πρώτος εκλογικός σχηματισμός με 48,2%, ωστόσο η ΕΡΕ, με το 47,4% των ψήφων, κέρδισε, ελέω εκλογικού νόμου, το 55% των εδρών (165 έδρες). Ανεξαρτήτως πάντως αυτού, το εκλογικό αποτέλεσμα έδειξε ότι η διάταξη των δυνάμεων παρέμενε κατά βάση αγκυρωμένη σε αυτή που είχε διαμορφωθεί στις εθνικές εκλογές του 1952 ‒ η Δημοκρατική Ένωση περιορίστηκε απλά στο να αθροίσει τις δυνάμεις που διέθεταν οι διάφορες συνιστώσες του Κέντρου και η ΕΔΑ, χωρίς να εμφανίσει δυναμική που θα ανέτρεπε την παγιωμένη ισορροπία. Τι έφταιξε; Κυρίως το ότι η Δημοκρατική Ένωση δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά στο δίλημμα της διακυβέρνησης, που αποτελεί το βασικό διακύβευμα κάθε εκλογικής αναμέτρησης. Στην προκειμένη περίπτωση, η αντιπολίτευση συγκρότησε μια εύθραυστη εκλογική συνεργασία, με ένα μωσαϊκό απόψεων, στρατηγικών και προσδοκιών, αποκλειστικά και μόνο για να αντιμετωπίσει εκλογικά τον κυρίαρχο κομματικό πόλο, δηλαδή την ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή. Η συνεργασία αυτή, μη διαθέτουσα συνεκτικό ιστό για τη διακυβέρνηση της χώρας, δεν έπεισε ότι αποτελούσε αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική λύση, ώστε να δημιουργηθεί δυναμική πολιτικής αλλαγής.
68 χρόνια μετά
Πού βρισκόμαστε 68 χρόνια μετά; Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κραυγαλέα πολιτική αντινομία, η οποία επιβεβαιώνεται από όλες τις δημοσκοπήσεις. Η πολιτική αντινομία συνίσταται στο ότι η σοβαρή φθορά της κυβέρνησης δεν κλονίζει μέχρι τώρα την πολιτική κυριαρχία της ΝΔ και του Κυρ. Μητσοτάκη ‒ αν και αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες ρηγματώσεις. Κοντολογίς, παρότι αποδοκιμάζονται, με συντριπτικά δημοσκοπικά ποσοστά, κεντρικές κυβερνητικές πολιτικές σε τομείς όπως η ακρίβεια, η φορολογία, η παιδεία, η υγεία, η αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών, η διαφθορά, η εγκληματικότητα, η ΝΔ διατηρεί μια αδιατάρακτα ισχυρή δημοσκοπική υπεροχή έναντι της προοδευτικής αντιπολίτευσης.
Τι φταίει; Φταίνε ουκ ολίγα. Αν επιχειρούσα να συνοψίσω την απάντηση, θα έλεγα ότι τα κόμματα της κατακερματισμένης, όπως και το 1956, δημοκρατικής αντιπολίτευσης δεν πείθουν ότι «μπορούν καλύτερα». Στην απάντηση αυτή εμπεριέχονται πολλά και διάφορα, όπως η έλλειψη συνεκτικού εναλλακτικού σχεδίου, η κλονισμένη αξιοπιστία, τα αδύναμα πρωθυπουργικά χαρακτηριστικά των ηγετών τους. Όλα αυτά μαζί ‒και αρκετά άλλα‒ εξηγούν και τη δυσκολία των προοδευτικών κομμάτων να ανακτήσουν την πολιτική πρωτοβουλία, να διαμορφώσουν την πολιτική θεματολογία και να διατυπώσουν πλειοψηφικές θέσεις που θα συγκινήσουν και τους «πολύφερνους» κεντρώους ψηφοφόρους.
Πώς αντιδρούν σε αυτό το κενό πολιτικής εκπροσώπησης οι ηγεσίες των τριών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέας Αριστεράς), τα οποία, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, διακηρύσσουν την ανάγκη εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης; Ο Ν. Ανδρουλάκης φαίνεται πως έχει αναγάγει σε θεμελιακό στόχο την κατάκτηση της δεύτερης θέσης στις ευρωεκλογές, θεωρώντας ότι οδηγεί, ακόμη και αν η απόσταση από τη ΝΔ είναι μεγάλη, περίπου νομοτελειακά στην πολιτική ανατροπή κατά τις επόμενες εθνικές εκλογές ‒ το «μοντέλο Χάρη Δούκα», πάντως, μόνο για την πολιτική δυναμική του μπορεί να το επικαλείται, αφού είναι αδύνατο να μεταφερθεί στις εθνικές εκλογές με βάση το ισχύον εκλογικό σύστημα. Ο Στ. Κασσελάκης, από τη μεριά του, διακατεχόμενος από υπερχειλίζουσα αισιοδοξία, δεν δείχνει να πτοείται από τις δημοσκοπήσεις και ευαγγελίζεται μέχρι και πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές ‒ με τα καλύτερα να έπονται. Όσο για τη Νέα Αριστερά, αν δεν κάνει γρήγορα τολμηρό άνοιγμα και εκτός του κύκλου των ιδρυτικών στελεχών της, πολύ δύσκολα θα διεκδικήσει έναν ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό χώρο.
Θα μπορούσε, άραγε, η τυχόν συνεργασία των τριών αυτών ‒και όποιων άλλων ενδεχομένως‒ κομμάτων στις εθνικές εκλογές να διαμορφώσει έναν αξιόπιστο ανταγωνιστικό πόλο απέναντι στη ΝΔ; Με τα σημερινά δεδομένα, η εκλογική αυτή συμπόρευση μάλλον θα εκληφθεί ως ευκαιριακή συγκόλληση κορυφής, ανάλογη αυτής του 1956 ‒ συνεπώς θα επιτρέψει στη ΝΔ να διατηρήσει το πλεονέκτημα της πολιτικής σταθερότητας και της «κανονικότητας». Πέραν αυτού, υπάρχει και το ανυπέρβλητο εμπόδιο του εκλογικού νόμου, ο οποίος ουσιαστικά αποκλείει τους συνασπισμούς κομμάτων από την πρόσβαση στο μπόνους των εδρών. Εννοείται ότι το ενδεχόμενο να εκφραστεί η συμπόρευση των προοδευτικών δυνάμεων μέσα από τους συνδυασμούς του κόμματος που θα προηγηθεί των άλλων στις ευρωεκλογές, ώστε να διεκδικήσει το μπόνους ως αυτοτελές κόμμα, κινείται στη σφαίρα της φαντασίας.
Συνεπώς; Συνεπώς, μόνον η ενωτική ανασύνθεση και ο μετασχηματισμός του πολιτικού χώρου από το προοδευτικό Κέντρο μέχρι τη ριζοσπαστική Αριστερά φαίνεται ότι μπορεί να ανατρέψει την παγιωμένη ισορροπία δυνάμεων και να αναγεννήσει την ελπίδα για πολιτική αλλαγή, στηριγμένη σε μια ευρεία κοινωνική συμμαχία που θα περιλαμβάνει και τους «εκτός των τειχών». Αυτό σημαίνει ένα πλουραλιστικό, αλλά και στιβαρό, πολιτικό υποκείμενο πλειοψηφικής κλίσης, με σύγχρονο προγραμματικό λόγο και ηγεσία μεγάλου διαμετρήματος. Ο νέος αυτός πολιτικός αστερισμός μπορεί να δώσει ώθηση σε ανάλογες διαδικασίες ανασύνθεσης και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε μια εποχή με μείζονες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ανακατατάξεις και με τις ακροδεξιές εθνικολαϊκιστικές δυνάμεις σε ανοδική τροχιά. Η αρχή θα μπορούσε να γίνει με μια βεντάλια πρωτοβουλιών, κυρίως στο κοινωνικό πεδίο, που όχι μόνο δεν θα λειτουργούν αντιπαραθετικά προς τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης, αλλά και θα διευκολύνουν, σε ένα μεταβατικό στάδιο, τη μεταξύ τους αναγκαία «entente cordiale».
Δεν αιθεροβατώ. Γνωρίζω πολύ καλά τις δυσκολίες και τις αντιστάσεις, αφού και οι δυνάμεις της αδράνειας είναι ισχυρές, και τα συμφέροντα που μπορεί να διακυβεύονται ‒μικρότερα ή μεγαλύτερα‒ είναι υπαρκτά, και οι ιδεοληψίες είναι πάντοτε παρούσες, και οι προσωπικές στρατηγικές ποτέ δεν έλειψαν. Γνωρίζω όμως εξίσου καλά ότι στην Ελλάδα ‒και στην Ευρώπη‒ ζητείται επειγόντως εναλλακτική. Και αυτή την εναλλακτική μόνο μια νέα, πλειοψηφική προοδευτική παράταξη μπορεί να δώσει ‒ εκτός και αν η επιλογή είναι να αφεθεί απερίσπαστος ο Κυρ. Μητσοτάκης για μια τρίτη θητεία, όπως και να δοθεί μεγαλύτερη ευρυχωρία στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος. Οι εξελίξεις προφανώς και θα τρέξουν μετά τις ευρωεκλογές. Μέχρι τότε, θα μπορούσε να είναι περίοδος «επώασης».
___________________________________________________________________________________* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 9.2.2024.