Το Παράρτημα Θεσσαλίας του Iνστιτούτου ΕΝΑ διοργάνωσε την Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου εκδήλωση με θέμα «Οικοσύστημα Κάρλας: Για μια βιώσιμη διαχείριση της βιοποικιλότητας». Η εκδήλωση φιλοξενήθηκε στο Τεχνικό Επιμελητήριο Μαγνησίας στον Βόλο.
Με τη συμμετοχή ακαδημαϊκών και εμπειρογνωμώνων ερευνητικών και υπηρεσιακών φορέων, επιχειρήθηκε να αναλυθεί η έννοια της βιοποικιλότητας, με έμφαση σε αυτήν του οικοσυστήματος της περιοχής Κάρλας, και να περιγραφούν τόσο η τρέχουσα κατάσταση όσο και οι επαπειλούμενοι κίνδυνοι. Παράλληλα, αναδείχθηκαν οι επιπτώσεις των πλημμυρών του περασμένου καλοκαιριού και διατυπώθηκαν προτάσεις για τη βιώσιμη διαχείριση του οικοσυστήματος της λίμνης Κάρλας με στόχο την αποκατάσταση και ενίσχυση της βιοποικιλότητάς του.

Φαινόμενο νεκρών ψαριών στον Παγασητικό Κόλπο: Επιχειρησιακή δράση του Σώματος Επιθεώρησης Βορείου Ελλάδος του ΥΠΕΝ
Η επιθεωρήτρια περιβάλλοντος δρ. Βασιλεία Αρτεμιάδου, η οποία, σε συνεργασία με τις δρ. Άννα Νικολαΐδου και Σοφία Χριστοφόρου, συμμετείχε στην εκδήλωση εκπροσωπώντας το Τμήμα Επιθεώρησης Περιβάλλοντος του Σώματος Επιθεώρησης Βορείου Ελλάδος, που υπάγεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, επισήμανε στην εισήγησή της ότι το αρμόδιο Τμήμα «διενεργεί περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις σε έργα και δραστηριότητες ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, καθώς και σε συμβάντα με ιδιαίτερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, για τον έλεγχο της τήρησης των περιβαλλοντικών όρων και της κείμενης περιβαλλοντικής νομοθεσίας».
Σχετικά με την εμφάνιση μεγάλων ποσοτήτων νεκρών ψαριών στον Παγασητικό Κόλπο στις 24 Αυγούστου 2024, ανέφερε ότι «διενεργήθηκαν αυτοψίες σε περιοχές των ΠΕ Μαγνησίας και ΠΕ Λάρισας από επιθεωρητές περιβάλλοντος, κατόπιν εντολής του αρμόδιου υπουργού και στο πλαίσιο εκτέλεσης εισαγγελικής παραγγελίας. Οι αυτοψίες επικεντρώθηκαν σε τμήμα του δικτύου των τάφρων/ καναλιών στην ανατολική θεσσαλική πεδιάδα, στον ταμιευτήρα της Κάρλας, στις ακτές του Παγασητικού Κόλπου και σε χειμάρρους στον Βόλο, καθώς και στον χώρο ταφής των νεκρών ψαριών. Κατά τις αυτοψίες ελήφθησαν δείγματα υδάτων και, αναλόγως της περιοχής, ήταν παρόντες εκπρόσωποι των αρμόδιων υπηρεσιών».
Στην πρώτη αυτοψία, συνέχισε, «εντοπίστηκαν νεκρά ψάρια στην αποστραγγιστική τάφρο Τ1 και στο δίκτυο των χειμάρρων που καταλήγουν στον Παγασητικό Κόλπο, ενώ στις επόμενες αυτοψίες διαπιστώθηκε ότι είχε σχεδόν ολοκληρωθεί ο καθαρισμός των ακτών του Παγασητικού Κόλπου και των χειμάρρων από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Τα νεκρά ψάρια μεταφέρθηκαν είτε σε αδειοδοτημένη εταιρεία διαχείρισής τους είτε για υγειονομική ταφή σε ανενεργό λατομείο». Η κ. Αρτεμιάδου πρόσθεσε ακόμη ότι «το Τμήμα Επιθεώρησης Περιβάλλοντος διερευνά τη σύνδεση του φαινομένου των νεκρών ψαριών με την αποστράγγιση της ανατολικής θεσσαλικής πεδιάδας μετά την κακοκαιρία Daniel τον Σεπτέμβριο του 2023».
Χλωριδική ποικιλότητα και τύποι οικοτόπων της ευρύτερης περιοχής της λίμνης Κάρλας
Ο Μιχάλης Βραχνάκης, καθηγητής στο Τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τόνισε ότι «η χλωριδική ποικιλότητα αποτελεί τη βάση των οικοσυστημικών λειτουργιών», αποσαφηνίζοντας τον ορισμό της και καταδεικνύοντας τη σημασία της για την εύρυθμη λειτουργία των οικοσυστημάτων.
Εν συνεχεία ο κ. Βραχνάκης περιέγραψε τους τύπους οικοτόπων (ΤΟ) κοινοτικού αλλά και ελληνικού ενδιαφέροντος που απαντώνται στις προστατευόμενες περιοχές που υποστηρίζονται από τη Λίμνη Κάρλα και παρουσίασε τα ιδιαίτερα χλωριδικά στοιχεία αυτών. Συμπερασματικά, η περιοχή αναδεικνύει, όπως επισήμανε, «υψηλή και εξέχουσα ποικιλότητα ΤΟ και χλωρίδας, κάτι που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα σε σχέση με τις ανθρώπινες δραστηριότητες», ενώ «απαιτούνται εξειδικευμένες χλωριδικές μελέτες για την κατάσταση διατήρησης των ΤΟ και των χλωριδικών τους στοιχείων».
ΟΔΥΘ: Διαχείριση Υδατικών Πόρων της Θεσσαλίας για ένα καλύτερο μέλλον
Ο Νικόλαος Δέρκας, καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας (ΟΔΥΘ), υπογράμμισε στην εισήγησή του ότι «η διαχείριση του αρδευτικού ύδατος πρέπει να γίνεται με βιώσιμο και ορθολογικό τρόπο (αειφορική διαχείριση), έτσι ώστε και οι επόμενες γενιές να καλύπτουν τις ανάγκες τους μέσα σε περιβάλλον που δεν θα είναι υποβαθμισμένο». Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζουν, όπως είπε, τα αντιπλημμυρικά έργα, ο σχεδιασμός και η διαχείριση των οποίων «πρέπει να γίνεται με ολοκληρωμένη προσέγγιση, συνδυάζοντας έργα ορεινής υδρονομίας, δημιουργία ταμιευτήρων άρδευση και αντιπλημμυρικά έργα στα πεδινά και ζώνες πλημμυρισμού, καθώς και συστηματική μετεωρολογική πρόβλεψη, υδρολογική και υδραυλική ανάλυση, σε συνεργασία με την πολιτική προστασία». Σύμφωνα με τον Ν. Δέρκα, «τα εγγειοβελτιωτικά έργα (αρδευτικά-στραγγιστικά) χαρακτηρίζονται από αστοχίες στο σχεδιασμό και προβληματική διαχείριση (υπερκατανάλωση ύδατος, υπεράντληση, έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, ελλιπή συντήρηση και απαρχαιωμένο εξοπλισμό». Συνεπώς, απαιτούνται, όπως υπογράμμισε, «βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, δημιουργία οργανισμών για την αντιπλημμυρική θωράκιση, αποτελεσματική διαχείριση του αρδευτικού νερού, ανάταξη και εκσυγχρονισμός των υφισταμένων έργων και προγραμματισμός νέων, καθώς και αποτελεσματική τεχνική υποστήριξη των αγροτών».
Όπως εξήγησε ο εισηγητής, ο ΟΔΥΘ διαθέτει μελετητικές και κατασκευαστικές ικανότητες και στοχεύει να αναπτύξει ικανό επιστημονικό επιτελείο με καινοτόμα χαρακτηριστικά για την Ελλάδα». Κατά τον κ. Δέρκα, «η λίμνη Κάρλα έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Θεσσαλία, λόγω του οικο-περιβαλλοντικού και αρδευτικού της ρόλου, αλλά και της αντιπλημμυρικής της αξίας». Ως εκ τούτου, ο ΟΔΥΘ προτίθεται, όπως είπε, να συνομιλήσει με όλους τους φορείς που εμπλέκονται στη διαχείρισή της, καθώς και με τους επιστήμονες που έχουν μελετήσει ή μελετούν την Κάρλα, και να προτείνει τις απαραίτητες δράσεις (υποδομές αλλά και διαχειριστικά έργα) για την προστασία και ανάδειξη του ρόλου της.
Μέτρα διαχείρισης εδαφών για την ενίσχυση της ποιότητας του εδάφους
Ο Ελευθέριος Ευαγγέλου, γεωπόνος, δρ. εδαφολόγος και ερευνητής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «Δήμητρα», επισήμανε ότι «τα εδάφη της αποξηραμένης λίμνης Κάρλας χαρακτηρίζονται από σχετικά υψηλή περιεκτικότητα σε άργιλο, από τη συγκράτηση μεγάλης ποσότητας νερού, ιδίως το χειμώνα, και από αλκαλικό pH. Είναι επιρρεπή στη συμπίεση και στο σχηματισμό κρούστας, ενώ χρειάζονται αποστραγγιστικό δίκτυο για τη γεωργική τους χρήση». Όπως εξήγησε ο κ. Ευαγγέλου, «με την απομάκρυνση των νερών από τα πλυμμηρικά φαινόμενα, τα εδάφη αντιμετώπισαν, μεταξύ άλλων, την άμεση επίπτωση στην εδαφική βιοποικιλότητα, καθώς οι ανοξικές συνθήκες στο εδαφικό προφίλ κατέστρεψαν τους αερόβιους μικροοργανισμούς. Αυτό οδήγησε στην καταστροφή των συσσωματωμάτων του εδάφους, που, υπό το βάρος του νερού, οδήγησε στην αλλαγή της φυσικής κατάστασης του εδάφους και στη συμπίεσή του. Στα κατακλυζόμενα εδάφη επήρθε σημαντική αλλαγή της γονιμότητάς τους, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί αρνητικά συνολικά η ποιότητα του εδάφους».
Προκειμένου η ποιότητα του εδάφους να επανέλθει τουλάχιστον στα προ της πλημμύρας επίπεδα, επιβάλλεται, κατά τον κ. Ευαγγέλου, πέραν της αποκατάστασης του στραγγιστικού δικτύου της περιοχής, η αποκατάσταση της φυσικής, χημικής και βιολογικής τους κατάστασης. Επιπλέον, «η σπορά ψυχανθών για χλωρή λίπανση (καλλιέργεια και ενσωμάτωση στο έδαφος των φυτών στο κατάλληλο στάδιο) θα βοηθήσει», όπως επισήμανε, «στην αποκατάσταση του βιολογικού δυναμικού του εδάφους και θα εμπλουτίσει το έδαφος με οργανικό υλικό, βοηθώντας σημαντικά και στην αποκατάσταση των φυσικών ιδιοτήτων του εδάφους, που πρέπει να βοηθηθούν με τις κατάλληλες αρόσεις, προκειμένου να αποκατασταθεί η δομή του εδάφους και να βοηθηθεί ο αερισμός του». Με δεδομένη την αλλαγή της γονιμότητας των εδαφών μετά τις πλημμύρες, είναι αναγκαία, κατά τον εισηγητή, «η ενδεδειγμένη λίπανση των αγρών έπειτα από κατάλληλη δειγματοληψία εδάφους, ενώ μεγάλη προσοχή χρειάζεται στο χρόνο επέμβασης με τα γεωργικά μηχανήματα στους αγρούς μετά την απομάκρυνση των υδάτων, προκειμένου να αποφευχθεί η συμπίεση των εδαφών». Όπως υπογράμμισε, τέλος, ο κ. Ευαγγέλου, «όλες οι διαχειριστικές πρακτικές που βοηθούν στην αύξηση της οργανικής ουσίας του εδάφους, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης αμειψισποράς, βοηθούν σημαντικά στην αύξηση της εδαφικής βιοποικιλότητας και της ποιότητας του εδάφους».
Εκτατική κτηνοτροφία: Προκλήσεις, προβλήματα, προοπτικές και η αναμενόμενη εκπόνηση των Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης
Ο Ιωάννης Καζόγλου, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τόνισε ότι «η εκτατική κτηνοτροφία αφορά κατά κύριο λόγο την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των αγροτικών ζώων στα λιβαδικά οικοσυστήματα, τους εν γένει βοσκότοπους και τα βοσκόμενα δάση, με τα βόσκοντα ζώα να κινούνται είτε ελεύθερα είτε, συνήθως, υπό την επίβλεψη ποιμένα/βοσκού».
Σε αντίθεση με τα εντατικά ή ημι-εντατικά συστήματα εκτροφής, που αναπτύσσονται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, λόγω στόχευσης σε μεγαλύτερες ποσότητες ζωικών προϊόντων (γάλα και κρέας κυρίως) και λόγω έλλειψης εργατικών χεριών και ποιμένων, η εκτατική κτηνοτροφία είναι, όπως είπε, εκτός από πηγή ποιοτικών προϊόντων, και ένα σημαντικό εργαλείο διαχείρισης των φυσικών ενδιαιτημάτων. Συγκεκριμένα, «μέσω της κατανάλωσης φυτικών ιστών και άλλων επιδράσεων των βοσκόντων ζώων στα φυτά και το έδαφος, η βόσκηση συντηρεί τα ανοιχτά (υψηλής βιοποικιλότητας) λιβαδικά ενδιαιτήματα, αποτρέποντας ή ελέγχοντας την ανάπτυξη ξυλωδών φυτών και τη συσσώρευση ξηρής φυτικής ύλης σε όλους σχεδόν τους τύπους βλάστησης (ειδικά στον υπόροφο των δασών), δρώντας έτσι προληπτικά κατά της εκδήλωσης και εξάπλωσης πυρκαγιών». Σύμφωνα με τον Ι. Καζόγλου, «ο περιβαλλοντικός αυτός ρόλος της βόσκησης αναγνωρίζεται πλέον εμφανώς από τις ευρωπαϊκές πολιτικές για τη γεωργία και το περιβάλλον, ιδιαιτέρως δε στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ)». Μέσω της ΚΑΠ οι κτηνοτρόφοι και γεωργο-κτηνοτρόφοι ενισχύονται για την τήρηση παραδοσιακών και νεότερων πρακτικών, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται κανονική βόσκηση στις χρησιμοποιούμενες από αυτούς βοσκοτοπικές εκτάσεις.
Τα παραπάνω αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε προστατευόμενες περιοχές, όπως αυτή της Κάρλας – Μαυροβουνίου. Σε τέτοιες περιοχές, οι ανθρώπινες δραστηριότητες, του πρωτογενή κυρίως τομέα, καλούνται να συμβάλουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και η βιοποικιλότητα να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία πράσινων θέσεων εργασίας». Σε αυτό το εγχείρημα, η εκτατική κτηνοτροφία μπορεί, όπως υπογράμμισε ο εισηγητής, να συμβάλει τα μέγιστα, όμως «τα προβλήματα του κλάδου τα τελευταία χρόνια –σε συνδυασμό με παγιωμένες αρνητικές νοοτροπίες για τα επαγγέλματα της υπαίθρου στην Ελλάδα– διογκώνονται και περισσότερο αποτρέπουν την παραμονή των επαγγελματιών και την προσέλκυση νέων ανθρώπων σε αυτήν, παρά καθιστούν το επάγγελμα προσφιλές».
Λύσεις ωστόσο υπάρχουν. Μεταξύ αυτών, κυρίαρχη θέση, κατά τον κ. Καζόγλου, έχουν (α) οι προβλέψεις της ΚΑΠ, (β) η χρήση αυτόχθονων φυλών αγροτικών ζώων, και (γ) η εκπόνηση των Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης. Όπως εξήγησε, «οι πρώτες θα πρέπει να γνωστοποιούνται έγκαιρα, ώστε να μπορούν οι κτηνοτρόφοι και γεωργο-κτηνοτρόφοι να προγραμματίσουν τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους για την επόμενη επταετία, η δεύτερη θα πρέπει να γίνει με πιο συστηματικό τρόπο και με ξεκάθαρη στόχευση στη γενετική βελτίωση για την αύξηση των αποδόσεων και η τρίτη για να μπει επιτέλους μια τάξη στην “Περιφέρεια των μόνιμων βοσκοτόπων” της ΚΑΠ, κατά την οποία το πραγματικό βόσκον ζωικό κεφάλαιο κάθε περιοχής (μόνιμο και μετακινούμενο) θα καταγράφεται στα πραγματικά βοσκοτοπικά πολύγωνα που χρησιμοποιεί». Μέσα από αυτά και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τις χρήσεις γης και τα προστετευτέα αντικείμενα, «θα μπορούσαμε π.χ. τα επόμενα χρόνια να δούμε κοπάδι ελληνικών νεροβούβαλων να αξιοποιεί τα υγρολίβαδα της Κάρλας προς όφελος της βιοποικιλότητας και της τοπικής αγροτικής οικονομίας», κατέληξε ο εισηγητής.
Ιχθυολογική ποικιλότητα των εσωτερικών νερών της Θεσσαλίας και της λίμνης Κάρλας: προβλήματα και προοπτικές
Ο Αντώνης Κοκκινάκης, καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αναφέρθηκε στην εισήγησή του στην ιχθυοπανίδα των εσωτερικών νερών, δηλαδή των κυριότερων ποταμών και λιμνών της Θεσσαλίας, και στο καθεστώς προστασίας για τα είδη των ψαριών που βρίσκονται στην περιοχή, σύμφωνα με τον Κανονισμό της ΕΕ για τους Οικοτόπους (92/43/EEC), τη Σύμβαση της Βέρνης, τον «Κόκκινο Κατάλογο» της IUCN για τα απειλούμενα σπονδυλωτά και το Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο για τα ψάρια του γλυκού νερού. Περιέγραψε, επίσης, στις απειλές που αντιμετωπίζει η ιχθυοπανίδα και τις απαιτούμενες γενικές στρατηγικές διαχείρισης για την προστασία της.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην ιχθυοπανίδα της λίμνης Κάρλας και στα κυριότερα προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει, καθώς και στους κινδύνους που έχουν ανακύψει τα τελευταία χρόνια, αλλά και λόγω των εξελίξεων του περασμένου καλοκαιριού, τόσο για το φυσικό περιβάλλον της λίμνης όσο και για το ευρύτερο υδάτινο οικοσύστημα.
«Η γνώση της περιβαλλοντικής κατάστασης και της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών νερών, όπως τα ποτάμια και οι λίμνες, αποτελεί», όπως επισήμανε ο κ. Κοκκινάκης, «βασική παράμετρο για την προστασία της βιοποικιλότητας αλλά και της υγείας αυτών των οικοσυστημάτων, με στόχο την ορθολογική διαχείριση και διατήρησή τους».
Το οικοσύστημα της περιοχής της Κάρλας, η διαχείρισή του ως σήμερα και οι μελλοντικές προοπτικές
Ο Δημήτριος Μιχαλάκης, δασολόγος MSc και προϊστάμενος της Μονάδας Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Θεσσαλίας του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), αναφέρθηκε στην εισήγησή του στη δράση του Οργανισμού, σημειώνοντας ότι «ο ΟΦΥΠΕΚΑ διαχειρίζεται το σύνολο των προστατευόμενων περιοχών του Ευρωπαϊκού Δικτύου NATURA 2000 στην Ελλάδα μέσω των 24 Μονάδων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΜΔΠΠ). Συντονίζει δράσεις, έργα και διαδικασίες που αφορούν την εφαρμογή της πολιτικής που χαράσσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τη διαχείριση των περιοχών αυτών, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, την προώθηση και υλοποίηση δράσεων αειφόρου ανάπτυξης και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής».
Όπως εξήγησε ο κ. Μιχαλάκης, οι αρμοδιότητες της Μονάδας Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Θεσσαλίας περιλαμβάνουν «την παρακολούθηση της κατάστασης ειδών και οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος (χερσαία θηλαστικά, ορνιθοπανίδα, ιχθυοπανίδα, δασικά οικοσυστήματα κ.ά.), τον σχεδιασμό και την υλοποίηση διαχειριστικών δράσεων για τη βελτίωση της κατάστασης διατήρησης ειδών και οικοτόπων, την εισήγηση γνωμοδοτήσεων στη δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων έργων και δραστηριοτήτων στη χωρική αρμοδιότητά της, τη διενέργεια ελέγχων για παραβάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και την περιβαλλοντική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση κατοίκων και επισκεπτών των περιοχών αρμοδιότητάς της».
Όσον αφορά ειδικότερα την παρακολούθηση της εξέλιξης του πλημμυρικού φαινομένου Daniel στην περιοχή της λεκάνης της Κάρλας (επιπτώσεις σε είδη και οικοτόπους κοινοτικού ενδιαφέροντος) χρησιμοποιήθηκαν, όπως επισήμανε ο εισηγητής, δορυφορικές εικόνες του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δορυφόρων Sentinel-1 και σύγχρονα μέσα τηλεπισκόπησης (drone).
Διαχείριση της βιοποικιλότητας της Κάρλας και των οικοσυστημάτων της Ανατολικής Θεσσαλίας
Ο Θανάσης Σφουγγάρης, καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Διαχείρισης Οικοσυστημάτων και Βιοποικιλότητας στο Τμήμα Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, επισήμανε ότι «η περιοχή της λίμνης Κάρλας, μαζί με τα αγροτικά οικοσυστήματα που βρίσκονται γύρω από αυτή και τα φυσικά οικοσυστήματα της γειτονικής περιοχής του Μαυροβουνίου και του Β. Πηλίου αποτελούν ένα ενιαίο λειτουργικό σύστημα, τα μέρη του οποίου αλληλεπιδρούν μεταξύ τους».
Στο πλαίσιο αυτό, «η βιοποικιλότητα συνδέεται και εξαρτάται», όπως επισήμανε, «και από τα τρία αυτά μέρη: Το σύστημα αυτό φιλοξενεί πολύ σημαντική ζωική ποικιλότητα, ειδικότερα ορνιθοπανίδα, μέρος της οποίας στηρίζεται στο οικοσύστημα της λίμνης και της παραλίμνιας ζώνης, ενώ ένα άλλο μέρος χρησιμοποιεί τα αγροτικά οικοσυστήματα της ευρύτερης περιοχής. Τέλος, υπάρχει ένα σημαντικό μέρος της βιοποικιλότητας που στηρίζει την αναπαραγωγή του στις γειτονικές ορεινές και ημιορεινές περιοχές, ενώ διατρέφεται γύρω από το οικοσύστημα της Κάρλας». Όπως είπε ο εισηγητής, «πολλά σημαντικά είδη φιλοξενούνται στο οικοσύστημα της Κάρλας και στην ευρύτερη περιοχή, όπως αργυροπελεκάνοι, ροδοπελεκάνοι, φοινικόπτερα, μαυροπελαργοί, αγροτικά πουλιά, θαλασσαετοί, άλλα αρπακτικά, αλλά και βίδρες, τσακάλια λύκοι κ.ά.».
Ο Θ. Σφουγγάρης ανέφερε ακόμη ότι «το οικοσύστημα αυτό βρίσκεται σε μια σχετικά καλή κατάσταση, αλλά απειλείται από σειρά παραγόντων και δραστηριοτήτων. Μερικές από αυτές είναι η μακροχρόνια χρήση γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων και άλλες εντατικές γεωργικές πρακτικές, η αυξομείωση της στάθμης του ταμιευτήρα, η γενικότερη διαχείριση του νερού, ορισμένες χρήσεις γης κ.ά.». Η ευημερία της τοπικής κοινωνίας, παραγωγών και κατοίκων, περνάει, όπως υποστήριξε κλείνοντας ο εισηγητής, «μέσα από τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, λόγω των σημαντικών οικοσυστημικών υπηρεσιών που παράγει το οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής, ορισμένες από τις οποίες μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη ήπιου τουρισμού, και τη στήριξη της γεωργικής παραγωγής από τη βιοποικιλότητα (επικονιαστές, κιρκινέζι, αρπακτικά είδη των καλλιεργειών)».
Εδαφική βιοποικιλότητα: Επιπτώσεις πλημμυρών
Ο δρ. Χρίστος Τσαντήλας, τέως Διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «Δήμητρα» υπογράμμισε στην εισήγηση του, σε συνεργασία με τον δρ. Σταμάτη Σταματιάδη, διευθυντή του Κέντρου ΓΑΙΑ του Εθνικού Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, ότι «στο έδαφος διαβιεί το 1/4 των ζωντανών οργανισμών του πλανήτη, μεγάλος αριθμός ειδών που παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων που υποστηρίζονται από το έδαφος, όπως η φυτική και ζωϊκή παραγωγή, η ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων, η ρύθμιση της κυκλοφορίας, της ποσότητας και ποιότητας του νερού και των αερίων του θερμοκηπίου, η αναψυχή και ο πολιτισμός».
Πληθώρα τέτοιων οργανισμών, στους οποίους βασίζεται η ζωή στον πλανήτη, αντιμετωπίζει, όπως τόνισε ο εισηγητής, «πολλές απειλές προερχόμενες από τη μη ορθολογική διαχείριση του εδάφους, που οδηγεί σε μείωση της οργανικής ουσίας, σε διάβρωση, ρύπανση, συμπίεση, σε αλλαγή χρήσης και στεγανοποίηση, στην κλιματική αλλαγή, τις πυρκαγιές και την ερημοποίηση». Ο Χ. Τσαντήλας προειδοποίησε ότι «στην Ελλάδα οι κίνδυνοι της εδαφικής βιοποικιλότητας είναι εκτεταμένοι», υπογραμμίζοντας ότι «οι πλημμύρες που πρόσφατα συνέβησαν στη Θεσσαλία και ιδιαίτερα στην περιοχή της Κάρλας προκάλεσαν σημαντική απώλεια της εδαφικής βιοποικιλότητας, η οποία πρέπει να αποκατασταθεί, προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα του εδάφους και να ανακτηθούν οι λειτουργίες του».
Οι παρουσιάσεις των συμμετεχόντων/ουσών της εκδήλωσης εδώ
Ακολουθήστε το myvolos.net στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
