Του Πάνου Σκοτινιώτη *
Θα ξεκινήσουμε από πέντε παραδοχές:
Η πρώτη παραδοχή είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. δεν μπόρεσε, στα δυόμισι αυτά χρόνια, να εκπληρώσει την εντολή που του έδωσε στις εκλογές του 2019 το μάλλον αναπάντεχο 31,5% του εκλογικού σώματος. Ποια ήταν η εντολή αυτή; Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας το βράδυ των εκλογών, ήταν η «εντολή μετασχηματισμού με γοργά βήματα, από ένα κόμμα με τεράστια αναντιστοιχία μελών και ψηφοφόρων, σε μια μεγάλη παράταξη, σε ένα σύγχρονο και μαζικό, αριστερό, προοδευτικό κίνημα». Το ότι ο μετασχηματισμός αυτός έμεινε στο επίπεδο των διακηρύξεων προκύπτει και από τη δημοσκοπική καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., αφού η συσπείρωσή του βρίσκεται στο 63,9% («Εκλογικές Τάσεις #9 – Νοέμβριος 2021», https://poulantzas.gr). Φαίνεται πως η ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει ακόμη συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι, μετά την κυβερνητική του θητεία, η «αντισυστημική» δεξαμενή έχει στερέψει οριστικά για τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Κατά συνέπεια, για να παραμείνει δύναμη με κυβερνητική προοπτική, χρειάζεται από εκφραστής μιας αντιμνημονιακής συμμαχίας να μετεξελιχθεί σε φορέα μιας νέας συμμαχίας που θα «γέρνει» κεντροαριστερά και θα θέτει εκποδών κάθε ανορθολογική δοξασία. Η μετεξέλιξη αυτή είναι ανάγκη να συνυφανθεί και με νέα πρόσωπα, που θα πείθουν όχι μόνο για την πολιτική τους ικανότητα αλλά και για τη διαχειριστική τους επάρκεια.
Η δεύτερη παραδοχή είναι ότι το Κίνημα Αλλαγής (το αποκαλούμε με τη θεσμική του ονομασία, αφού τυπικά δεν έχει μετονομαστεί) όχι μόνον άντεξε στη μεγάλη πίεση που δέχθηκε από δεξιά και από αριστερά, αλλά και δείχνει ανοδική τάση. Η τάση αυτή μένει να επιβεβαιωθεί όταν υποχωρήσει η συγκίνηση από τον αδόκητο θάνατο της Φ. Γεννηματά και κατακαθίσει ο πολιτικός θόρυβος από τις εσωκομματικές κάλπες. Η μαζική, πάντως, συμμετοχή στις εκλογές για την ανάδειξη του νέου προέδρου έδειξε ότι ένα κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο τμήμα του εκλογικού σώματος προσβλέπει σε ενδυνάμωση του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου, τόσο επειδή το κεντρώο μακιγιάζ της κυβέρνησης δεν μπορεί πλέον να κρύψει το δεξιό συντηρητικό της πρόσωπο όσο και επειδή ο πολιτικός μετεωρισμός του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. τον έχει οδηγήσει σε ένα αμήχανο μοντέλο καταγγελτικής, κατά βάση, αντιπολίτευσης. Καλό είναι, βεβαίως, να μη λησμονείται ότι οι ανεδαφικές προσδοκίες υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγήσουν και σε μεγάλες απογοητεύσεις.
Η τρίτη παραδοχή, όπως συνάγεται από τις δηλώσεις αυτή την περίοδο του θριαμβευτή της εκλογικής διαδικασίας, Νίκου Ανδρουλάκη, θέλει το Κίνημα Αλλαγής όχι ένα ασπόνδυλο κεντρώο κόμμα, αλλά ένα κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας – της Κεντροαριστεράς, σύμφωνα με τη δική μας πολιτική παράδοση.
Η τέταρτη παραδοχή είναι ότι ένα κόμμα της Κεντροαριστεράς αποτελεί εξ ορισμού δύναμη διακυβέρνησης – όχι όμως «παντός καιρού». Ενα συνεπές στις σοσιαλδημοκρατικές του ιδέες κόμμα της Κεντροαριστεράς αποτελεί δύναμη διακυβέρνησης αντίπαλη προς τη Δεξιά/Κεντροδεξιά και ευρύτερα προς τη συντηρητική παράταξη – εννοείται ότι αναφερόμαστε σε μη έκτακτες συνθήκες.
Η πέμπτη παραδοχή είναι ότι κάθε σκέψη για ολοκληρωτική εκπροσώπηση της προοδευτικής παράταξης από ένα κόμμα θα πρέπει να αποκλειστεί. Γιατί, και υπό τις καλύτερες ακόμη δυνατές προϋποθέσεις, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ούτε φυσικά το Κίνημα Αλλαγής μπορούν να προσδοκούν, στο ορατό τουλάχιστον μέλλον, σε αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Τι κάνουμε;
Τούτων δεδομένων, η πολιτική κυριαρχία της Ν.Δ. και του Κυρ. Μητσοτάκη μπορεί να αμφισβητηθεί μόνον αν τα δύο κόμματα μπορέσουν να συνδιαμορφώσουν πειστική εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Και αναφερόμαστε στα δύο κόμματα, όχι μόνον επειδή και τα δύο αυτοτοποθετούνται στην προοδευτική παράταξη? αλλά και γιατί σε αρκετό βαθμό αλληλοεπικαλύπτονται, γι’ αυτό εξάλλου και εν πολλοίς λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Με βάση την κομματική πραγματικότητα της παρούσας Βουλής, εκτιμούμε πως δεν υπάρχει άλλο κόμμα που έχει θέση σε ένα τέτοιο εγχείρημα – άλλως κινδυνεύει να υπονομευτεί η σοβαρότητα και η αξιοπιστία του εγχειρήματος.
Είναι, όμως, ρεαλιστική η προοπτική μιας εναλλακτικής προοδευτικής διακυβέρνησης; – ναι, αυτής της κατασυκοφαντημένης προοδευτικής διακυβέρνησης. Δύσκολο μεν, εφικτό δε. Πιστεύουμε, πάντως, ότι είναι η μόνη προοπτική που μπορεί να αναγεννήσει πραγματικά την προοδευτική παράταξη και να της επιτρέψει να ανακτήσει την πολιτική ηγεμονία. Ορος εκ των ων ουκ άνευ είναι να γιατρευτούν, κατά το δυνατόν, οι πληγές του πρόσφατου παρελθόντος – είμαι από εκείνους που έχουν τραυματικές εμπειρίες, αλλά στην πολιτική πρέπει να βλέπει κανείς τη μεγάλη εικόνα. Για την επούλωση των πληγών απαιτούνται θαρραλέα «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης» – και η πρωτοβουλία για αυτά ανήκει πρωτίστως στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Οχι μόνον γιατί είναι η μεγαλύτερη δύναμη, αλλά και γιατί «ο τρώσας και ιάσεται».
Η προοπτική συνεργασίας των δύο κομμάτων δεν σημαίνει κατάργηση της πολιτικής τους αυτονομίας – αντιθέτως, την προϋποθέτει. Κυρίως προϋποθέτει την προγραμματική σύγκλιση, με άξονα μία σύγχρονη εθνική στρατηγική για την Ελλάδα στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον και στη νέα εποχή της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης. Αν ο Α. Τσίπρας και ο Ν. Ανδρουλάκης κάνουν αυτή την επιλογή, δεν έχουν παρά να ανασκουμπωθούν για το χτίσιμο της κεντροαριστερής «πολυκατοικίας» – πολιτικοί μηχανικοί, εξάλλου, είναι και οι δύο? με το κάθε κόμμα να συμβάλλει σε αυτό από τη θέση του στον πολιτικό άξονα Δεξιάς – Αριστεράς και με τη μεταξύ τους σχέση να μορφοποιείται, κάθε φορά, μέσα από τον ανταγωνισμό και τη συνεργασία, αφού τα «χιλιοστά» προφανώς και δεν θα είναι παγιωμένα.
Χρειάζεται χρόνος
Αντιλαμβανόμαστε πως αυτά δεν μπορούν να γίνουν από τη μία ημέρα στην άλλη. Είναι λογικό, άλλωστε, οι προτεραιότητες του νέου προέδρου του Κινήματος Αλλαγής να είναι άλλες: πρωταρχικά, να διατηρήσει τη δυναμική ανόδου που έχει αναπτυχθεί – και χρειάζεται χρόνο για να αναδείξει τα χαρακτηριστικά της ηγεσίας του, να προσδιορίσει τις κοινωνικές αναφορές του κόμματός του, να ξετυλίξει το πολιτικό του σχέδιο και να επιβεβαιώσει τη σοσιαλδημοκρατική ιδεολογική του πλαισίωση. Θα προσθέταμε, και για να αποδείξει τις αντοχές του απέναντι στο πολύπλευρο πρεσάρισμα του φιλοκυβερνητικού οικονομικού και μιντιακού συστήματος για μια «comme il faut» αντιπολίτευση, καθώς και του υστερικού μετώπου των «αρνητών της Αριστεράς», που αποτελεί μετάλλαξη του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Οσο για τον Α. Τσίπρα, το επόμενο διάστημα, ενόψει του Συνεδρίου αλλά και της πίεσης από τις εξελίξεις στο Κίνημα Αλλαγής, φαίνεται πως θα είναι κρίσιμο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. δεν μπορεί να συνεχίσει να πατάει σε δύο βάρκες. Αν θέλει να αποτελέσει βασική συνιστώσα μιας νέας κυβερνητικής πλειοψηφίας, εκτιμούμε ότι είναι υποχρεωμένος να προχωρήσει σε τομές στην πολιτική του φυσιογνωμία, αποβάλλοντας τα λαϊκιστικά και αναχρονιστικά της στοιχεία.
Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να ζυμώνεται από τώρα και η προοπτική της «επόμενης μέρας», έστω και αν προκαλεί αντιδράσεις από όσους προτάσσουν την κομματική περιχαράκωση ή μένουν όμηροι του παρελθόντος ή δέσμιοι αγκυλώσεων και ιδεοληψιών. Θεωρούμε, πάντως, ότι η προσδοκώμενη ανάταξη της προοδευτικής παράταξης δεν θα είναι υπόθεση μόνο των δύο κομμάτων. Χρειάζεται τη συμβολή και άλλων συλλογικοτήτων, που κινούνται στον χώρο της προοδευτικής παράταξης. Χρειάζεται, ακόμη, να μπουν μπροστά πρόσωπα αυξημένου κύρους από τον χώρο της επιστήμης, των επιχειρήσεων, του συνδικαλισμού, της αυτοδιοίκησης, του πολιτισμού. Αλλά και να ξεπηδήσουν πρωτοβουλίες μέσα από την κοινωνία, σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
* Ο κ. Πάνος Σκοτινιώτης είναι νομικός, με θητεία στο Κοινοβούλιο και στην Αυτοδιοίκηση.
Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ