Του Θανάση Σφουγγάρη *
Η ελληνική εκπαίδευση, παρά τις όποιες καλοπροαίρετες προσπάθειες των λειτουργών της ή αυτών που παίρνουν αποφάσεις για το μέλλον της, παρουσιάζει ακόμη σε όλα τα επίπεδά της χρόνια προβλήματα και στρεβλώσεις, με σοβαρές επιπτώσεις για το μέλλον της νεολαίας και της κοινωνίας.
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι το επίπεδο του Γυμνασίου και Λυκείου τα τελευταία χρόνια είναι χαμηλό σε σχέση με το εξατάξιο Γυμνάσιο του παρελθόντος. Παραπέρα, ο αλόγιστος πολλαπλασιασμός των Ακαδημαϊκών Τμημάτων σε κάθε κωμόπολη της ελληνικής περιφέρειας για την ικανοποίηση τοπικών απαιτήσεων (της αμφισβητούμενης ενίσχυσης της τοπικής οικονομίας από ενοίκια και διατροφή φοιτητών), που δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη για μόρφωση περισσότερων Ελλήνων, ούτε στην παραγωγή επαγγελματιών, εξειδικευμένων επιστημόνων και ανθρώπων της παραγωγής, οδήγησε μοιραία σε υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών στα Πανεπιστήμια. Για παράδειγμα, η χώρα γέμισε με Τμήματα Γεωπονικά, «Γεωπονοειδή», Διοίκησης Επιχειρήσεων και άλλα τμήματα, και ας μην υπήρξε καμία σοβαρή μελέτη σκοπιμότητας, ούτε κάποιο λογικό επιχείρημα γι’ αυτή την καταλυτική παρέμβαση. Μία ακόμη από τις παρενέργειες αυτών των χωρίς σοβαρό σχεδιασμό ενεργειών ήταν η εξίσωση προς τα κάτω ιστορικών Τμημάτων υψηλού επιπέδου, π.χ. του ΕΜΠ, με ομότιτλα Τμήματα της περιφέρειας που αδυνατούν να παρέχουν ισάξια εκπαίδευση λόγω ελλειμματικών υποδομών και υποστελέχωσης, αλλά με δυνατότητα μετεγγραφής φοιτητών τους που εισήχθηκαν με 7.000 μόρια σε Τμήματα του Ε.Μ.Π. με βάση εισαγωγής 18.000 μόρια. Αυτό δεν είναι αναβάθμιση του Πανεπιστημίου!
Όλες αυτές οι καταστροφικές παρεμβάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μαζί με διαχρονικές «ρυθμίσεις» του χώρου της επαγγελματικής και μεταλυκειακής εκπαίδευσης, οδηγούν στην παραγωγή στρατιών πτυχιούχων που σπούδασαν συγκεκριμένη επιστήμη και που δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν το αντίστοιχο επάγγελμα σε αυτή τη μικρή χώρα, οπότε μοιραία ένα ποσοστό αυτών μεταναστεύουν σε άλλες χώρες (Αγγλία, Γερμανία, κ.ά.). Δηλαδή, οι χώρες αυτές δεν διέθεταν σοφούς διαμορφωτές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έκαναν λάθος που δεν παρήγαγαν στρατιές άνεργων πτυχιούχων? Η Ελλάδα στο πεδίο αυτό δυστυχώς πρωτοτύπησε με θλιβερό τρόπο. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται με την αθρόα ίδρυση Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών και την αντίστοιχη παραγωγή πληθώρας εξειδικευμένων αποφοίτων χωρίς συναφή επαγγελματική προοπτική.
Όμως, ο προσανατολισμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απλά προς αριθμητικά αυξημένη παραγωγή πτυχιούχων, η προσμέτρηση των οποίων θα αυξήσει το ποσοστό πτυχιούχων στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού ώστε να πλησιάσουμε το 45% της Ευρώπης είναι επικίνδυνος, γιατί αυτό περνάει τεχνητά και υποκριτικά μέσα από τη σκόπιμη υποβάθμιση του επιπέδου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αύξηση θέσεων στα πανεπιστήμια, χωρίς βελτίωση της δυνατότητας των υποδομών ή αύξηση του προσωπικού τους. Ένα τέτοιο σύστημα δεν παράγει μορφωμένους Έλληνες, παράγει αμόρφωτους, ανεκπαίδευτους πτυχιούχους, υποψηφίους ανέργους. Η χειρότερη δε επίπτωση αυτού του πειράματος είναι ότι το αποτύπωμά του εισπράττεται με τη μορφή ανεργίας από τα νέα παιδιά – πτυχιούχους αρκετά (5-6) χρόνια αργότερα, όταν οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί του είναι «απασχολημένοι» με άλλα «projects», ενώ αυτά τα νέα παιδιά παλεύουν για επιβίωση σε άσχετους επαγγελματικούς χώρους.
Βεβαιότατα οι νέοι μας πρέπει να μορφωθούν και τα ποσοστά των Ελλήνων πτυχιούχων επί του συνολικού πληθυσμού μπορούν να φτάσουν και να ξεπεράσουν τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Αλλά πώς; όχι με υποβάθμιση του δημόσιου Λυκείου και του δημόσιου Πανεπιστημίου. Υπάρχουν καλύτερες λύσεις.
Πρώτα, το Γυμνάσιο και το Λύκειο πρέπει να αναβαθμιστούν γενναία. Έχουμε άξιους εκπαιδευτικούς που μπορούν να υλοποιήσουν αυτό το στόχο. Αυτό που χρειάζεται είναι γενναίες αποφάσεις και αγνόηση του «πολιτικού κόστους». Δεν νοείται ποιοτικό Γυμνάσιο και Λύκειο που λειτουργεί ως εξαετές σεμινάριο, όπου όλοι θα πάρουν το πιστοποιητικό, με μόνη προϋπόθεση τη φυσική παρουσία τους στην τάξη (και με δυνατότητα γενναίου ποσοστού «δικαιολογημένων» απουσιών), άσχετα από κόπο, προσπάθεια και επιδόσεις. Αυτό είναι υποβάθμιση και απαξίωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επιπλέον, άνωθεν οδηγίες για προβιβασμό στην επόμενη τάξη όλων, «θέσπιση χαλάρωσης» των κανόνων της ελληνικής γραμματικής και άλλες στρεβλώσεις, μοιραία οδηγούν σε υψηλό ποσοστό αγράμματων αποφοίτων Λυκείου, που το επίπεδό τους δεν είναι συμβατό με το αναγκαίο επίπεδο νεοεισερχόμενων στο δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Πέρα από συναισθηματισμούς, που όλοι διαθέτουμε, αναδύεται το αμείλικτο ερώτημα: μήπως ο αριθμός των τεχνητά και υποκριτικά παραγομένων σήμερα αποφοίτων Λυκείου είναι υπερβολικά ψηλός;
Μετά, όταν όλοι αυτοί οι απόφοιτοι αποκτήσουν την ιδιότητα του φοιτητή ύστερα από μία πανελλαδική διαδικασία και με βάση γραπτές επιδόσεις του 2-3 στα 20 πριν την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) ή 7-8 στα 20 με την ΕΒΕ, αναμένεται η αναβάθμιση του επιπέδου σπουδών στο Πανεπιστήμιο ή η υποβάθμισή του για να μπορέσουν να αποκτήσουν και πτυχίο αυτοί οι πρώην απόφοιτοι Λυκείου; Είναι μήπως για πανηγυρισμούς η εισαγωγή φοιτητών με επίδοση 7 ή 8 στα 20;
Υπενθυμίζεται εδώ η μακροχρόνια δυσαρμονία μεταξύ της δηλωμένης δυνατότητας των Πανεπιστημίων με βάση τις υποδομές και το προσωπικό τους να εκπαιδεύσουν αξιοπρεπώς συγκεκριμένο αριθμό φοιτητών και του πολύ ψηλότερου αριθμού των εισακτέων που καθορίζει πάντα το Υπουργείο Παιδείας, άλλοτε με άμεσο και άλλοτε με έμμεσο τρόπο.
Σχετικά με τη μόρφωση των νέων και το ποσοστό πτυχιούχων στο συνολικό πληθυσμό, πρέπει επιτέλους να ξεκαθαριστεί ότι τα δημόσια Πανεπιστήμια και μορφώνουν και εκπαιδεύουν επαγγελματίες. Η Ιατρική παράγει επαγγελματίες γιατρούς για συγκεκριμένο επάγγελμα/λειτούργημα/αποστολή. Αντίστοιχα και πολλά άλλα Τμήματα (Κτηνιατρική, Πολιτικών Μηχανικών, Γεωπονική κ.ά.). Αυτοί όλοι οι πτυχιούχοι καλούνται να εφαρμόσουν την επιστήμη που διδάχτηκαν σε διάφορους τομείς της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Αυτοί δεν μπήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο μόνο για να μορφωθούν. Αυτή η άποψη είναι επικίνδυνη απλούστευση ή ακριβέστερα σκόπιμη και επικίνδυνη παραπλάνηση/εμπαιγμός των νέων και όλης της κοινωνίας.
Το ελληνικό Πανεπιστήμιο μπορεί να μορφώσει όλους ή όσους Έλληνες το επιθυμούν. Πώς; ας οργανωθεί ένα νέο πανεπιστήμιο για δωρεάν σπουδές, στα πρότυπα του ΕΑΠ ή ας αξιοποιηθεί το ΕΑΠ ή και συμπληρωματικά ας δημιουργηθούν παράλληλα προγράμματα στα υπόλοιπα Πανεπιστήμια, με βάση και τις εξ αποστάσεως μεθοδολογίες και τεχνολογίες. Θα μπορούν να γίνουν δεκτοί σ’ αυτό όσοι το επιθυμούν, με απλή εγγραφή, χωρίς εξετάσεις ή κλήρωση, επιλέγοντας έναν κλάδο, όπως “Θετικές επιστήμες”, “Κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες”, «Οικονομικά-επιχειρηματικότητα”, “Καλές Τέχνες” ή άλλο. Ας ονομαστεί αυτό “Κοινωνικό Πανεπιστήμιο” και το πτυχίο του «Κοινωνικό Πτυχίο”, ακολουθώντας τις ίδιες διαδικασίες με τα συμβατικά προγράμματα σπουδών, αλλά να οριστεί εξ αρχής ότι αυτό το πτυχίο δεν θα αποτελεί βάση για την απόκτηση/άσκηση επαγγελματικών δικαιωμάτων, τα οποία θα συνδέονται αποκλειστικά με τα άλλα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων. Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρχει και η δυνατότητα για παρακολούθηση μεμονωμένων μαθημάτων ή μέρους των προγραμμάτων σπουδών με αντίστοιχες βεβαιώσεις, ώστε να μορφωθούν ή να εκπαιδευτούν όσοι πολίτες ή επαγγελματίες το επιθυμούν.
Τέλος, είναι προφανές ότι η παρούσα δομή της εκπαίδευσης όπως διαμορφώθηκε σχετικά πρόσφατα δεν περιλαμβάνει την τεχνική εκπαίδευση που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Πέρα από το θέμα των αντίστοιχων σπουδών, αυτό το έλλειμα έχει αντίκτυπο στην παραγωγική διαδικασία και την ανάπτυξη πολλών τομέων. Είχαμε αξιόλογη τεχνική εκπαίδευση στο παρελθόν, αλλά αυτή εξαφανίστηκε από τον εκπαιδευτικό χάρτη μέσα από την «αναβάθμισή» της προς άλλες κατευθύνσεις. Μέσα από αυτή θα έπρεπε να μπορεί ο τεχνίτης, ο αγρότης, ο ηλεκτρολόγος, κ.λπ. να επιμορφώνεται συνεχώς στον τομέα του (π.χ. στη Γεωργία Ακριβείας, τις νέες καλλιέργειες κ.λπ.). Τα τελευταία χρόνια, με επίκεντρο την τεχνική εκπαίδευση, παρατηρείται ένα συνεχές ράβε-ξήλωνε, που μέχρι τώρα δεν έχει πείσει την ελληνική κοινωνία ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Μένει να αποδειχτεί.
Ένα είναι σίγουρο, ότι αυτό που απαιτεί η ελληνική οικογένεια και κοινωνία για την εκπαίδευση από τους ηγήτορες και διαμορφωτές της είναι τόλμη, ανιδιοτέλεια και ανάληψη προσωπικού κόστους. Υπάρχουν αυτά;
* Ο Θανάσης Σφουγγάρης είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και πρώην Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Προσωπικού