*Του Δημήτρη Χορταργιά
Προέδρου ΕΣΗΕΘΣΤΕ-Ε
Συνταγματικότητα και συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και το ενωσιακό δίκαιο της υπέρ του Ενιαίου Δημοσιογραφικού Οργανισμού Επικουρικής Ασφάλισης και Περίθαλψης (Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π.) εργοδοτικής εισφοράς 2% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων αμιγώς Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας.
Αυτό αναφέρει το σκεπτικό της απόφασης του Σ.τ.Ε. 2482-2487/2020 του επταμελούς Α’ Τμήματος, με πρόεδρο την κ. Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρο του ΣτΕ και εισηγητή τον κ. Β. Ανδρουλάκη, Πάρεδρο του ΣτΕ.
Η ιστορική ομολογουμένως απόφαση του ΣτΕ δεν διασώζει μόνο τα επικουρικά Ταμεία των ΜΜΕ, δικαιώνει και όλους αυτούς που καλοβλέπουν την επέκταση του εν λόγω ασφαλιστικού συστήματος και σε άλλους κλάδους, καθώς όσοι γνωρίζουν το συγκεκριμένο σύστημα ασφαλιστικής χρηματοδότησης, εξαπλώνεται στην Ευρώπη.
Σε τίτλους, το σκεπτικό της ιστορικής απόφασης, έχει ως εξής:
- Ο Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. ενεργεί κατά νόμον ως φορέας επικουρικής ασφαλίσεως και παροχής υγειονομικής και νοσοκομειακής περιθάλψεως
- Ο λόγος θεσπίσεως της ένδικης πρόσθετης εργοδοτικής εισφοράς εν όψει της άμεσης και επιτακτικής ανάγκης χρηματοδοτήσεως του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. (ν.π.ι.δ.) ως αυτοτελούς φορέα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, ανάγκης που κατέστη ακόμα πιο επιτακτική μετά την κατάργηση του αγγελιόσημου
- Ο καθορισμός του συντελεστή της ένδικης εργοδοτικής εισφοράς σε ποσοστό 2% δεν παραβιάζει, και δη προδήλως, την αρχή της αναλογικότητας
- Έχει χαρακτήρα εργοδοτικής εισφοράς και δεν είναι φόρος · τούτο διότι, πέραν του ότι χαρακτηρίζεται ρητώς στο νόμο ως εργοδοτική εισφορά, επιβάλλεται υπέρ του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. σε όλες τις επιχειρήσεις – εργοδότες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, στον οποίο απασχολούνται πρόσωπα ασφαλισμένα στον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π
- Η επιλογή των ακαθάριστων εσόδων από αμιγή δραστηριότητα επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας ως βάση υπολογισμού της εισφοράς αποτελεί πρόσφορο κριτήριο, που υποδηλώνει το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας της βαρυνόμενης επιχείρησης – εργοδότη
- Ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τη θέσπιση εισφοράς για τους σκοπούς της κοινωνικής ασφαλίσεως και δεν δεσμεύεται από την αρχή της ισότητας και την αρχή της μη διάκρισης
- Το ποσοστό 2% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών κάθε βαρυνόμενης επιχειρήσεως, δεν αποτελεί εν όψει του επιδιωκόμενου με τη θέσπιση της ένδικης εισφοράς σκοπού δημοσίου συμφέροντος (διατήρηση της βιωσιμότητας του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π.) προδήλως υπέρμετρη επιβάρυνση των ως άνω επιχειρήσεων.
- Δεν παραβιάζονται τα άρθρα που κατοχυρώνουν την ελευθερία συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας και προστατεύουν την περιουσία. Επίσης, δεν παραβιάζεται η ισότητα μεταξύ των επιχειρήσεων που βαρύνονται και με την καταβολή της εισφοράς 2% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών και των υπόλοιπων εργοδοτών που βαρύνονται μόνο και τις κοινές ασφαλιστικές εισφορές που υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων.
Στα ειδικότερα θέματα που εξετάζει το σκεπτικό της απόφασης, είναι άκρως ενδιαφέρουσα η κρίση των Ανωτάτων Δικαστών που αναφέρει: «…κρίθηκε ότι με την επιβολή της εργοδοτικής εισφοράς 2% δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας α) μεταξύ των επιχειρήσεων που απασχολούν λίγους εργαζομένους και έχουν μεγάλο κύκλο εργασιών και εκείνων που έχουν πολλούς εργαζομένους αλλά μικρό κύκλο εργασιών. Άλλωστε, οι επιχειρήσεις που απασχολούν πολλούς εργαζομένους και έχουν μικρό ετήσιο κύκλο εργασιών μπορεί καταβάλλουν μικρή εργοδοτική εισφορά 2%, ωστόσο συμμετέχουν στη χρηματοδότηση του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. (και των Τ.Ε.Α.Σ. και Ε.Τ.Α.Σ.) με αυξημένες εισφορές επί των αποδοχών και β) μεταξύ των βαρυνόμενων επιχειρήσεων και των λοιπών εργοδοτών οι οποίοι καταβάλλουν μόνο τις προβλεπόμενες υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. και του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. εισφορές του ν. 4387/2016, ενώ οι βαρυνόμενες με την ένδικη εισφορά επιχειρήσεις πέραν των υπολογιζόμενων επί των αποδοχών των εργαζομένων εισφορών, οφείλουν να καταβάλλουν και την ένδικη εισφορά».
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε όσα ειδικότερα θέματα του άρθρου 24 του ν. 4498/2017 έχουν προσφύγει οι εργοδοτικές οργανώσεις (και είναι αρκετά) έχουν απορριφθεί από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας.
Δείγμα για το πόσο άριστα αντιμετωπίστηκε από όλους του νομικούς των Ενώσεων εργαζομένων στα ΜΜΕ το συγκεκριμένο δικαστήριο, αλλά και κατά πόσο θωρακισμένος ήταν ο νόμος, που επέβαλλε το ποσοστό του 2% επί του τζίρου των επιχειρήσεων.
Επίσης να υπενθυμίσω τη σοβαρή εργασία (παρατηρήσεις, διαβουλεύσεις κ.λπ.) που υπήρξε κατά τη διάρκεια συγγραφής του νόμου το 2017, από τις Διοικήσεις ΕΔΟΕΑΠ, ΕΤΑΣ και ΤΕΑΣ, όσο και από τις Ενώσεις Συντακτών (ΕΣΗΕΑ, ΕΣΗΕΜΘ, ΕΣΗΕΠΗΝ, ΕΣΗΕΘΣΤΕ-Ε και ΕΣΠΗΤ) και την ΠΟΕΣΥ, αλλά και τις άλλες Ομοσπονδίες και Ενώσεις εργαζομένων στο χώρο των ΜΜΕ.
Και εδώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε να αναφέρουμε τον προσωπικό αγώνα του τέως Υφυπουργού Εργασίας κ. Τάσου Πετρόπουλου, στον οποίο ανατέθηκε να διαχειριστεί την υπόθεση της διακοπής του αγγελιοσήμου, αλλά και την οργάνωση εκ βάθρων ενός συστήματος για τη διάσωση ων επικουρικών Ταμείων των ΜΜΕ.
Ο ίδιος δικαιώνεται από την απόφαση του ΣτΕ, παρά τη χλεύη που εισέπραξε από ορισμένους. Αλλά όλα αυτά είναι μέρος της καταγραφόμενης ιστορίας…
Κλείνοντας θα επαναλάβω ότι ανέφερα μεταξύ άλλων στη εσωτερική ενημέρωση προς τα μέλη της ΕΣΗΘΣΤΕ-Ε, με την ανακοίνωση της απόφασης:
«Σίγουρα ο πόρος του 2% δεν μπορεί να αντικαταστήσει το αγγελιόσημο και όσοι το πιστεύουν αυτό, είναι βαθιά νυχτωμένοι. Είναι όμως ένα έσοδο που θα βοηθήσει τα επικουρικά μας ταμεία να χαράξουν νέο προγραμματισμό στο μέλλον. Γιατί με το 2% υπάρχει μέλλον. Χωρίς αυτό γκρεμίζεται με μιας ο πυλώνας ασφάλισης των ΜΜΕ στη χώρα. Επιβάλλεται λοιπόν, να βρισκόμαστε σε συνεχή επαγρύπνηση».