Του Βασίλη Μεταξά, γραμματέα της Τ.Ε. Μαγνησίας του ΚΚΕ
Στο σοβαρότατο ζήτημα της καύσης σκουπιδιών στην ΑΓΕΤ, το ΚΚΕ στέκεται από την αρχή με υπευθυνότητα. Ζυγιάζοντας λόγια, παραθέτοντας επιχειρήματα, ακούγοντας τους επιστήμονες και κυρίως βάζοντας όλες του τις δυνάμεις στην ανάπτυξη αγώνων, για να σταματήσει το έγκλημα σε βάρος της ζωής και υγείας των Βολιωτών.
Απέναντι στον λαό του Βόλου έχει αναπτυχθεί εξαρχής ένας ευρύς προπαγανδιστικός μηχανισμός με τακτικισμούς και λαϊκίστικα πέρα-δώθε αλλά με σαφή κατεύθυνση και πορεία. Να αποδεχτούν όλοι την καρκινογόνα καύση, όρος απαραίτητος για να προχωρήσει απρόσκοπτα η κερδοφορία από αυτήν και, γενικότερα, από την «αγορά» πλέον των απορριμμάτων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτός ο μηχανισμός, λειτούργησε σε «πλήρη ανάπτυξη» πρώτα και κύρια μέσα στο εργοστάσιο και τους εργάτες. Δηλαδή, εκεί που παράγεται το κέρδος και σε αυτούς που το παράγουν.
Η κοινή πλεύση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, της περιφερειακής αρχής Θεσσαλίας, της δημοτικής αρχής Βόλου, πραγματικά «βγάζει μάτι». Αποκαλύπτεται ιδιαίτερα, με το παράδειγμα της ΑΓΕΤ, πως όταν τα πράγματα είναι κρίσιμα για το κεφάλαιο και τη διασφάλιση της κερδοφορίας του, τότε όλοι στέκονται «σούζα» και ο καθένας συμβάλλει με βάση τις ιδιαίτερες ικανότητες και …ταλέντα του στον παραπάνω κοινό σκοπό. Άλλος με το ταλέντο του μαστίγιου, άλλος με τον βόθρο του, άλλος με τη σφραγίδα του εκπροσώπου των εργαζομένων, του «αριστερού» κτλ.
Το τελευταίο διάστημα στο ζήτημα της ΑΓΕΤ γίνεται συστηματική προσπάθεια να καλλιεργηθεί μνήμη χρυσόψαρου στον κόσμο. Ως προς αυτό, είναι χαρακτηριστική η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, που προσπαθεί να σβήσει τη δική του συμμετοχή στο έγκλημα ως κυβέρνηση και με φραστικές ακροβασίες να διαχέει στην ατμόσφαιρα ότι δήθεν είναι ενάντια στην καύση. Θυμίζουμε ότι οι αδειοδοτήσεις που έδωσε απλόχερα στην ΑΓΕΤ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η επέκταση αδειοδότησης στο λιμάνι της για να μπορεί να εισάγει σκουπίδια προς καύση κτλ., δεν ήταν κάποια μνημονιακή υποχρέωση, όπως αρέσκονται να λένε τα στελέχη του, για να δικαιολογήσουν την αντιλαϊκή πολιτική που εφάρμοσαν. Όσο και να προσπαθούν να κρυφτούν, δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη στρατηγική γραμμή τους, αυτή της στήριξης των μονοπωλιακών ομίλων. Έτσι, η πρόσφατη …επείγουσα (sic!) επιστολή του βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Μεϊκόπουλου προς τον υπουργό Περιβάλλοντος Κ. Χατζηδάκη, κυριολεκτικά εγκαλεί την κυβέρνηση που δεν μπορεί να πείσει (!) τους Βολιώτες για την κατασκευή του εργοστασίου SRF, δίνοντας ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο τα διαπιστευτήριά του προς τους επιχειρηματικούς ομίλους ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο αποτελεσματικός στο να «πείθει» για αντιλαϊκά μέτρα και πολιτικές.
Ένα νέο επιχείρημα που προβάλλεται, είναι η αντιπαραβολή της καύσης, άρα, και των εργοστασίων παραγωγής SRF προς την απαράδεκτη και αναχρονιστική κατάσταση με τις χωματερές. Μάλιστα, όσοι αντιτίθενται στην καύση ονομάζονται αυθαίρετα υπερασπιστές της χωματερής, ότι εναντιώνονται στην πρόοδο, την εξέλιξη της επιστήμης και τεχνολογίας κ.ο.κ. Πρόκειται για τεράστια διαστρέβλωση με στοχεύσεις. Η απάντηση, ασφαλώς είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Δεν μπαίνουμε στο δίλημμα αν θα επιλέξουμε τη μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα ή τη μόλυνση της ατμόσφαιρας. Λύσεις υπάρχουν, όπως η ανακύκλωση, η διαλογή στην πηγή κ.ο.κ. Τι δεν υπάρχει; Δεν υπάρχει το απαραίτητο ποσοστό κέρδους ώστε να «επενδύσει» ο κάθε επιχειρηματίας σε μια τέτοια λύση και να τον στηρίξουν το κράτος και η Ε.Ε. Και όπου έγινε κάτι τέτοιο, τελικά αποδείχτηκε κατ’ όνομα ανακύκλωση ή zerowaste μέθοδος και κατ’ ουσία ένα νέο πεδίο κερδοφορίας. Και τούτο γιατί, όπως όλα τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή και την υγεία του λαού στον καπιταλισμό, τα πάντα αντιμετωπίζονται με τη λογική «κόστους-οφέλους». Όπως η κατάσταση στα Νοσοκομεία ειδικά τώρα με τον κορονοϊό, όπως η υγιεινή και ασφάλεια στα σχολεία, στους χώρους δουλειάς κ.ο.κ.
Άλλο επιχείρημα. Οι θιασώτες της καύσης προσπαθούν από την αρχή να καθησυχάσουν τους Βολιώτες παίζοντας το χαρτί της νομιμότητας των ρύπων και των διεξοδικών ελέγχων. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που με επιστημονικό μανδύα και με την επίκληση αυτών των ελέγχων κατηγορούν όσους – δηλαδή σχεδόν όλη την πόλη – αντιλαμβάνονται στην αναπνοή τους, στον βήχα και το άσθμα των παιδιών τους, στην ίδια την ατμόσφαιρα ότι κάτι δεν πάει καλά. Προφανώς, οι έλεγχοι γίνονται και δεν πρόκειται για κάποια συνωμοσία. Το ζήτημα είναι ότι οι έλεγχοι και οι «νόμιμοι» ρύποι, δηλαδή αυτοί που γίνεται προσπάθεια να εντοπιστούν, αποτελούν ένα μόνο τμήμα των ρύπων και των χημικών στοιχείων που κυκλοφορούν στον αέρα. Ποιο τμήμα; Εκείνο που οριοθετείται όχι με βάση επιστημονικά κριτήρια, αλλά με βάση ένα μίνιμουμ «ανεκτών» αποβλήτων, που όμως θα ανταποκρίνεται πρώτα και κύρια στη δυνατότητα της εταιρείας να κάνει τη δουλειά της και να βγάζει κέρδος, πάλι στη λογική κόστους – οφέλους. Έτσι, δεκάδες θανατηφόρα στοιχεία είναι εκτός ελέγχων, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Ή τα όρια μπορούν να ανέβουν σε μια νύχτα, κάτι που έγινε όταν τετραπλασιάστηκε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο του ολικού οργανικού άνθρακα (TOC) στα καυσαέρια των τσιμεντοκλιβάνων από 10 mg/m3 σε 40mg/m3 και του του SO2 από 50 mg/m3 σε 200 mg/m3! Αυτό όμως δε σημαίνει ότι σε μια νύχτα ο ανθρώπινος οργανισμός …μεταλλάχθηκε και έγινε πιο ανθεκτικός.
Τα παραπάνω είναι τρανταχτά παραδείγματα για να γίνει κατανοητό ότι δεν μπορεί να υπάρχει ο οποιοσδήποτε συμβιβασμός ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και το κέρδος. Όποιος παλεύει να μπει «ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη», αποδέχεται δηλαδή τα κέρδη και παζαρεύει τη θέση τους, καταλήγει να πατάει τον άνθρωπο με την μπότα των κερδών. Το δίλημμα είναι ή ανθρώπινη ζωή ή κέρδος. Και τα δύο δεν γίνεται.
Το τελευταίο έχει επίσης μεγάλη σημασία στον αγώνα για να σταματήσει το έγκλημα στην πόλη και κυρίως στο ερώτημα πώς θα το καταφέρουμε. Ιδιαίτερα τελευταία που εμφανίζονται δήθεν νέες «λύσεις» με τον μανδύα των πιο «δυναμικών» ή «μαχητικών» μορφών πάλης, που μάλιστα τις φέρνουν σε αντιπαράθεση προς το οργανωμένο μαζικό κίνημα, πατώντας και πάνω στην απαξίωση των σωματείων και φορέων, που έχουν καταφέρει με τη μακροχρόνια διαβρωτική δουλειά τους οι γνωστοί εργατοπατέρες και εργοδοτικοί συνδικαλιστές. Πίσω, όμως, από την αποθέωση της μιας ή της άλλης μορφής πάλης, μπαίνει σε δεύτερη μοίρα το ουσιαστικότερο, τι κίνημα υπάρχει για να επιλέξει τη μια ή την άλλη μορφή. Γιατί, για να μπορέσουμε να καταφέρουμε τέτοια πίεση απέναντι σ’ έναν αντίπαλο που περιλαμβάνει μονοπωλιακούς ομίλους, κυβερνήσεις, περιφέρεια, δήμο, εργοδοτικά σωματεία και τους διάφορους μηχανισμούς του συστήματος, απαιτείται ένα κίνημα που θα είναι μαζικό και μαζί χειραφετημένο, ισχυρό, που γνωρίζει καλά ενάντια σε ποιον στρέφει τα βέλη του. Δεν φτάνει μόνο ο αριθμός και, σίγουρα, δεν φτάνει μόνο η πιο οξυμένη μορφή.
Και απευθυνόμαστε στους συμμετέχοντες στις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις στην πόλη, στους χιλιάδες διαδηλωτές, που η συμμετοχή τους στο δρόμο είναι τεράστια παρακαταθήκη, ιδιαίτερα σε συνθήκες υποχώρησης των αγώνων. Ήταν ένα σημαντικό βήμα, που όμως πρέπει να συνεχιστεί. Γιατί, μετά τις κινητοποιήσεις οι υπεύθυνοι για το έγκλημα δεν «πλήρωσαν» γι’ αυτό. Έτσι, η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, οι δημοτικές και περιφερειακές τους παρατάξεις βγήκαν αλώβητες, διατήρησαν τις ίδιες θέσεις-κλειδιά για να συνεχίσουν το έγκλημα. Και δεν μιλάμε μόνο για την ψήφο, αλλά το να πάρει μαζικά ο λαϊκός κόσμος διαζύγιο από την επιρροή της λογικής που προβάλλουν αυτά τα κόμματα, πως όλοι μας πρέπει να κάνουμε θυσίες προκειμένου να διαιωνίζεται αυτό το σύστημα της εκμετάλλευσης και αδικίας.
Και οι διάφορες ομάδες που πλειοδοτούν στις πιο «οξυμένες» και βίαιες μορφές πάλης έχουν μερίδιο ευθύνης. Όταν έβγαζαν και συνεχίζουν να βγάζουν λάδι τον ΣΥΡΙΖΑ στηρίζοντας την «αριστερά», που «όπως και να το κάνουμε είναι καλύτερη από τη δεξιά», επιχείρημα που καταρρίφθηκε και στο θέμα της ΑΓΕΤ. Όταν εξωραΐζουν τη στρατηγική της Ε.Ε., την «πράσινη ανάπτυξη». Όταν μιλάνε για καλύτερους ελέγχους πατώντας τη φάκα της «συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών», δηλαδή να κάτσει ο κόσμος να γίνει τοποτηρητής της νομιμότητας των επιχειρηματικών ομίλων και όχι να παλεύει να την αλλάξει. Κτλ. κτλ.
Όποιος αναδεικνύει αυτά τα ζητήματα κατηγορείται για «κομματισμό» και ότι «πολιτικοποιεί» τα πράγματα, κάτι που ευνοεί κύρια εκείνους οι οποίοι θέλουν να κρυφτούν και να κρατήσουν τις θέσεις-κλειδιά, έτσι ώστε να συνεχίσουν απρόσκοπτα να εφαρμόζουν την πολιτική τους. Έχουμε, όμως, μπει σε νέα φάση, γενικότερα με τη νέα καπιταλιστική κρίση, αλλά και ειδικότερα με τις νέες εξελίξεις στο ζήτημα της ΑΓΕΤ (νόμος της ΝΔ, εργοστάσιο παραγωγής SRF κτλ.). Σε τέτοιες συνθήκες, είναι ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη να συνδυάζεται ο αγώνας με την πολιτική διαπάλη, τα συμπεράσματα και την πείρα, ώστε οι ίδιοι οι αγωνιστές, δηλαδή οι λαϊκές οικογένειες του Βόλου, να δυναμώνουν, να κερδίζουν τα εφόδια για να μπορούν να προχωράνε μπροστά. Το ΚΚΕ και σε αυτή τη μάχη θα δώσει ξανά όλες του τις δυνάμεις.