Του Νίκου Σιαμάκη
Δικηγόρου
Τον Οκτώβριο του 2015 ψηφίστηκε και δημοσιεύθηκε ο νόμος 4337/2015 με στόχο να αντιμετωπιστεί για άλλη μια φορά τη φοροδιαφυγή αλλά και την ποινική αντιμετώπιση των φορολογουμένων που δεν καταβάλλουν τα χρέη τους στο δημόσιο.
Ο νόμος αυτός είχε ως στόχο να εξορθολογήσει τις ποινικές δίκες που εκκρεμούσαν σε βάρος φορολογουμένων για μη καταβολή πάσης φύσεως χρεών στο δημόσιο αλλά και μη καταβολή ΦΠΑ. Ταυτόχρονα ευελπιστούσε να ρυθμίσει το διοικητικό ποινολόγιο σε περίπτωση νέων εντοπισμένων φορολογικών παραβάσεων.
Μετά από 6 μήνες εφαρμογής μπορούμε να πούμε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τελικά ο συγκεκριμένος νόμος νομιμοποίησε με τον πλέον… επίσημο τρόπο τη φοροδιαφυγή και δημιούργησε σοβαρά και τεκμηριωμένα αντικίνητρα ώστε να μην πληρώσει κάποιος τα χρέη του προς το δημόσιο.
Τα πρώτο μεγάλο «παράθυρο’ νομιμοποίησης της φοροδιαφυγής στο συγκεκριμένο νόμο εντοπίζεται στο άρθρο 3 το οποίο τροποποίησε διατάξεις του νόμου 4174/2013 και πρόσθεσε κάποια άρθρα.
Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο εάν ο οποιοσδήποτε φορολογούμενος βρει οποιονδήποτε τρόπο να μην εκδώσει φορολογικό παραστατικό και να μην αποδώσει ούτε ΦΠΑ αλλά ούτε και φόρο εισοδήματος στο δημόσιο, τότε στην απίθανη περίπτωση που ο ελεγκτικός μηχανισμός τον εντοπίσει, θα καταβάλει ως πρόστιμο το 50% αυτού του ποσού που θα έπρεπε να πληρώσει ως φόρο ή φπα εάν τελικώς εξέδιδε το παραστατικό. Οπότε το σκεπτικό του φορολογουμένου έχει ως εξής: Εάν εκδοθεί ένα παραστατικό 1000 ευρώ θα πρέπει να πληρωθεί φπα 230 ευρώ και φόρος εισοδήματος 260 ευρώ. Εάν δεν εκδοθεί και εντοπιστεί η παράβαση θα κληθεί να πληρώσει 115 και 130 ευρώ αντίστοιχα.
Με αυτό το σκεπτικό οι πιθανότητες να εντοπίσουν κάποιον που φοροδιαφεύγει σε συνδυασμό με το ποσό που θα κληθεί να καταβάλει εάν τον εντοπίσουν είναι αντιστρόφως ανάλογες από το κίνητρό του ή τη βούλησή του τελικώς να εκδώσει το παραστατικό. Εάν αντιληφθεί κανείς ότι πίσω από την έκδοση ενός παραστατικού υπάρχει και άλλη φορολογητέα ύλη εκτός από το φόρο εισοδήματος και το ΦΠΑ τότε το αντικίνητρο έκδοσης γίνεται πλέον πεποίθηση.
Εάν όμως ο συγκεκριμένος νόμος έμενε μόνο σε αυτή τη ρύθμιση τότε ίσως μετά από 6 μήνες σήμερα να βλέπαμε αν όχι βελτίωση, τουλάχιστον μια στασιμότητα. Το προηγούμενο «παράθυρο» στο νόμο μένει «ορθάνοιχτο» τελικά σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του ιδίου νόμου που επανακαθορίζει τις ποινικές κυρώσεις όλων όσων φοροδιέφευγαν αλλά και όλους όσους σκοπεύουν να φοροδιαφύγουν.
Έτσι εάν κάποιος δεν είχε αποδώσει ΦΠΑ 40.000 ευρώ ή φόρο εισοδήματος κλπ 80.000 ευρώ για οποιονδήποτε λόγο μέχρι πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού απειλούνταν με ποινικό δικαστήριο που ισοδυναμούσε με βαρύτατες ποινές, οι οποίες ακόμη και εξαγοράσιμες ισοδυναμούσαν με το οφειλόμενο ποσό.
Με τον συγκεκριμένο νόμο η παρούσα διοίκηση αθώωσε αναδρομικά όλους όσους χρωστούσαν τα ανωτέρω ποσά και μάλιστα έθεσε στο αρχείο ακόμη και καταδικαστικές (μη αμετάκλητες) αποφάσεις φοροδιαφυγής ή μη καταβολής ΦΠΑ για τα συγκεκριμένα ως άνω ποσά.
Γνωρίζοντας λοιπόν οι ενδιαφερόμενοι ότι πλέον δεν κινδυνεύουν από ποινικό δικαστήριο, δεν είχαν πλέον το κίνητρο να ενταχθούν ή να διατηρήσουν μια ρύθμιση αποπληρωμής. Έτσι, το ποσό των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του δημοσίου θα διογκώνονταν και μη υπάρχουσας άλλης περιουσίας το δημόσιο απλώς θα είχε λαμβάνειν ένα ποσό, εν τοις πράγμασι μη εισπράξιμο.
Με βάση τα ανωτέρω δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα ο συγκεκριμένος φορολογούμενος να μην εκδίδει παραστατικά και για το μέλλον (μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος αθωώθηκε αναδρομικά για παλαιότερα χρέη του) αφού το κόστος για αυτόν σε περίπτωση που τον εντοπίσουν θα είναι σαφώς μικρότερο από αυτό που θα υποστεί εκδίδοντας το παραστατικό.
Επιπλέον, ο ίδιος γνωρίζει ότι τα όρια της ποινικής δίωξης για φοροδιαφυγή ανέρχονται πλέον στις 50.000. 100.000 και 150.000 και 200.000 αντίστοιχα για συγκεκριμένα αδικήματα και έτσι θα μπορεί να υπολογίσει τι ακριβώς ποσά μπορεί να φοροδιαφύγει στο μέλλον χωρίς ποινικές συνέπειες. Άλλωστε, σύμφωνα με το νόμο σε αυτές τις περιπτώσεις κανείς εισαγγελέας δεν θα μπορεί μετά την αθώωση του κατηγορουμένου να επιστρέψει με νέα δίωξη για τα ίδια χρέη σε βάρος του ιδίου οφειλέτη.
Βέβαια στη χώρα μας παρατηρούμε το νομοθέτη να βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση αναφορικά με τον τρόπο χειρισμού του συγκεκριμένου ζητήματος. Τα προηγούμενα χρόνια και ιδίως από το 2011 και εντεύθεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο τα Μονομελή Πλημμελειοδικεία να μετατρέπονται σε φοροδικεία αφού δεν δίκαζαν άλλες υποθέσεις παρά μόνο υποθέσεις φοροδιαφυγής. Σήμερα παρατηρείται το ακριβώς αντίθετο φαινόμενο, δηλαδή τα πινάκια των ιδίων δικαστηρίων να μένουν χωρίς υποθέσεις αφού τα περισσότερα έχουν ήδη αποσυρθεί πριν εισαχθούν σε δίκη και τα υπόλοιπα αποσύρονται με αθωωτική απόφαση πανηγυρικά στα ακροατήρια.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συγκεκριμένος νόμος δεν αφήνει περιθώρια σκέψης και επιλογών για συμμόρφωση με τις φορολογικές υποχρεώσεις, αφού τα αντικίνητρα για σύννομη συμπεριφορά είναι περισσότερα από τις συνέπειες μιας εντοπισμένης παράβασης.