Γράφει ο Κώστας Αγοραστός,
Πρόεδρος της Ενωσης Περιφερειών Ελλάδας,
Περιφερειάρχης Θεσσαλίας
Η Ελλάδα μπήκε σε πρόγραμμα και στο συμπληρωματικό Μνημόνιο τον Μάιο του 2010, με στόχο να βγει από αυτό το 2013. Στα τέλη του 2014 – οπότε ακόμα ήμασταν σε πρόγραμμα – σημειώθηκε η μεγάλη πολιτική ανατροπή και ύστερα από την περιπέτεια του πρώτου εξαμήνου του 2015 εγκλωβιστήκαμε σε ένα τρίτο πρόγραμμα με το συμπληρωματικό Μνημόνιο το οποίο θα διαρκέσει ως τον Αύγουστο του 2018. Σήμερα αναπτύσσεται η δημόσια συζήτηση γύρω από το εάν χρειάζεται παράταση του τρίτου δανειακού προγράμματος και του συμπληρωματικού Μνημονίου ή θα πάμε στο τέταρτο μέσα από τη δέσμευση για εξαιρετικά υψηλό πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για μερικά χρόνια μετά το 2018.
Θεωρώ ότι έχουμε εγκλωβιστεί σε μια μνημονιακή μετρολογία η οποία πολλές φορές μας εμποδίζει να δούμε τη συνολική εικόνα της οικονομίας. Το βασικό πρόβλημα, το οποίο έγινε ιδιαίτερα φανερό το 2015 και το 2016, είναι ότι εφαρμόζουμε τα Μνημόνια με έναν τρόπο που υπονομεύουν τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, ενώ θα έπρεπε να στηριχθούμε σε αυτόν για να επιτύχουμε τους υποχρεωτικούς δημοσιονομικούς στόχους σε σχετικά καλές οικονομικές συνθήκες και με λιγότερες σοβαρές κοινωνικές παρενέργειες.
Το τεράστιο κοινωνικό κόστος των ελληνικών Μνημονίων και η παράτασή τους πολύ πέρα από τον αρχικό σχεδιασμό έχουν σχέση με βασικά λάθη και παραλείψεις στην επεξεργασία και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής.
Το πρώτο λάθος είναι το πέρασμα σχεδόν του συνόλου των βαρών της αναγκαστικής προσαρμογής στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και στα νοικοκυριά μέσω της υπερφορολόγησης. Οι ειδικοί μάς προειδοποιούν ότι το μείγμα πολιτικής που αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό 2017 έχει υφεσιακό χαρακτήρα και μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην πραγματοποίηση των εκτιμήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017, με ρυθμό 2,5%-3%.
Το δεύτερο βασικό λάθος είναι ότι παίρνουμε μέτρα για τη βελτίωση του μακροοικονομικού πλαισίου αλλά δεν προχωράμε στην επεξεργασία και εφαρμογή συγκεκριμένων κλαδικών πολιτικών. Ετσι παρατηρείται το φαινόμενο να έχουμε υπερβολικά μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και να μη γίνεται τίποτα για να βελτιωθεί συνολικά η προοπτική του κλάδου στον οποίο λειτουργούν. Αντίθετα, οι περισσότερες επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με αύξηση της φορολογίας, αύξηση του μη μισθολογικού κόστους, αύξηση του ενεργειακού κόστους, αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, εάν υποθέσουμε ότι είναι σε θέση να εξασφαλίσουν τραπεζική χρηματοδότηση. Με τον τρόπο αυτό πηγαίνουν χαμένες οι θυσίες των εργαζομένων, οδηγούνται πολλές επιχειρήσεις σε αδιέξοδο και δημιουργούνται αναπόφευκτα μεγάλες κοινωνικές εντάσεις.
Ενα τρίτο ζήτημα που στέκεται εμπόδιο στην επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε φάση σταθερής και δυναμικής ανάπτυξης είναι η επεξεργασία και η εφαρμογή πολιτικών που δεν έχουν σχέση με τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας.
Τέταρτον, παρά το γεγονός ότι η κρίση έβγαλε από τον οικονομικό χάρτη το 35%-40% των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα και οδήγησε στην απώλεια περίπου 1 εκατ. θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, δεν γίνεται τίποτα για να οργανωθεί η δεύτερη ευκαιρία για εκείνους οι οποίοι οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο εξαιτίας της κρίσης.
Σύμφωνα με τις αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, 60% των δανείων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι «κόκκινα». Από τα «κόκκινα» δάνεια, το 80% οφείλεται στις συνθήκες που δημιούργησε η κρίση και το 20% σε απαράδεκτες ή και δόλιες διαχειριστικές ενέργειες των δανειοληπτών. Σε μία χώρα όπου το 80% όσων βρέθηκαν σε επιχειρηματικό αδιέξοδο είναι θύματα της κρίσης, η οργάνωση της δεύτερης ευκαιρίας αποκτά τεράστια σημασία. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να διαγράψουμε από το οικονομικό, επιχειρηματικό δυναμικό της χώρας τα θύματα της κρίσης που εξακολουθούν να έχουν επαγγελματικές και επιχειρηματικές δυνατότητες.
Χρειάζονται, λοιπόν, ρηξικέλευθες αποφάσεις, καλά επεξεργασμένες πολιτικές, θαρραλέες πρωτοβουλίες για να ξεφύγουμε από τη μετρολογία των Μνημονίων και να εστιάσουμε στην ενίσχυση της παραγωγής, αυτό που πραγματικά χρειάζεται σήμερα η πατρίδα μας.