Γράφει ο Πάνος Τρ. Σκοτινιώτης*
Νομικός, πρώην Νομάρχης Μαγνησίας
πρώην Δήμαρχος Βόλου
Η αναζήτηση του προγραμματικού περιεχομένου, της πολιτικής κατεύθυνσης και της ιδεολογικής ταυτότητας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, στην Ελλάδα παίρνει πολλές φορές διχαστικά χαρακτηριστικά. Και κατά τις πάγιες παραδόσεις του χώρου της ευρύτερης Αριστεράς, συνοδεύεται από αυθαίρετες γενικεύσεις και δίκες προθέσεων. Έτσι, όσοι προκρίνουν την αριστερή της στροφή, λογίζεται ότι επιζητούν συλλήβδην την αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ. Και όσοι υποστηρίζουν ότι η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να στραφεί προς το πολιτικό κέντρο, θεωρείται πως κλείνουν, επίσης συλλήβδην, το μάτι στον Μητσοτάκη. Οι αντιπαραθέσεις, κυρίως στον θαυμαστό κόσμο τωνsocialmedia, θυμίζουν σε πολλές περιπτώσεις τις Δευτέρες των σχολικών μας χρόνων. Μόνο που τότε είχαμε να κάνουμε με αθώες, εφηβικές συγκρούσεις για τα αποτελέσματα των κυριακάτικων ματς. Ενώ τώρα, με την τύχη μιας ιστορικής παράταξης, που πληγώνεται καθημερινά.
Προφανώς δεν κομίζω (από τον Βόλο) γλαύκα ες Αθήνας, αν ισχυριστώ ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η οποία κατέκτησε την πολιτική ηγεμονία σε συνθήκες κυριαρχίας του εθνικού κράτους, αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει με έκδηλη αμηχανία τις καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Και ότι δεν μπόρεσε να διατυπώσει ένα ολοκληρωμένο πολιτικό σχέδιο για τον ριζικό, οιονεί ομοσπονδιακό μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με απώτερο στόχο τη δημιουργία των προϋποθέσεων για παγκόσμια προοδευτική διακυβέρνηση. Έτσι, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία παραδέρνει ανάμεσα στην αδυναμία της να διατυπώσει μια πειστική πρόταση για τη χαλιναγώγηση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, και στην ουτοπία της εφαρμογής πολιτικών που ήταν συμβατές με το εθνικό κράτος.
Μέχρι να διαμορφώσει την υπερεθνική της ταυτότητα και να κατακτήσει τον υπερεθνικό της ρόλο, η κάθε εθνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας μοιραία θα κινείται αποκλειστικά με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε εθνικού κράτους και τις πολιτικές προτεραιότητες που αυτά καθορίζουν. Άλλοτε επιτυχημένα, άλλοτε όχι. Διότι μπορεί μεν να υπάρχουν σαφώς κοινά προβλήματα που διαπερνούν όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, δεν είναι όμως ίδιο το κυρίαρχο διακύβευμα σε κάθε επιμέρους χώρα, και συνεπώς δεν είναι ίδιο ούτε το πολιτικό πρόταγμα ούτε και το κριτήριο της ψήφου. Σε πολλές περιπτώσεις καθοριστικό ρόλο μπορεί να παίξουν και διάφορες συγκυρίες, αλλά και ο νόμος των «αθέλητων συνεπειών». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, μέσα σε τέσσερις μόλις μέρες, και ο Μακρόν, με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα, καθίσταται κυρίαρχος στη Γαλλία, αλλά και ο Κόρμπιν ξαναζωντανεύει και θέτει σε τροχιά εξουσίας ένα ιστορικό κόμμα, παρότι πολλοί θεώρησαν πως η ανάδειξή του στη ηγεσία των Εργατικών ισοδυναμούσε με ληξιαρχική πράξη πολιτικού θανάτου του κόμματος. Και το σημαντικότερο ίσως, είναι ότι και οι δύο κερδίζουν την ψήφο των νέων.
Η πραγματικότητα χρειάζεται πιο σύνθετα εργαλεία για την ερμηνεία της και δεν επιτρέπει απλουστεύσεις και μηχανιστικές μεταφορές. Για παράδειγμα, όσοι καταλογίζουν στην ηγεσία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ότι λοξοκοιτάζει προς τα αριστερά, δύσκολα θα μπορούσαν να αποδώσουν την εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, η οποία ξεκίνησε το 2012 και συνεχίστηκε το 2015, σε κάποια αριστερή στροφή της τότε ηγεσίας του. Αυτό, τελικά, που φαίνεται πως δεν περνάει από το μυαλό όσων στη χώρα μας πιάνουν με ευκολία τα χαρακώματα, είναι ότι (και) η Ελλάδα χρειάζεται επιτέλους ένα ανοιχτό, θεσμικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, χωρίς σκληρούς μηχανισμούς και επετηρίδες, όχι ετεροπροσδιοριζόμενο, αλλά με πολιτική αυτονομία και σεβασμό στις διαφορετικές τάσεις που θα καλύπτουν όλο το φάσμα της ευρύτερης Προοδευτικής Παράταξης. Και που, ανάλογα με την εποχή, τις ανάγκες της και κυρίως τη βούληση των μελών του, θα μπορεί στην ηγεσία του να έχει είτε τον «Κόρμπιν» είτε τον «Μακρόν», χωρίς αυτό να σημαίνει διχασμό και διάσπαση. Άλλωστε, σε μια εποχή όπου όλες οι σταθερές κλονίζονται, δεν υπάρχει χώρος για αυτάρεσκες βεβαιότητες.
Βεβαίως σε μια χώρα που το κεντρικό της, ίσως, πρόβλημα είναι οι αδύναμοι θεσμοί, μόνο εύκολη δεν είναι μια τέτοια υπέρβαση. Αλλά, ας μην γελιόμαστε, το πρόβλημα πρωτίστως έχει να κάνει με τη μεγάλη εκλογική συρρίκνωση του χώρου και με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Όχι πως δεν υπάρχουν πολιτικές και προγραμματικές διαφορές, σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις ενδεχομένως και θεμελιακές. Ωστόσο οι διαφορές αυτές δεν είναι απαγορευτικές για τη συνύπαρξη στον ίδιο κομματικό φορέα, όταν μάλιστα πρόκειται για έναν χώρο που προωθεί τη στρατηγική της εθνικής συνεννόησης και της κυβέρνησης ευρύτερης συνεργασίας. Συνήθως η επίκληση αγεφύρωτων πολιτικών και προγραμματικών διαφορών αποτελεί το προκάλυμμα προσωπικών στρατηγικών και αντιτιθέμενων επιδιώξεων.
*Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (15.6.2017)