Tου Πάνου Τρ. Σκοτινιώτη
Τελικά τι ήταν το συλλαλητήριο; Εθνικιστικό, πατριωτικό, αντικυβερνητικό, αντισυστημικό, αντιπολιτικό;
Ήταν απ’ όλα. «Μακεδονική σαλάτα».
Κατά βάση, όμως, ήταν ένα συλλαλητήριο καθαρά δεξιάς κοπής. Που παραπέμπει, όμως, όχι στην μεταπολιτευτική Ν.Δ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή και στο δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν», που οδήγησε στην ένταξη της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ. Αλλά στην προ αιώνος φοβική, εσωστρεφή συνθηματολογία για «μικράν, αλλ’ έντιμον Ελλάδα» της αντι-Βενιζελικής παράταξης. Αυτό φυσικά και δεν σημαίνει πως όσοι συμμετείχαν στο συλλαλητήριο ήταν ή αισθάνονταν δεξιοί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος αναδείχθηκε στην ηγεσία της Ν.Δ. με κεντροδεξιά φιλελεύθερη ατζέντα, δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο να ρυμουλκηθούν, ο ίδιος και η ιστορική παράταξη που εκπροσωπεί, πίσω από ακραίες, εθνικολαϊκιστικές δυνάμεις. Η ηγετική εμφάνιση στην «πλατεία» του Αντώνη Σαμαρά «της Πολιτικής Άνοιξης και των Ζαππείων» αποτελεί ηχηρό μήνυμα. Οι κινήσεις του αρχηγού της Ν.Δ. το επόμενο διάστημα θα δείξουν αν θα μπορέσει να καναλιζάρει τη δυναμική που έχει δημιουργηθεί, ή αν θα ενσωματωθεί και ο ίδιος στο δεξιόστροφο εθνικολαϊκιστικό ρεύμα. Θα εξαρτηθεί και από το πώς θα αντιδράσουν οι αντίρροπες δυνάμεις μέσα στο κόμμα του.
Το συλλαλητήριο απέδειξε, για μια ακόμη φορά, ότι τα ταυτοτικά προβλήματα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα σε μια χώρα στην οποία παραμένουν διαρκώς ζωντανά τα αρχαϊκά στερεότυπα και η ψυχολογία του διαρκώς προδομένου από τις ελίτ και τους ξένους λαού, έχουν μεγάλο βάθος. Απέδειξε όμως, ταυτόχρονα, και ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στο Μακεδονικό/Σκοπιανό, πέραν της «εθνικής γραμμής» που έχει χαραχθεί ήδη από τη δεκαετία του ΄90 και ενδυναμώθηκε στο Βουκουρέστι το 2008. Με συνθήματα – όσο ευχάριστα κι αν ακούγονται – και με συναισθηματικές εξάρσεις, πολύ περισσότερο με γραφικότητες, δεν γίνεται εξωτερική πολιτική.
Η κυβέρνηση προφανώς και δεν μπορεί να προσπεράσει αδιάφορα το συλλαλητήριο και την πίεση που αυτό δημιουργεί. Η διαπραγμάτευση, ωστόσο, δεν φαίνεται να επηρεάζεται. Άλλωστε, μπορεί να ήταν πολλοί όσοι συμμετείχαν ή υποστήριξαν το συλλαλητήριο, είναι όμως πολλοί και όσοι συντάσσονται με την ανάγκη να μην ξεστρατίσουμε πάλι στο 1992, που οδήγησε στο μεγαλύτερο, ίσως, φιάσκο της εξωτερικής μας πολιτικής. Και θα γίνουν πολλοί περισσότεροι, αν φθάσουμε τελικά –πράγμα όντως δύσκολο- σε μια αμοιβαία συμφέρουσα και αμοιβαία αποδεκτή λύση που θα διαμορφώνει νέα, θετικά δεδομένα στην περιοχή.
Αστάθμητος παράγοντας είναι η στάση του μικρού κυβερνητικού εταίρου. Το συλλαλητήριο αντικειμενικά βάθυνε την ενδοκυβερνητική διάσταση, αφού ο Π. Καμμένος είναι δύσκολο πια να μείνει έξω από τη δυναμική που αναπτύσσεται στον φυσικό πολιτικό του χώρο. Το επιβεβαιώνει και η δήλωσή του μετά το συλλαλητήριο.
Η μετατόπιση της ΝΔ μπορεί να κλείνει τις διαρροές στα δεξιά της, διευρύνει ωστόσο τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο στον οποίο μπορεί να απευθυνθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και, πρωτίστως, το Κίνημα Αλλαγής. Το Κίνημα Αλλαγής, ειδικότερα, έχει την ευκαιρία να καλύψει μεγάλο μέρος του κεντρώου φιλελεύθερου χώρου, αν μείνει σταθερά και μέχρι τέλους στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Με άλλα λόγια, αν υποστηριχθεί με συνέπεια, χωρίς εκπτώσεις και χωρίς παραφωνίες, η απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου του Κινήματος, που συμβαδίζει και με την εθνικά υπεύθυνη θέση στο συγκεκριμένο θέμα των τριών πρώην προέδρων του ΠΑΣΟΚ, Κώστα Σημίτη, Γιώργου Παπανδρέου και Βαγγέλη Βενιζέλου.
Το συλλαλητήριο, όσο επιθετικό κι αν ήταν, δεν άφησε πληγές που δεν επουλώνονται. Αν το πολιτικό σύστημα επιδείξει υπευθυνότητα, σύνεση και μετριοπάθεια, η επόμενη μέρα είναι απολύτως διαχειρίσιμη. Στην κυβέρνηση πέφτει πρωτίστως η ευθύνη να αναλάβει αξιόπιστες πρωτοβουλίες, χωρίς κομματική υστεροβουλία, για τη συγκρότηση ενός «μετώπου ευθύνης και λογικής». Πιστεύω πως όσο κι αν είναι πια δύσκολο, υπάρχουν ακόμη τα περιθώρια. Όταν πρόκειται για ένα πρόβλημα για το οποίο εκδηλώνονται τέτοιες εθνικές ευαισθησίες, θα πρέπει να εξαντλήσει κάθε περιθώριο, ώστε η λύση να μην προκύψει από μια οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Αν τελικά γίνει κατορθωτό να φθάσουμε σε μια έντιμη και βιώσιμη λύση, αυτό δεν θα σημαίνει περιφρόνηση του λαϊκού αισθήματος, αλλά νίκη της πολιτικής και της Ελλάδας των ανοιχτών οριζόντων. Που δεν υποκλίνεται στη λαϊκή παρόρμηση, αλλά προτάσσει το εθνικά ωφέλιμο.
Εύχομαι και ελπίζω τη νίκη αυτή –αν υπάρξει- να τη μοιραστούν τελικά όλες οι δημοκρατικές πολιτικές παρατάξεις της χώρας, οι οποίες στα 26 αυτά χρόνια χειρίστηκαν το Μακεδονικό/Σκοπιανό. Μαζί και το ΚΚΕ, που πρώτο πήγε το 1992 κόντρα στο ρεύμα. Κανείς απ’ όσους, διαχρονικά, είχαν την ευθύνη των χειρισμών δεν δικαιούται να κρύβεται. Διότι δύσκολα θα υπάρξει πιο ευνοϊκή συγκυρία. Η Ελλάδα έχει πληρώσει πολύ ακριβά την πολιτική της παραλυτικής αδράνειας. Κι έχει πληρώσει πολύ ακριβότερα την πατριδοκαπηλία, τη μισαλλοδοξία, τον πολιτικό ανορθολογισμό και τον εθνικό διχασμό.
Η χώρα μας δεν θα κάνει το χατίρι κανενός ξένου, αν τελικά φθάσουμε σε συμφωνία-πακέτο που διασφαλίζει τα εθνικά μας συμφέροντα. Αντίθετα, η Ελλάδα θα είναι άμεσα και πολλαπλά κερδισμένη, αφού θα ενισχυθεί η σταθερότητα στην περιοχή, θα ενδυναμωθεί η γεωπολιτική της θέση, θα ισχυροποιηθεί η αξιοπιστία και η εξωστρέφεια της χώρας, και θα επιταχυνθεί η πορεία επιστροφής της στο διεθνές σύστημα. Εξάλλου, η ένταξη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, η ανάπτυξη και η ευημερία της πΓΔΜ αποτελούν την καλύτερη εγγύηση ότι δεν θα ανακύψουν προβλήματα στο μέλλον. Ας σκεφτούμε πως για την Ελλάδα το Μακεδονικό ζήτημα, ιστορικά, αφορούσε πρωτίστως τον Βουλγαρικό εθνικισμό. Ποιος όμως μιλάει σήμερα για κίνδυνο από τη Βουλγαρία; Μόνο από τη χαμηλή της φορολογία κινδυνεύουμε…