Γράφει ο Χρήστος Τριαντόπουλος,
Πρόεδρος Κοινότητα Διαλόγου Σύνθεσις
Την Παρασκευή, 7 Σεπτεμβρίου 2018, πραγματοποιήθηκε μία ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση στο Βόλο από το ΕΛΙΑΜΕΠ και την Κοινότητα Διαλόγου Σύνθεσις με θέμα εάν είναι η Ελλάδα μία «μπλοκαρισμένη» χώρα, και στην οποία συμμετείχαν ο κ. Λ. Τσούκαλης, Πρόεδρος ΕΛΙΑΜΕΠ και ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο κ. Ν. Μαραντζίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, και ο κ. Αρ. Χατζής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στο πλαίσιο της εν λόγω εκδήλωσης αναδείξαμε τα δομικά προβλήματα της χώρας μας, αλλά και προσπαθήσαμε να απαντήσουμε για το πως θα βγει η Ελλάδα από τη δύσκολη θέση, στην οποία έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια.
Η Ελλάδα, συμπληρώνοντας μία δύσκολη δεκαετία, βρίσκεται σε ένα σημείο που φιλοδοξεί να αφήσει πίσω της τη φάση της ύφεσης και της κρίσης. Μία επώδυνη φάση που είχε αφετηρία την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και στον πυρήνα της είχε την κατάρρευση του παρωχημένου υπέρ-καταναλωτικού και μη-ανταγωνιστικού εγχώριου αναπτυξιακού υποδείγματος.
Πρόκειται για μία φάση που την χαρακτήρισαν (α) η περίοδος 99 μηνών υπό καθεστώς χρηματοδοτικής αρωγής, που ήταν και η μεγαλύτερη ιστορικά, (β) τα τρία και κάτι παραπάνω προγράμματα προσαρμογής ή «μνημόνια», όταν όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που βρέθηκαν σε αντίστοιχη δύσκολη θέση χρειάστηκαν ένα, μόλις, «μνημόνιο», (γ) η ευρεία οικονομική προσαρμογή που πλήρωσαν και πληρώνουν δυσανάλογα βαριά πολλοί πολίτες, αλλά και οι νεότερες και επόμενες γενιές, (δ) τα τρία κύματα ύφεσης και καθήλωσης της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας, τα οποία έπληξαν καθοριστικά την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή, και (ε) οι τεκτονικές αλλαγές στο εγχώριο κοινωνικό και πολιτικό στερέωμα, κατά τις οποίες ορισμένοι με «παραμύθια» δημιούργησαν καριέρες σε βάρος και στις πλάτες -πάλι- πολλών πολιτών, αλλά και της χώρας.
Στο ξεκίνημα, λοιπόν, αυτής της φάσης το άμεσο ζητούμενο ήταν να καταφέρει η χώρα να βγει από την ιδιαίτερα δύσκολη θέση μέσα από την αλλαγή του παρωχημένου αναπτυξιακού της προτύπου, μετατρέποντας την κρίση σε μία μεγάλη ευκαιρία για αλλαγή. Δυστυχώς, όμως, το ζητούμενο παραμένει, αν και έχουν γίνει βήματα που δεν πρέπει να παραγνωριστούν.
Σήμερα, η Ελλάδα, ολοκληρώνοντας την οκταετή περίοδο των μνημονίων, φαίνεται πως ακόμα δεν έχει καταφέρει να απαντήσει ευρέως και πειστικά σε μία σειρά από κρίσιμα ζητήματα, ώστε να μπορέσει να αναγάγει σε εθνική επιδίωξη την αλλαγή του υποδείγματός της.
Ζητήματα που, μεταξύ άλλων, αφορούν (α) τους παράγοντες που η χώρα βρέθηκε σε αυτή τη δύσκολη θέση, (β) τους λόγους που κατέστησαν επίμονη και παρατεταμένη αυτή την κατάσταση, αλλά και (γ) τους συντελεστές που εμποδίζουν τις μεταρρυθμίσεις και συγκρατούν τη χώρα από τη δρομολόγησή της σε μία τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης και ευημερίας για όλους τους πολίτες της. Όσο, λοιπόν, η χώρα αδυνατεί να καταλήξει και να αντιμετωπίσει με γενναιότητα αυτά τα ζητήματα τόσο φαντάζει ως «μπλοκαρισμένη» σε μία στατική -με ροπή προς την οπισθοδρόμηση- κατάσταση που δεν της επιτρέπει να εξέλθει διατηρήσιμα από την κρίση και να συμπορευθεί, αλλά και (γιατί όχι) κάποια στιγμή να ξεπεράσει τους ευρωπαίους εταίρους της.
Επί της ουσίας, παρ’ όλη την τεράστια κοινωνική και οικονομική προσπάθεια που έχει καταβληθεί, όσο δεν υπάρχει ευρεία σύγκλιση σε εθνικό σχέδιο για να αλλάξουμε το εγχώριο υπόδειγμα και ξεφύγουμε από την τρέχουσα «μουδιασμένη» κατάσταση, τόσο θα «παραμονεύει» η επιτήρηση για να μην επιστρέψουμε στην προηγούμενη πολύ δύσκολη θέση.
Δυστυχώς, η ευχή που εκφράστηκε στην αρχή της περιόδου και ήθελε την κρίση να γίνει ευκαιρία για αλλαγή δεν έχει πραγματοποιηθεί. Παρ’ όλο που έγιναν κάποια σημαντικά μεταρρυθμιστικά βήματα, η κρίση, ως ένα βαθμό, παρέμεινε κρίση, με αποτέλεσμα η ίδια η λέξη να έχει χάσει το νόημά της.
Η κρίση, συνεπώς, δεν θα γίνει ευκαιρία εάν ευρέα τμήματα του πολιτικού και κοινωνικού στερεώματος δεν αποφασίσουν ότι πρέπει να αλλάξει το εγχώριο αναπτυξιακό πρότυπο. Μια αλλαγή για να δημιουργηθούν συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης και ευημερίας για όλους τους πολίτες. Και αν δεν επιτευχθεί αυτή η αλλαγή, είναι πιθανό στην επόμενη αντίστοιχη επώδυνη περίοδο να ξεπεράσουμε το «κατώφλι» των 100 μηνών. Η Ελλάδα, συνεπώς, την επομένη των μνημονίων θα πρέπει να χαρακτηριστεί από αυτή την αλλαγή, ώστε η μεγάλη μας κρίση να αποτελέσει -κάποια στιγμή- διδαχή και ιστορία.