Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Κατούνης
Αγαπημένα μου αδέλφια εν Χριστώ, χαίρετε!
Όταν η αδικία σφίγγει την ύπαρξή σου, νιώθεις βιασμένος. Χαράζει η σκέψη μου αυτές τις γραμμές και σκέφτομαι πού να τις απευθύνω. Τις απευθύνω λοιπόν προς όλους, σαν μία καθολική επιστολή, σαν τις επτά που έχουμε στην Καινή μας Διαθήκη προς ωφέλεια και οικοδομή.
Να συστηθώ. Είμαι ένας τεμπέλης παπάς της επαρχίας, που πριν από εικοσιοκτώ χρόνια φόρεσα το ράσο ανάξια. Η Πολιτεία με προσέλαβε και με συντηρεί όλ’ αυτά τα χρόνια. Σήμερα ξαφνικά και απροειδοποίητα, χωρίς λόγο και αιτία, με απολύει. Είμαι και ανόητος, διότι επενδύοντας στην πρόσληψή μου αυτή, έκανα μία μεγάλη οικογένεια, πήρα ένα διαμέρισμα για να τη βάλω μέσα, ένα αυτοκίνητο για να τη μετακινώ και ένα δάνειο τριάντα ετών για να ανταποκριθώ σ’ ὀλ’ αυτά. Οι πιο μεγάλοι και μυαλωμένοι με συμβούλεψαν να το κάνω, γιατί, λέει, ο μισθός μου ήταν μία διασφάλιση.
Σήμερα λοιπόν, που ηλικιακά βρίσκομαι «στου δρόμου τα μισά», υπερβαίνοντας σιγά σιγά τα πενήντα, ξυπνώ μία ημέρα και βλέπω το φυσικό μου προστάτη, τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, να συγχαίρει τον κ. Πρωθυπουργό, διότι με απέλυσε.
Βλέπω τον πνευματικό πατέρα και Προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας να ευχαριστεί την κοσμική εξουσία, διότι εμένα και μερικές άλλες χιλιάδες συναδέλφους μας, μαζί με τις οικογένειές μας, μάς αφήνει μετέωρους στις αποφάσεις και στις διαθέσεις των πολιτικών της κάθε εποχής. Μάλλον δεν ήταν αρκετό ότι τα οκτώ χρόνια της κρίσεως συμπαραστάθηκα στους ανθρώπους υποφέροντας μαζί τους, ταΐζοντάς τους από το συσσίτιο της ενορίας μου, πληρώνοντας τους λογαριασμούς τους, εξαντλώντας κάθε γνωριμία μου για να έχουν φάρμακα και περίθαλψη. Έγινα ο πιο φτωχός απ’ τους φτωχούς, αφού ο μισθός μου κατέστη ο χαμηλότερος του δημοσίου τομέα. Ζητιάνεψα για το χατίρι τους πολλές φορές. Σταμάτησα τα έργα του Ναού, για να γίνουν τα έργα της αγάπης και της φιλανθρωπίας. Μοιραστήκαμε όλοι μαζί το πιάτο, το ζεστό φαῒ, το δάκρυ της απόγνωσης, το χαμόγελο της παρηγοριάς, την αγκαλιά της αλληλοστήριξης… Συμπορευθήκαμε και συλλειτουργήσαμε με το Δεσπότη μας αρχηγό, κι όλοι μαζί ενωμένοι στη μεγάλη Εκκλησιά της υπομονής. Πήγαμε μπροστά. Δεν διχαστήκαμε. Ένιωσα ένα σώμα με όλους, ένας λαός κοινός, αγαπημένος, γιατί κι εμείς κομμάτι αυτού του λαού είμαστε. Τώρα ελπίζαμε πως θα ξεφύγουμε επιτέλους. Ελπίζαμε σ’ ένα φως. Ελπίδα, σαν όνειρο παιδικό, απραγματοποίητο ακόμη.
Σκέπτομαι τώρα πια, πως μάλλον έχουν δίκιο∙ δεν άξιζα την ιδιότητά μου ως δημοσίου υπαλλήλου και έπρεπε να απολυθώ. Σκέφτομαι πως η πνευματική εργασία που κατέβαλα όλ’ αυτά τα χρόνια, τα κείμενα που παρήγαγα, η διδασκαλία που απηύθυνα, οι κατασκηνώσεις τα καλοκαίρια που έστησα, η νεότητα που συναναστράφηκα, οι τέχνες που καλλιέργησα, οι οικογένειες που επανένωσα, οι γάμοι που ευλόγησα, οι βαπτίσεις που χάρηκα, οι ψυχές που ξεκούρασα στην εξομολόγηση, οι οικογένειες που παρηγόρησα στο πένθος, οι χαρές που πολλαπλασίασα με τις ευχές μου, οι άνθρωποι που ενθάρρυνα με τις προτροπές μου, το περιβάλλον που βοήθησα με τις ευαισθησίες μου και πολλά ακόμη, που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγουν λόγω σύγχυσης, δεν μετράνε!
Το «δημοσιοϋπαλληλίκι» για μένα δεν ήταν ντροπή. Ήταν τιμή. Ήταν μία ένδειξη εκτίμησης της Πολιτείας για μένα που δούλευα για ‘κείνη και για τον λαό. Δεν ήταν βόλεμα. Ήταν μία μικρή ανάπαυση για να μην «διακονώ τραπέζας», αλλά να είμαι ανέμελος στην επίδοση των πνευματικών καθηκόντων και της διακονίας μου. Φαίνεται όμως πως οι κεφαλές του Κράτους και της Εκκλησίας δεν συμφωνούν μαζί μου. Εκείνοι αποφάσισαν πως από εδώ και πέρα πρέπει να έχω μέριμνα για το βιοπορισμό των παιδιών μου, για την αποπληρωμή των δόσεων, για την ικανοποίηση των ατελείωτων λογαριασμών, για την τακτοποίηση των φορολογικών μου υποχρεώσεων. Έτσι ο ένας θα δώσει τη θέση μου σε κάποιον άλλον, που θα τον προσλάβει τώρα, για να με κάνει μισητό και αντιπαθητικό απέναντι στην κοινωνία, επειδή του έτρωγα τη θέση τόσα χρόνια, και ο άλλος θα με παρηγορήσει με λόγια πατρικά και όμορφα, που ακούγονται απόλυτα ψεύτικα, όταν δεν τα νιώθουμε εμείς οι κληρικοί…
Δόξα το Θεό, οι δυό τους αποφάσισαν «για μένα χωρίς εμένα» βεβαίως «για το καλό μου» και έτσι ξαφνικά «…ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω», που θα ‘λεγε κι ο φίλος μου από την Αλεξάνδρεια. Έτσι η Ελλάδα μπορεί πλέον να χαρεί, διότι απαλλάχθηκε από τους χαραμοφάηδες που την άρμεγαν τόσα χρόνια και τώρα πλέον λαμπρά θα τραβήξει το δρόμο της προόδου και της ευημερίας! Καλή πορεία.