Του Στέλιου Λημνιού*
Ιστορικό
Όταν το 2003 η Ε.Ε. όριζε (european commission directorate 2003: rdf current practice and perspectives-final report) τις προδιαγραφές του RDF (καύσιμο ανακτώμενο από απορρίμματα), είχε ήδη ανοίξει ο δρόμος για ένα νέο κλάδο κερδοφορίας που αφορούσε τη θερμότητα που μπορούσαν να αποδίδουν καιόμενα τα αστικά και βιομηχανικά απόβλητα, μετά από στοιχειώδη διαλογή και δεματοποίησή τους. Στις αρχικές προδιαγραφές κυρίαρχα υλικά ήταν το χαρτί, το ξύλο και τα υφάσματα, ενώ τα πλαστικά είχαν ποσοστό από 22-25%
Τη συμπεριφορά αυτού του «καυσίμου» μελέτησαν τα κορυφαία ερευνητικά πολυτεχνεία (Sintef, ΕΜΠ κλπ). Λίγα χρόνια μετά, οι ενεργοβόρες βιομηχανίες αλλά και η αδυναμία ανακύκλωσης των κάθε λογής πλαστικών οδήγησαν στην τυποποίηση ενός «καυσίμου» που έχει κωδικό 19.12.10 και η σύσταση του είναι 95-100% πλαστικές ύλες μη ανακυκλώσιμες. Αυτό έγινε λόγω της μεγάλης θερμογόνου δύναμης (ΘΔ) η οποία είναι 25-30 mj/kg μιας και τα πλαστικά παράγονται από πετρέλαιο. Σήμερα, όλα τα μη ανακυκλώσιμα πλαστικά του δυτικού κόσμου δεματοποιούνται και καίγονται συνήθως σε ακατάλληλες διατάξεις (τέτοιοι είναι όλοι οι κλίβανοι όλων των τσιμεντοβιομηχανιών) και το κίνητρο είναι η επιδότηση (gate fee) που εισπράττουν οι βιομηχανίες από τους δήμους που τα παράγουν και τα εξάγουν (50-80 €/tn- ΦΕΚ 1298/17).
Περιβαλλοντικές επιπτώσεις
Είναι γεγονός ότι για όση μάζα τέτοιων αποβλήτων καταναλωθεί, τόση περίπου ποσότητα νέων ορυκτών καυσίμων δεν θα χρειασθεί να εξορυχτούν.
Από αυτή την παρατήρηση πηγάζει ο ισχυρισμός ότι με την καύση τους μειώνεται η εκπομπή διοξ. άνθρακα στην ατμόσφαιρα (ισοζύγιο) και όχι γιατί δεν το παράγουν κατά τη καύση. Επίσης παράγουν και εκπέμπουν πολύ λιγότερο διοξείδιο του θείου. Είναι όμως επίσης γεγονός ότι όταν καίγονται σε συνήθεις κλιβάνους εκπέμπουν διοξίνες και φουράνια που σχηματίζονται σε θερμοκρασίες 450-200° C (καθώς ψύχονται αργά κατά την όδευση των καυσαερίων προς την καπνοδόχο). Οι τοξικοί αυτοί χημικοί ρύποι δεν φιλτράρονται, έχουν μεγάλη περίοδο αντοχής στο περιβάλλον, συσσωρεύονται και εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα με υπαρκτό κίνδυνο να τραυματίσουν ανεπανόρθωτα τη δημόσια υγεία μιας πόλης, όταν οι καπνοδόχοι τους εκπέμπουν πολύ κοντά η μέσα στον αστικό ιστό.
Ελλιπής-αντιεπιστημονικός έλεγχος
Ο έλεγχος της ποιότητας του 19.12.10 που παραλαμβάνουν τα τσιμεντάδικα γίνεται με ευθύνη τους και αφορά :
α) Θ.Δ. σε MJ/KG
β) υδράργυρο και χλώριο σε MG/MJ
Ουσιαστικά, αφού υπολογιστεί η πραγματική περιεκτικότητα των δύο αυτών στοιχείων σε MG/KG, στη συνέχεια διαιρείται δια της Θ.Δ (mj/kg) με αποτέλεσμα ο προσδιορισμός τους να γίνεται με μονάδα μέτρησης αυθαίρετη (mg/mj), η οποία δεν δίνει δυνατότητα σύγκρισης με τα όρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας η τα όρια των Εθνικών Νομοθεσιών (όπου υπάρχουν) διότι η μονάδα μέτρησης της περιεκτικότητας ενός ρύπου είναι το mg/kg. Επειδή δε η ΘΔ των πλαστικών είναι πολύ υψηλή, το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαίρεσης είναι πάντοτε τόσο μικρό που κατατάσσει τα «καύσιμα» αυτά σε κλάσεις αποδεκτές (ΦΕΚ 3339/14). Με τον απαράδεκτο αυτό τρόπο τα απόβλητα αυτά δεν ελέγχονται τελικά σε υδράργυρο (Hg) και σε χλώριο (Cl) και δεν ελέγχονται σε βαρέα μέταλλα όπως το χρώμιο, το κάδμιο και ο μόλυβδος. Θα έπρεπε μάλιστα να ελέγχονται αυστηρά για την ύπαρξη ραδιενεργών υλικών, καθώς κάποιοι για λόγους κερδοφορίας θα μπορούσαν να τα «κρύψουν» στα δέματα των πλαστικών και να τα «ξεφορτωθούν» χωρίς κόστος. Μετά από την σύντομη αυτή παρουσίαση, νομίζω πως το θέμα είναι «ανοιχτό» σε διερεύνηση των ολοφάνερων σκοπιμοτήτων που εξυπηρετεί και βέβαια αποτελεί πρόκληση για την επιστημονική κοινότητα που οφείλει να τοποθετηθεί.
Ο Στέλιος Λημνιός είναι συντ. εκπαιδευτικός, Τεχνολόγος Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΣΕΤΕΜ/ΣΕΛΕΤΕ.
Μέλος της Περιβαλλοντικής Πρωτοβουλίας Μαγνησίας και της Επιτροπής Αγώνα Πολιτών Βόλου.