Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του άγριου διπλού φονικού της Μακρινίτσας της 5ης Απριλίου του 2021 με θύματα την Κωνσταντίνα Τσάπα και τον αδελφό της Γιώργο από τα χέρια του πρώην συζύγου της ακούστηκαν σήμερα στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Καρδίτσας, στην δίκη που ξεκίνησε στις 9 το πρωί και συνεχίζεται ακόμα με τις καταθέσεις μαρτύρων.
Ο 34χρονος σήμερα κατηγορούμενος, σύμφωνα με την ert.gr ερωτηθείς από την πρόεδρο της έδρας αν δηλώνει αθώος ή ένοχος, όταν αναγνώστηκε η κατηγορία της διπλής ανθρωποκτονίας από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, απάντησε ορθά- κοφτά “Δεν την αποδέχομαι γιατί δεν ήμουν ο εαυτός μου”, στάση που κράτησε και η υπερασπιστική γραμμή, δηλαδή ότι ο δολοφόνος είχε το ακαταλόγιστο των πράξεών του, εξαιτίας ψυχιατρικών διαταραχών που αντιμετωπίζει, ότι πάσχει από διαταραχή αντίληψης και σχιζοφρένεια.
Η πολιτική αγωγή επιχειρηματολόγησε περί του αντιθέτου, υποστηρίζοντας ότι αν ο κατηγορούμενος είχε το ακαταλόγιστο, η υπερασπιστική γραμμή του δράστη θα μπορούσε να κάνει χρήση του άρθρου 200 περί ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης που αναφέρεται στη διανοητική υγεία και ουσιαστικά δίνει το δικαίωμα του εγκλεισμού, ενώ αν όντως είχε το ακαταλόγιστο θα μπορούσε να κάνει χρήση του άρθρου 80 του ποινικού κώδικα που δίνει το δικαίωμα σε άτομα με τόση νοσηρότητα να μην εμφανιστούν στο δικαστήριο, που και πάλι δεν έγινε χρήση από την υπεράσπιση. Τουναντίον ο δράστης είχε σώας τα φρένα και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι για να συλληφθεί προηγήθηκε καταδίωξη περίπου δυο ωρών τόσο εντός της πόλης του Βόλου όσο και στο δρόμο προς Λεχώνια και Αγ. Βλάσιο.
Επίσης, η πολιτική αγωγή έκανε λόγο για προμελετημένο έγκλημα το οποίο αποδεικνύεται και από τα τραύματα που επέφερε στην κοιλιακή χώρα και στην καρδιά και των δυο θυμάτων.
Οι μάρτυρες
Αρχικά κατέθεσαν οι αστυνομικοί που συμμετείχαν τόσο στην καταδίωξη για τη σύλληψη του δράστη όσο και αυτών που βρέθηκαν ενώπιον του φρικτού εγκλήματος, με τα πτώματα των δυο παιδιών μαχαιρωμένα πολλαπλά στην καρδιά και στην κοιλιακή χώρα.
Οι δε λεπτομέρειες που κατέθεσε ο αστυνομικός που βρέθηκε πρώτος στον τόπο του εγκλήματος ήταν απολύτως ανατριχιαστικές λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ” το τραύμα ήταν τόσο βαθύ που είδα την καρδιά του Γιώργου. Προσπάθησα να τον σώσω πιέζοντας το τραύμα με ότι πανιά βρήκα, αλλά η λίμνη αίματος δεν σταματούσε, μέχρι που έγινε άσπρος σαν χαρτί και τελικά ξεψύχησε”.
Όλοι οι μάρτυρες που ακολούθησαν αναφέρθηκαν στην προσωπικότητα του δράστη και στο γεγονός ότι η Κωνσταντίνα ήταν ένα χαρούμενο και κοινωνικό παιδί και ότι από τον γάμο της και μετά είχα ξεκόψει απο όλους τους φίλους και όλες τις παρέες, τις οποίες ανέκτησε σταδιακά από το Δεκέμβρη του 2020 που χώρισε από τον δράστη και εγκαταστάθηκε στο πατρικό της στην Μακρινίτσα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι την ζήλευε και γενικώς δεν της επέτρεπε να έχει επαφές με φίλους.