Ρεβίρ, Μασαχουσέτη
Ο Φιλ Γιουνγκ έτρεφε από μικρή ηλικία μια αγάπη για τα αυτοκίνητα, ιδιαίτερα τα παλιά και φθαρμένα, κάτι που του είχε μεταδώσει ο πατέρας του. «Με θυμάμαι να μεγαλώνω ανάμεσα σε πολλά και διαφορετικά, για μένα το αμάξι ήταν πάντα ένα σύμβολο απόλυτης ελευθερίας. Η αίσθηση ότι μπορείς ανά πάσα ώρα και στιγμή να πας οπουδήποτε, μου προκαλεί ένα απελευθερωτικό συναίσθημα. Ακόμα και τώρα, όταν θα πάρω το παλιό Subaru μου και θα κάνω μια βόλτα στις κρυμμένες ομορφιές της Χονολουλού, όπου ζω τα τελευταία χρόνια με την οικογένειά μου [σ.σ.: διδάσκει φωτογραφία στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης], θα νιώσω μια ανεξαρτησία», μου λέει. Στην πρώτη του μονογραφία με τίτλο Windscreen (Παρμπρίζ), που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις TBW Books, ο Νεοϋορκέζος φωτογράφος παρουσιάζει μια σειρά από εντυπωσιακές εικόνες ετοιμόρροπων αυτοκινήτων από περασμένες δεκαετίες, τα οποία βρήκε και φωτογράφισε στους αμερικανικούς δρόμους, προσεγγίζοντας με τον φακό του σχεδόν ηδονοβλεπτικά τα εσωτερικά τους, όλες αυτές τις άψυχες λεπτομέρειες που ο ίδιος χαρακτηρίζει «ιδιοσυγκρασιακά σημάδια των προηγούμενων ή τωρινών ιδιοκτητών τους».

Ο φωτογράφος Φιλ Γιουνγκ, συνεργάτης σημαντικών αμερικανικών εντύπων και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης.

«Το βιβλίο κυκλοφόρησε τώρα, γιατί μάλλον είμαι τελειομανής και θέλω τον χρόνο μου για να κάνω κάτι όπως πρέπει. Η ιδέα βέβαια είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, ένα πρωινό του 2008. Βρισκόμουν τότε στο Κέιπ Κοντ της Μασαχουσέτης, όταν έπεσα πάνω σ’ ένα πανέμορφο παλιό αμάξι. Παρατήρησα ότι στο ταμπλό του υπήρχε ένα κουτάκι ασπιρίνες και παραδίπλα μια φθαρμένη οδοντόβουρτσα. Σκέφτηκα ότι ο ιδιοκτήτης αυτού του αμαξιού μάλλον θα έχει συχνά πονοκέφαλο και μια μανία να πλένει διαρκώς τα δόντια του. Φωτογράφισα αυτή την εικόνα και, όσο την κοιτούσα γυρίζοντας σπίτι, σκεφτόμουν ότι ουσιαστικά είχα το πορτρέτο του ιδιοκτήτη, χωρίς τον ιδιοκτήτη. Είχα, δηλαδή, μια καλή εικόνα του πώς θα μπορούσε να είναι αυτός ο άνθρωπος, μέσα από τα προσωπικά του αντικείμενα. Όλο αυτό το ηδονοβλεπτικό φωτογραφικό παιχνίδι μού κίνησε το ενδιαφέρον και θέλησα να το εξελίξω. Άρχισα να ταξιδεύω σε διάφορες αμερικανικές πόλεις, όπου έβρισκα κι άλλα τέτοια γερασμένα αυτοκίνητα με ιδιαίτερα σαλόνια και παράξενα αντικείμενα στο εσωτερικό τους, που μου αποκάλυπταν κάτι για τον τρόπο που ζούσαν ή σκέφτονταν οι ιδιοκτήτες τους. Ένιωθα κάπως σαν τους φωτογράφους σκηνών εγκλήματος! Νομίζω ότι τα πιο ιδιαίτερα αντικείμενα που εντόπισε ο φακός μου, πέρα από τα συνηθισμένα, όπως ένα άδειο πακέτο τσιγάρων Carlton, ήταν μια ψηφιακή εκτύπωση ενός πίνακα του Βαν Γκογκ που δεν ξέρω αν ο ιδιοκτήτης του τον προόριζε για το σπίτι ή για τα σκουπίδια, αλλά κι ένας πίνακας Ouija, μέσω του οποίου τη δεκαετία του ’20 οι άνθρωποι πίστευαν ότι μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς».

Λιν, Μασαχουσέτη

Σίνταρ Σίτι, Γιούτα

Στάφορντ Σπρινγκς, Κονέκτικατ

Πομόνα, Νέα Υόρκη
«Κάποτε τα αγόραζες πανάκριβα»
Μία πενταετία τριγυρνούσε στους δρόμους της Αμερικής προκειμένου να βρει τα κατάλληλα αυτοκίνητα, ενώ μερικές φορές έπεφτε και πάνω στους ιδιοκτήτες, πιάνοντας μερικές ενδιαφέρουσες συζητήσεις. «Ευτυχώς τότε, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είχαν τόσο μεγάλη παρουσία και οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο επιφυλακτικοί. Με τους περισσότερους θυμάμαι λέγαμε πόσο ενδιαφέρον έχει που ένα παρκαρισμένο αμάξι στον δρόμο μοιάζει να μπλέκει τα σύνορα μεταξύ αυτού που αποκαλούμε δημόσιο και ιδιωτικό χώρο», λέει. Το πιο εντυπωσιακό, βέβαια, στις εικόνες που τράβηξε με Kodak 4×5, είναι η επιδέξια και ποιητική ανάδειξη του αμερικανικού κοινωνικού τοπίου μέσα από τις απεικονίσεις της φθοράς των αυτοκινήτων. «Το διάστημα που φωτογράφιζα, η αμερικανική κοινωνία βίωνε μια τεράστια ύφεση, που κάλλιστα θα μπορούσε να καθρεφτιστεί στη φθορά των αμαξιών που συναντούσα. Σκόπιμα επέλεξα φθαρμένα αμάξια, που κάποτε τα αγόραζες πανάκριβα. Στα μάτια μου συμβόλιζαν την εποχή του αμερικανικού ονείρου και της αμερικανικής τελειότητας, το όνειρο της κοινωνικής κινητικότητας, ιδέες που όταν έβγαζα τις φωτογραφίες μου φάνταζαν τόσο φθαρμένες όσο τα σκισμένα δερμάτινα καθίσματα στο εσωτερικό των αμαξιών και τόσο νεκρές όσο τα ψόφια έντομα που έβρισκα κολλημένα στα παρμπρίζ. Αυτά τα γερασμένα αμερικανικά αμάξια, που κάποτε αποτελούσαν το κύριο όχημα για την εκπλήρωση του αμερικανικού ονείρου, κατέληξαν να συμβολίζουν σήμερα μια γερασμένη ήπειρο. Ήταν κάτι σαν τέλος εποχής. Νομίζω ότι οι εικόνες αυτές μπορούν να ανοίξουν έναν ενδιαφέροντα διάλογο γύρω από το πού ήμασταν, πού είμαστε και πού μπορούμε να πάμε. Ως φωτογράφος ένιωθα πάντα την ανάγκη να αποτυπώσω την καθαρή εικόνα του κοινωνικού τοπίου. Η Αμερική σήμερα στα μάτια μου είναι σαν μια παλιά Cadillac».

Σιπ Μπότομ, Νιου Τζέρσεϊ

Σπρίνγκφιλντ, Μασαχουσέτη

Γκρότον, Κονέκτικατ

Σολτ Λέικ Σίτι, Γιούτα
Όσο φωτογράφιζε τις εικόνες του λευκώματος, άκουγε ξανά και ξανά τα κομμάτια από το άλμπουμ Nebraska του Μπρους Σπρίνγκστιν. «Είναι ένα άλμπουμ που μίλησε στην καρδιά της εργατικής τάξης, μίλησε για το αμερικανικό όνειρο. Κάθε εικόνα που θα βρείτε στο βιβλίο μου δημιουργήθηκε υπό τον ήχο αυτών των τραγουδιών! Θα μου άρεσε κάποιος που κοιτάζει τις εικόνες μου να ακούει ταυτόχρονα αυτά τα κομμάτια».
Έχει πάρει μέρος σε πολλές εκθέσεις κατά μήκος των ΗΠΑ, σε σημαντικά πολιτιστικά κέντρα, όπως το Los Angeles County Museum of Art, το Honolulu Museum of Art και το Houston Center for Photography, ενώ το έργο του έχει δημοσιευθεί σε σημαντικές εκδόσεις, όπως The New Yorker, The Atlantic, GQ. Το τελευταίο διάστημα, όταν οι υποχρεώσεις του στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης τού επιτρέπουν λίγο ελεύθερο χρόνο, του αρέσει να παίρνει το παλιό του Subaru και να κάνει τον γύρο του νησιού παρέα με τη μικρή του κόρη, φωτογραφίζοντας τη φύση, τα ιστορικά μνημεία, τα σπίτια και τους ανθρώπους στο Οάχου. «Ακόμα μου αρέσει να βάζω τον φακό μου στα τζάμια ξένων αυτοκινήτων και να απαθανατίζω όσα υπάρχουν εκεί μέσα. Είναι μια διαδικασία που σε κάνει να αναρωτιέσαι για όσα παρατηρείς και προσωπικά πιστεύω ότι οι καλύτερες φωτογραφίες είναι εκείνες που εγείρουν ερωτήματα. Δεν απαντούν απαραιτήτως, αντιθέτως θέτουν πολλά ερωτηματικά. Για να χρησιμοποιήσω και πάλι τη μεταφορά του αμαξιού, μια καλή φωτογραφία είναι σαν να οδηγείς μέσα στο βαθύ σκοτάδι και με τους προβολείς σου να προσπαθείς να δεις τον δρόμο παρακάτω».
ΙΝFO → Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Φιλ Γιουνγκ και το Windscreen, στο jungphil.com
Ο Βλάσης Κωστούρος γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Κόρινθο. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά γρήγορα τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Από το 2018 είναι Culture Director της Vogue Greece και Guest Editor στο Περιοδικό Κ της Καθημερινής.
Τελευταία άρθρα:
Ακολουθήστε το myvolos.net στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
