Σε λίγες μέρες, στις 5 Ιουλίου, ο Βασίλης Κοντορίζος θα γιόρταζε τα 60 χρόνια από την πρώτη εκλογή του ως κοινοτάρχη Πορταριάς. Ήταν στις 5 Ιουλίου 1964, όταν, στα 27 του μόλις χρόνια, ξεκινούσε ένα συναρπαστικό αυτοδιοικητικό ταξίδι, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2014 ‒ μόνο η Χούντα διέκοψε τη χειμαρρώδη αυτή πορεία. Αλλά και μετά το 2014, ούτε που πέρασε απ’ το μυαλό του να επαναπαυθεί στις δάφνες του και να «καθίσει στ’ αυγά του». Με αστείρευτο πάθος για ζωή και με ισχυρή την αίσθηση του χρέους, συνέχισε μέχρι και την τελευταία του πνοή, αταλάντευτος στις δημοκρατικές αρχές και τον αξιακό του κώδικα, να παρεμβαίνει αδιάκοπα και να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα, με τον μεστό και αιχμηρό ‒πολλές φορές και παιγνιώδη‒ αυτοδιοικητικό και πολιτικό του λόγο.
Ο Βασίλης υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα της Αυτοδιοίκησης ‒ διακρίθηκε για τη μοναδική ικανότητα όχι μόνο να παρακολουθεί τις συγκλονιστικές αλλαγές που συντελούνταν όσο περνούσαν τα χρόνια και όσο άλλαζαν οι δεκαετίες, αλλά και να βρίσκεται κάθε φορά ένα βήμα μπροστά. Με ανοιχτούς πάντα ορίζοντες, κατόρθωνε να συνδυάζει το όραμα, τη γνώση, το σχέδιο, την οξυδέρκεια και το άσφαλτο πολιτικό ένστικτο, με τη μαχητικότητα, την αμεσότητα της εμπειρίας, την τέχνη του διαλόγου, τις συμμαχίες και την αυθεντική λαϊκότητα. Μέσα από τη βιωματική του σχέση με την ιδιαίτερη πατρίδα του και τους ανθρώπους της και χειριζόμενος με εντυπωσιακή μαεστρία όλα τα εργαλεία που είχε στη διάθεσή του, παρήγαγε ένα ανεκτίμητο έργο που τον κατατάσσει ανεπιφύλακτα στους κορυφαίους της Αυτοδιοίκησης σε πανελλαδικό επίπεδο.
Δυσκολεύτηκα αφάνταστα μέχρι να καθίσω πίσω από το πληκτρολόγιο για να γράψω τις λίγες αυτές γραμμές του ύστατου αποχαιρετισμού ‒ διότι είναι τόσα πολλά και τόσο δυνατά αυτά που μας συνδέουν και είναι τόσο βαθιά η αγάπη και η εκτίμηση που αισθάνομαι για εκείνον. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μπέσα του, τη διεισδυτική του ματιά, τον ορθολογισμό και τη μεθοδικότητα που τον χαρακτήριζαν, την ευθύτητα του λόγου του, τον σεβασμό στη διαφορετική άποψη, την πίστη του στις απλές ανθρώπινες αξίες και, βεβαίως, το ανεξάντλητο χιούμορ, τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό του.
Πολύτιμε φίλε Βασίλη, φεύγεις ήσυχος, έχοντας δώσει στον τόπο σου, στην κοινωνία, στην Αυτοδιοίκηση, τα πάντα. Στην υπέροχη οικογένειά σου, που τόσο αγαπούσες και στήριζες, και σε όλους τους δικούς σου ανθρώπους, τα πιο θερμά και ειλικρινή μου συλλυπητήρια.