
Ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος καρδιοπάθειας στις γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με ινομυώματα της μήτρας είναι πάνω από 80% υψηλότερος σε σχέση με εκείνες που δεν είχαν, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American Heart Association.
Τα ινομυώματα είναι κατά κύριο λόγο καλοήθεις όγκοι που αναπτύσσονται από τον μυϊκό ιστό της μήτρας. Το Γραφείο για την Υγεία των Γυναικών των ΗΠΑ αναφέρει ότι έως και το 20% —και πιθανώς έως και το 80%— των γυναικών θα αναπτύξουν ινομυώματα μέχρι την ηλικία των 50 ετών.
Σχεδόν 26 εκατομμύρια προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες επηρεάζονται από ινομυώματα της μήτρας, με πολλές από αυτές να μην εμφανίζουν συμπτώματα. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη τους συχνότητα, τα ινομυώματα παραμένουν ανεπαρκώς μελετημένα. Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι τα ινομυώματα και οι καρδιαγγειακές παθήσεις έχουν κοινά βιολογικά χαρακτηριστικά, όπως η ανάπτυξη λείων μυϊκών κυττάρων, η υπερβολική συσσώρευση ινώδους συνδετικού ιστού, η ασβεστοποίηση και οι φλεγμονώδεις αντιδράσεις.
Η Τζούλια ΝτιΤόστο, συγγραφέας της μελέτης και υποψήφια διδάκτορας Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή Perelman του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια στη Φιλαδέλφεια, σημείωσε ότι τα έως τώρα ευρήματα είχαν περιοριστεί από μικρά και μη αντιπροσωπευτικά δείγματα, καθώς και από ανεπαρκή σχεδιασμό μελετών.
«Στόχος μας ήταν να καλύψουμε αυτά τα κρίσιμα κενά χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο και ποικιλόμορφο σύνολο δεδομένων με μακροχρόνια παρακολούθηση», δήλωσε. «Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι τα ινομυώματα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως σημαντικός δείκτης για τον εντοπισμό γυναικών με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, ο οποίος παραμένει αυξημένος έως και 10 χρόνια μετά τη διάγνωση» εξήγησε.
Οι ερευνητές ανέλυσαν βάση δεδομένων υγειονομικών πληροφοριών των ΗΠΑ για την περίοδο 2000–2022. Μελέτησαν περισσότερες από 450.000 γυναίκες (μέση ηλικία 41 ετών) με ινομυώματα και τις συνέκριναν με σχεδόν 2.251.000 υγιείς γυναίκες. Κατά την επόμενη δεκαετία, παρακολούθησαν τη συχνότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου (συμπεριλαμβανομένου του εμφράγματος), αγγειακών εγκεφαλικών παθήσεων (εγκεφαλικό και συναφείς καταστάσεις) και περιφερικής αρτηριακής νόσου.
Τα βασικά ευρήματα ήταν τα εξής:
- Μετά από 10 χρόνια παρακολούθησης, οι γυναίκες με ινομυώματα παρουσίαζαν υψηλότερο κίνδυνο και για τις τρεις βασικές παθήσεις (στεφανιαία, εγκεφαλοαγγειακή και περιφερική αρτηριακή νόσο).
- Ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου ήταν κατά 81% υψηλότερος στις γυναίκες με ινομυώματα.
- Πάνω από το 5,4% των γυναικών με ινομυώματα είχε υποστεί καρδιαγγειακό επεισόδιο, έναντι 3% των γυναικών χωρίς ινομυώματα.
- Ο αυξημένος κίνδυνος καρδιοπάθειας παρατηρήθηκε σε όλες τις φυλετικές και εθνοτικές ομάδες.
- Στις νεότερες γυναίκες, κάτω των 40 ετών, ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου ήταν κατά 251% υψηλότερος σε όσες είχαν ινομυώματα σε σύγκριση με όσες δεν είχαν.
«Η ισχύς της συσχέτισης μεταξύ καρδιοπάθειας και ινομυωμάτων της μήτρας ήταν εντυπωσιακή», δήλωσε η ΝτιΤόστο. «Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την επιβεβαίωση αυτών των ευρημάτων σε άλλους πληθυσμούς πριν υπάρξουν επίσημες αλλαγές στις κατευθυντήριες οδηγίες εκτίμησης καρδιαγγειακού κινδύνου. Στο μεταξύ, τα αποτελέσματα υποστηρίζουν την ανάγκη ουσιαστικών συζητήσεων μεταξύ των γυναικών και των γιατρών τους σχετικά με την καρδιακή υγεία στο πλαίσιο μιας διάγνωσης ινομυωμάτων» σημείωσε.
Διαβάστε επίσης: ΠΟΥ: Οι καρδιαγγειακές παθήσεις σκοτώνουν 10.000 ανθρώπους την ημέρα στην Ευρώπη
«Η μελέτη αυτή αναδεικνύει ακόμη μία πτυχή των ιδιαίτερων παραγόντων που επηρεάζουν τις γυναίκες σε σχέση με την κύρια αιτία θανάτου τους, τις καρδιαγγειακές παθήσεις. Παράλληλα, υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν όλοι οι επαγγελματίες υγείας στη συνολική υγεία των γυναικών, συμπεριλαμβανομένης της καρδιακής» δήλωσε η Στέισι Ρόζεν, εθελοντική πρόεδρος της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας και ανώτερη αντιπρόεδρος για την υγεία των γυναικών και εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτο Katz για την Υγεία των Γυναικών στο Northwell Health στη Νέα Υόρκη.
Μεταξύ των περιορισμών της μελέτης συγκαταλέγεται το ενδεχόμενο κάποιες από τις γυναίκες της ομάδας σύγκρισης να μην είχαν ακόμη διαγνωστεί με ινομυώματα. Παρότι οι ερευνητές προσπάθησαν να λάβουν υπόψη την πιθανή υποδιάγνωση, ο παράγοντας αυτός ενδέχεται να επηρέασε σε κάποιο βαθμό τα αποτελέσματα της μελέτης.
ΠΗΓΗ: News Medical
www.ertnews.gr
Ακολουθήστε το myvolos.net στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.