Η οικονομική ζημία που προκαλεί η κλιματική αλλαγή είναι έξι φορές χειρότερη από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως, καθώς η υπερθέρμανση του πλανήτη θα συρρικνώσει τον πλούτο με ρυθμό που αντιστοιχεί στο επίπεδο των οικονομικών απωλειών ενός διαρκούς πολέμου, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Μια αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό Κελσίου οδηγεί σε μείωση του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 12%, διαπίστωσαν οι ερευνητές, μια πολύ υψηλότερη εκτίμηση από εκείνη προηγούμενων αναλύσεων, όπως αναφέρει ο Guardian.
Ο κόσμος έχει ήδη θερμανθεί κατά περισσότερο από 1 βαθμό Κελσίου από την προβιομηχανική εποχή και πολλοί επιστήμονες του κλίματος προβλέπουν ότι θα σημειωθεί αύξηση κατά 3 βαθμούς μέχρι το τέλος του αιώνα λόγω της συνεχιζόμενης καύσης ορυκτών καυσίμων, ένα σενάριο το οποίο, σύμφωνα με τη μελέτη, θα έχει τεράστιο οικονομικό κόστος.
Μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς Κελσίου θα προκαλέσει «κατακόρυφη μείωση της παραγωγής, του κεφαλαίου και της κατανάλωσης που θα ξεπεράσει το 50% μέχρι το 2100», αναφέρει η μελέτη.
Αυτή η οικονομική απώλεια είναι τόσο σοβαρή που είναι «συγκρίσιμη με την οικονομική ζημιά που προκαλείται από τη διεξαγωγή ενός πολέμου στο εσωτερικό μιας χώρας επί μονίμου βάσεως», προσθέτει.
«Θα εξακολουθεί να συμβαίνει κάποια οικονομική ανάπτυξη, αλλά μέχρι το τέλος του αιώνα οι άνθρωποι μπορεί να είναι κατά 50% φτωχότεροι από ό,τι θα ήταν αν δεν υπήρχε η κλιματική αλλαγή», δήλωσε ο Adrien Bilal, οικονομολόγος στο Χάρβαρντ, ο οποίος συνέγραψε τη μελέτη μαζί με τον Diego Känzig, οικονομολόγο στο Πανεπιστήμιο Northwestern.
«Νομίζω ότι ο καθένας θα μπορούσε να φανταστεί τι θα έκανε με ένα εισόδημα διπλάσιο από το σημερινό. Θα άλλαζε τη ζωή των ανθρώπων».
Κόστος ανάλογο ενός πολέμου
Ο Bilal δήλωσε ότι η αγοραστική δύναμη των ανθρώπων θα ήταν ήδη 37% υψηλότερη από ό,τι είναι τώρα χωρίς την υπερθέρμανση του πλανήτη που παρατηρείται τα τελευταία 50 χρόνια. Αυτός ο χαμένος πλούτος θα αυξηθεί σπειροειδώς αν η κλιματική κρίση βαθύνει, αντίστοιχα με το είδος της οικονομικής αποστράγγισης που παρατηρείται συχνά κατά τη διάρκεια πολέμου.
«Ας ξεκαθαρίσουμε ότι η σύγκριση με τον πόλεμο γίνεται μόνο από την άποψη της κατανάλωσης και του ΑΕΠ – όλα τα δεινά και οι θάνατοι ενός πολέμου, που είναι το πιο σημαντικό, δεν περιλαμβάνονται σε αυτή την ανάλυση», δήλωσε ο Bilal. «Η σύγκριση μπορεί να φαίνεται σοκαριστική, αλλά από την άποψη του καθαρού ΑΕΠ υπάρχει μια αναλογία εκεί. Είναι μια ανησυχητική σκέψη».
Η μελέτη κάνει μια πολύ υψηλότερη εκτίμηση των οικονομικών απωλειών σε σχέση με προηγούμενες έρευνες, υπολογίζοντας το κοινωνικό κόστος του άνθρακα (κόστος σε δολάρια της ζημίας που προκαλείται ανά κάθε πρόσθετο τόνο εκπομπών άνθρακα) σε 1.056 δολάρια ανά τόνο. Αντίστοιχα, η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ εκτιμά το κόστος αυτό στα 190 δολάρια ανά τόνο.
Ο Bilal δήλωσε ότι η νέα μελέτη κάνει μια πιο «ολιστική» προσέγγιση στο οικονομικό κόστος της κλιματικής αλλαγής, αναλύοντάς το σε παγκόσμια κλίμακα και όχι σε επίπεδο μεμονωμένων χωρών. Η προσέγγιση αυτή, είπε, αποτυπώνει τη διασυνδεδεμένη φύση των επιπτώσεων των καυσώνων, των καταιγίδων, των πλημμυρών και άλλων επιδεινούμενων κλιματικών επιπτώσεων που βλάπτουν τις αποδόσεις των καλλιεργειών και μειώνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων και τις επενδύσεις κεφαλαίου.
Απώλειες ακόμη και αν επιτευχθεί ο στόχος
Η μελέτη διαπίστωσε ότι ο οικονομικός αντίκτυπος της κλιματικής κρίσης θα είναι ομοιόμορφος σε όλο τον κόσμο, αν και οι χώρες με χαμηλότερο εισόδημα θα ξεκινήσουν από χαμηλότερο σημείο πλούτου. Αυτό θα πρέπει να ωθήσει τις πλούσιες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, να αναλάβουν δράση για τη μείωση των εκπομπών που θερμαίνουν τον πλανήτη προς το δικό τους οικονομικό συμφέρον.
Ακόμη και με απότομες μειώσεις των εκπομπών, ωστόσο, η κλιματική αλλαγή θα έχει βαρύ οικονομικό κόστος, διαπιστώνει η μελέτη. Ακόμη και αν η υπερθέρμανση του πλανήτη περιοριστεί σε λίγο περισσότερο από 1,5 βαθμό Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα, ένας στόχος που συμφωνήθηκε παγκοσμίως και που τώρα φαίνεται να έχει ξεφύγει από την επίτευξη, οι απώλειες του ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι περίπου 15%.