Με την τελετή Αγιασμού από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, παραδόθηκε σήμερα στην τοπική κοινωνία το ανακαινισμένο Δημοτικό Θέατρο Βόλου, έργο που εντάχθηκε με απόφαση του Περιφερειάρχη Θεσσαλίας κ. Αγοραστού στο ΕΣΠΑ Θεσσαλίας 2014-2020 και χρηματοδοτήθηκε για να αναγεννηθεί από ένα παρατημένο κουφάρι από το 2007 σε μια νέα εστία πολιτισμού και έναν σημαντικό πόλο έλξης που θα συμβάλει στην αναζωογόνηση του αστικού περιβάλλοντος και του πολιτιστικού – τουριστικού κεφαλαίου της περιοχής.
Στην τελετή εγκαινίων, το παρών έδωσαν ο υπηρεσιακός Υπουργός Εθνικής Άμυνας Αλκιβιάδης Στεφανής, ο υπηρεσιακός Υπουργός Παιδείας κ. Χρήστος Κίττας, αλλά και οι πολιτικές, πολιτειακές και στρατιωτικές αρχές του τόπου.
Ο Δήμαρχος Βόλου κ. Αχ. Μπέος, ευχαρίστησε τον Περιφερειάρχη για την συμβολή του στην ανακαίνιση του Θεάτρου και τον Οικουμενικό Πατριάρχη για την ευλογία του.
Στην αντιφώνησή του ο Πατριάρχης ανέφερε:
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ κ. Ἰγνάτιε,
Τιμιώτατοι ἀδελφοὶ Ἀρχιερεῖς,
Ἐντιμότατε κ. Δήμαρχε τῆς πόλεως τοῦ Βόλου, καὶ λοιποὶ ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,
Τέκνα ἐκ Κυρίῳ ἀγαπητά,
Μετ᾽ αἰσθημάτων εἰλικρινοῦς χαρᾶς ἐτελέσαμεν τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ἁγιασμοῦ, ἐπευλογοῦντες τῇ χάριτι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας, διότι ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία συνευδοκεῖ εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον, ἰδιαιτέρως δέ, εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν ἔργων πολιτισμοῦ, τὰ ὁποῖα συντείνουν εἰς τὴν καλλιέργειαν τοῦ ἤθους καὶ τὴν ἐξύψωσιν τοῦ πνευματικοῦ καὶ πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου τοῦ λαοῦ μας. Ὡς ἐκ τούτου, τυγχάνει λίαν ἐπαινετέα καὶ ἀξιομίμητος ἡ πρᾶξις σας αὐτὴ τῆς ριζικῆς ἀνακαινίσεως τοῦ Δημοτικοῦ Θεάτρου Βόλου, ἀγαπητὲ κύριε Δήμαρχε, διὸ καὶ συγχαίρομεν ἐκ βαθέων τὴν ὑμετέραν Ἐντιμότητα, τὸ Δημοτικὸν Συμβούλιον, ὡς καὶ πάντας τοὺς συντελέσαντας εἰς τὴν ἀποπεράτωσιν τοῦ κοινωφελοῦς ἔργου τούτου. Ἀναντιρρήτως, ἡ πρωτοβουλία ἀποδόσεως εἰς τὸ νέον, πλέον, θέατρον τοῦ ὀνόματος τοῦ ἕλκοντος τὴν καταγωγὴν ἐκ τῆς Ἀγριᾶς Βόλου καὶ διεθνῶς καταξιωμένου μουσικοσυνθέτου ἀειμνήστου Εὐαγγέλου Παπαθανασίου, δεικνύει τὴν εὐαισθησίαν τῆς παρούσης Δημοτικῆς Ἀρχῆς διὰ τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν ἀναγνώρισιν τοῦ σπουδαίου ἔργου των.
Ἀτυχῶς, ἡ ἐποχή μας κάθε ἄλλον παρὰ ἐποχὴ τοῦ πνεύματος θὰ ἠδύνατο νὰ χαρακτηρισθῇ. Ὁ ἄκρατος καταναλωτισμός, ἡ καταστροφὴ τοῦ περιβάλλοντος καὶ ἡ ἐξάντλησις τῶν φυσικῶν πόρων, ἡ ἐναγώνιος ἀναζήτησις τῶν ὑλικῶν καὶ αἰσθητικῶν ἀπολαύσεων, ἡ εὔπεπτος διασκέδασις, ἡ περιπλάνησις οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ περιδίνησις εἰς τοὺς δαιδαλώδεις καί, πλειστάκις, σκοτεινοὺς διαύλους τοῦ διαδικτύου, ἀποτελοῦν μερικὰ ἐκ τῶν παθημάτων τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὅστις ἀνερμάτιστος ἀπώλεσεν ἢ κινδυνεύει νὰ ἀπολέσῃ τὴν προοπτικὴν καὶ τὸν προσανατολισμόν του καὶ νὰ στραφῇ εἰς ὕδατα ὑφαλώδη καὶ ἀνεξερεύνητα.
Ταῦτα πάντα λέγομεν, ἀσφαλῶς, όχι πρὸς ψόγον καὶ κρίσιν ἀλλὰ πρὸς προβληματισμὸν καὶ ἐπανατοποθέτησιν ἔναντι τοῦ ἤθους τοῦ κόσμου καὶ τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ πρὸς ἀναζήτησιν ἑτέρου καὶ καινοῦ ἤθους. Καὶ τὸ Θέατρον, τὸ σωστὸν Θέατρον, δίχως ἀμφιβολίαν, ποιεῖ ἦθος διὸ καὶ ὁ μετερχόμενος τὴν τέχνην τοῦ θεάτρου καλεῖται «ὁ ποιῶν τὸ ἦθος», ἦτοι ὁ ἠ θ ο π ο ι ὸ ς καὶ ὄχι ἁπλῶς «ὁ δρῶν» ἢ «ἐνεργῶν» τῶν δυτικῶν γλωσσῶν (actor εἰς τὴν Ἀγγλικήν, acteur εἰς τὴν Γαλλικήν, attore εἰς τὴν Ἰταλικήν κ. ο. κ.). Τὸ ἦθος τοῦ θεάτρου εἶναι ἦθος λυτρωτικὸν καὶ καθαρτικὸν κατὰ τὴν ἀπόφανσιν τοῦ Ἀριστοτέλους περὶ τῆς τραγωδίας, ἥτις ἐστὶν ἡ «δι᾽ ἐλέους καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Ὁ θεατὴς τῶν τελουμένων ἐπὶ τῆς σκηνῆς δὲν εἶναι ὁ ἀπαθὴς καὶ ἐκ τοῦ μακρόθεν παρατηρητής, ἀλλὰ διὰ τοῦ «ἐλέους» καὶ τοῦ «φόβου» ο οδηγούμενος εἰς τὴν λύτρωσιν ἐκ τῶν παθημάτων.
Ἡ υἱοθέτησις ἐκ μέρους τῆς χριστιανικῆς γραμματείας τῶν παραπάνω ὅρων δηλοῖ, πέραν πάσης ἀμφιβολίας, τὴν παιδαγωγικὴν καὶ ἠθικὴν ἀξίαν τοῦ θεάτρου, καὶ αἱ τυχὸν ἐπικρίσεις τῆς Πατερικῆς καὶ Κανονικῆς Παραδόσεως περὶ τῶν θεατρικῶν ἔργων ἀφοροῦν ἀσφαλῶς εἰς θεάματα κατωτάτου ἐπιπέδου μὲ παγανιστικὸν περιεχόμενον καὶ ὄχι εἰς τὴν ὑψηλὴν ἔκφρασιν τῆς θεατρικῆς τέχνης, διὰ τῆς ὁποίας λεπτύνονται τὰ αἰσθητήρια, ὁ νοῦς καθαίρεται καὶ συλλαμβάνει τὰ ὑψηλότερα τῶν νοημάτων. Βεβαίως, τὸ ἦθος τοῦ θεάτρου, καίτοι «καλὸν κἀγαθὸν» καὶ δυνάμενον νὰ ὁδηγήσῃ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ σπουδαῖα, παραμένει ὑπόθεσις ἐγκόσμιος, τοὐτ’ ἔστι χαρακτηριστικὸν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἄρα ἀτελὲς καὶ ἐπίκηρον. Ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία, δίχως νὰ παραγνωρίζῃ, ὡς ἤδη ἔλεχθη, τὴν πολιτιστικήν, παιδαγωγικὴν καὶ ἠθικὴν ἀξίαν τοῦ θεάτρου, προτείνει εἰς τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον νὰ ζήσῃ τὸ Εὐαγγελικὸν ἦθος –τὸ ἦθος τοῦ Χριστοῦ- ὡς κατάστασιν καὶ τρόπον ὑπάρξεως, ὅστις τυγχάνει ὅλως διάφορος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ αἰῶνος τούτου. Σημειωθήτω δὲ ἐνταῦθα, ὅτι τὸ ἦθος διὰ τὸ ὁποῖον ὁμιλεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὐδόλως ταυτίζεται μὲ τὴν κοσμικὴν ἠθικήν, πολὺ δὲ ὀλιγώτερον μὲ τὸν ἠθικισμόν, ἀφοῦ εἰς αὐτὴν τὴν Ἐκκλησίαν μέτρον πάντων εἶναι όχι τὸ δεῖνα ἢ τὸ τάδε «σύστημα ἠθικῆς», ἀλλὰ τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ.
Προτρεπόμεθα, λοιπόν, πατρικῶς ἅπαντας νὰ ἐναγκαλισθῆτε τὸν νέον αὐτὸν χῶρον πολιτισμοῦ, ὅστις κοσμεῖ ἀπὸ σήμερα τὴν ωραίαν πόλιν τοῦ Βόλου, νὰ ἀναδείξετε ὄντως αὐτὸν εἰς ἐργαστήριον ἤθους καὶ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ λησμονήσετε ποτὲ τὸ Εὐαγγελικὸν ἦθος. Ἐπευλογοῦμεν πατρικῶς καὶ Πατριαρχικῶς διὰ μίαν εἰσέτι φορὰν καὶ συγχαίρομεν ἐκ βαθέων τὸν Ἐντιμότατον κύριον Δήμαρχον καὶ τοὺς συνεργάτας του διὰ τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου καὶ μεταφέρομεν εἰς ἅπαντας τοὺς παρισταμένους τὴν ἀγάπην καὶ τὴν στοργὴν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εὐχόμενοι διὰ μίαν ακόμη φορὰν, οἱ ἐπισκεπτόμενοι τὸν χῶρον τούτον νὰ ἀνακαινίζωνται καὶ νὰ ἀνανεώνωνται πνευματικῶς.